Ποια τράπεζα προτιμούν δικτάτορες και εγκληματίες
Δικτάτορες, έμποροι ναρκωτικών, εγκληματίες πολέμου και διακινητές ανθρώπων είναι εδώ και δεκαετίες μεταξύ των πελατών της Credit Suisse, σύμφωνα με τα στοιχεία τουλάχιστον 18.000 λογαριασμών, συνολικού ύψους 100 δισ. δολαρίων, που διέρρευσαν στη γερμανική εφημερίδα Suddeutsche Zeitung.
Η SZ στη συνέχεια μοιράστηκε τα έγγραφα με 46 άλλα media από όλο τον κόσμο, όπως ο βρετανικός Guardian και οι New York Times.
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων, πρόκειται για λογαριασμούς που ανοίχθηκαν στην Credit Suisse από τη δεκαετία του 1940 έως και μέσα στην περασμένη δεκαετία, με τουλάχιστον τα δύο τρίτα εξ αυτών να ανοίγουν μετά το 2000 και πολλούς να υφίστανται έως και σήμερα.
Ανάμεσα στους πελάτες της Credit Suisse συγκαταλέγονται ένας διακινητής ανθρώπων που έχει καταδικαστεί στις Φιλιππίνες, ένας επικεφαλής χρηματιστηρίου στο Χονγκ Κονγκ που έχει φυλακιστεί για δωροδοκία και ένας Αιγύπτιος δισεκατομμυριούχος που είχε διατάξει τη δολοφονία της συντρόφου του, μίας Λιβανέζας ποπ σταρ.
Λογαριασμούς στην ελβετική τράπεζα έχουν επίσης αρκετοί αρχηγοί κρατών, υπουργοί, πράκτορες υπηρεσιών πληροφοριών, ολιγάρχες και επιχειρηματίες με αμφιλεγόμενη φήμη.
Μεταξύ αυτών είναι και πρώην στέλεχος της Siemens που το 2008 καταδικάστηκε για δωροδοκία. Πρόκειται για πελάτη με έξι λογαριασμούς στην τράπεζα.
Μυστικούς λογαριασμούς στην Credit Suisse είχε και ο Βασιλιάς Abdullah II της Ιορδανίας, ο πρώην αντιπρόεδρος του Ιράκ Ayad Allawi, ο Αλγερινός Abdelaziz Bouteflika και ο πρώην πρόεδρος της Αρμενίας Armen Sarkissian.
Ανάμεσα στους πελάτες εμφανίζεται ο επικεφαλής κατασκοπείας της Υεμένης που εμπλέκεται σε βασανισμούς καθώς και αξιωματούχοι της Βενεζουέλας που είναι μπλεγμένοι σε σκάνδαλο διαφθοράς.
Η διαρροή των στοιχείων φέρνει στο φως την αποτυχία της Credit Suisse να κάνει due diligence και ενδεχομένως να απορρίψει πελάτες των οποίων τα χρήματα έχουν ύποπτη προέλευση.
Άλλωστε, δημοσιογράφοι που μίλησαν με πρώην υπαλλήλους της τράπεζας μιλούν για μια «πολύ τοξική εταιρική κουλτούρα, η οποία ενθάρρυνε την ανάληψη όλο και περισσότερου ρίσκου για τη μεγιστοποίηση των κερδών και των μπόνους».
Η ίδια η Credit Suisse αρνείται τις κατηγορίες, λέγοντας ότι η έρευνα «στηρίζεται σε αποσπασματικές, μη ακριβείς και επιλεκτικές πληροφορίες οι οποίες παρουσιάζονται εκτός πλαισίου, οδηγώντας σε μεροληπτικές ερμηνείες για τις δραστηριότητες της τράπεζας».
Σύμφωνα με τα όσα δηλώνει, το 90% των εν λόγω λογαριασμών έχει ήδη κλείσει.
Κατόπιν των αποκαλύψεων, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που έχει τις περισσότερες έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο, ζήτησε από την Κομισιόν να επανεξετάσει τον χαρακτηρισμό της Ελβετίας ως χώρας υψηλού κινδύνου για το ξέπλυμα χρήματος.