Λέσβος / Κατηγορούμενοι για το ρατσιστικό πογκρόμ του 2018 χασκογελούν στη δίκη – «Αμήχανοι» οι αστυνομικοί στις καταθέσεις τους
Μπορεί να πέρασαν έξι χρόνια από το ρατσιστικό πογκρόμ στην πλατεία Σαπφούς στη Μυτιλήνη, τη νύχτα της 22ας Απριλίου του 2018, με δράστες ομάδες φασιστών και θύματα πρόσφυγες που διαμαρτύρονταν για τις άθλιες συνθήκες στον καταυλισμό της Μόριας, αλλά η δίκη ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί και συνεχίζεται, μετά από πολλές διακοπές στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης.
Οι 26 κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν τα εξής αδικήματα:
- διακεκριμένη περίπτωση αντίστασης κατά της Αρχής, κατά συναυτουργία, τελεσθείσα από πρόσωπα που φέρουν αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη και σε βάρος προσώπων που διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο
- διακεκριμένη περίπτωση φθοράς ξένης περιουσίας, κατά συναυτουργία με αντικείμενο πράγμα που χρησιμεύει για κοινό όφελος τελεσθείσα με φωτιά,
- παράνομη κατοχή και χρήση κροτίδων και φωτοβολίδων κατά συναυτουργία, διατάραξη της κοινής ειρήνης κατά συναυτουργία,
- εξύβριση με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, κατά συρροή και συναυτουργία,
- απειλή με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, κατά συρροή και συναυτουργία.
Οι 7 από τους παραπάνω κατηγορούνται για απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης με ενδεχόμενο δόλο κατά συναυτουργία και κατά συρροή τελεσθείσα υπό την επιβαρυντική περίσταση του αρ. 81α περ. ΑΕΔ.Β του ποινικού κώδικα ως ίσχυε προ της κατάργησής του.
Όπως αναφέρει το αναλυτικό ρεπορτάζ της ενημερωτικής ιστοσελίδας «Στο Νησί», εξετάστηκαν μέχρι στιγμής αρκετοί αστυνομικοί της Ασφάλειας, κάποιοι εκ των οποίων αναγνώρισαν και ταυτοποίησαν τους κατηγορούμενους όπως στις αρχικές καταθέσεις τους, ενώ άλλοι δήλωσαν ότι δεν θυμούνται πια.
Για τον λόγο αυτό, την Παρασκευή 31 Μαΐου όταν και συνεχίζεται η δίκη, θα προβληθούν βίντεο από τα επεισόδια.
Η αμηχανία κατά την κατάθεση των αστυνομικών, κατά τη διαδικασία την Δευτέρα 27 Μαϊου, ήταν σαφής, καθώς γνωρίζονταν με κάποιους από τους κατηγορούμενους και έπρεπε να αναφέρουν συγκεκριμένες ενέργειες, συγκεκριμένων ανθρώπων έχοντας τους συνηγόρους υπεράσπισης να ρωτούν επίμονα και δικαιολογημένα για τους δικούς τους εντολείς.
Κατέθεσαν τουλάχιστον τρεις αυτόπτες μάρτυρες, εκ των οποίων ένας ντόπιος, τότε φοιτητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και ένας Διδάκτορας, ερευνητής του παρατηρητηρίου Προσφυγικής Κρίσης τότε του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Οι δυο τους αναγνώρισαν κάποιους κατηγορούμενους, ενώ ο τελευταίος εξήγησε αναλυτικά τα ρατσιστικά χαρακτηριστικά των επιθέσεων.
Τότε, εξαγριωμένο πλήθος,μετά την καθιερωμένη Κυριακάτικη υποστολή της σημαίας, στην οποία είχε καλέσει διαδικτυακά κόσμο η «Πατριωτική» Κίνηση Μυτιλήνης, μεταφέρθηκε στην πλατεία Σαπφούς, μπροστά από το άγαλμα, ενώ απέναντι διαμαρτύρονταν αιτούντες άσυλο για τις συνθήκες στον καταυλισμό της Μόριας, ζητώντας να φύγουν από το νησί.
Τη νύχτα εκείνη πετάχτηκαν μπουκάλια πλαστικά και γυάλινα, πέτρες και ξηλωμένα μάρμαρα, εναντίον προσφύγων, γυναικών και παιδιών, ενώ δεν έλειψε και η παρουσία κάποιου που καταφέρθηκε με λάστιχο και νερό εναντίων των προσφύγων, έχοντας όλοι σχηματίσει κλοιό, ώστε να μην μπορέσουν οι εντός του κλοιού να αποδράσουν.
Τα επεισόδια έληξαν με προσαγωγές και συλλήψεις των αιτούντων άσυλο στις 5 το πρωί της επόμενης ημέρας, για παράνομη κατασκήνωση σε δημόσιο χώρο, αδίκημα από το οποίο απαλλάχθηκαν σε σχετικό δικαστήριο.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το επίπεδο της βίας εκείνης της νύχτας απέναντι σε άοπλους, γυναίκες και παιδιά, το τυφλό μίσος και τον απανθρωπισμό» είπε χαρακτηριστικά ένας μάρτυρας, ενώ ένας από τους αστυνομικούς στην ασφάλεια σε σχετική ερώτηση δικηγόρου διευκρίνισε: «Πέτρες πετούσαν, όχι τριαντάφυλλα».
Ενδιαφέρουσα ήταν και η κατάθεση της συντονίστριας του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής βίας, το οποίο έχει συλλέξει μαρτυρίες των θυμάτων εκείνης της νύχτας, για την οποία τόνισε ότι η βάση όλων των επιθέσεων ήταν ο ρατσισμός και ότι η επίθεση ήταν οργανωμένη, χαρακτηρίζοντας ρατσιστικό το έγκλημα.
Τα επεισόδια έγιναν και η υπεράσπιση δεν τα αμφισβητεί, το θέμα είναι αν ταυτοποιούνται οι δράστες.
Πάντως πέρα από τους κατηγορούμενους, που χασκογελούσαν με την έδρα ή έδειχναν με κάθε ευκαιρία την έντασή τους, όσο κατέθεταν οι μάρτυρες, υπήρχαν και κάποιοι σιωπηλοί, με τις οικογένειές τους να περιμένουν απ’ έξω, επισημαίνοντας στο «Ν» ότι «με παρέσυρε η κακιά στιγμή, το έχω μετανιώσει»…