Χανιά: 155 χρόνια σε Κούρδο πρόσφυγα, μέλος του P.K.K., διωγμένο από το ερντογανικό καθεστώς – «Τον φυλάκισε η καταγωγή του και ένα κινητό τηλέφωνο»
Το δικαστήριο των Χανίων αποφάνθηκε την ενοχή τριών προσφύγων και την καταδίκη τους σε 155 χρόνια κάθειρξης έκαστος για διακίνηση μεταναστών κατά την οποία επήλθε θάνατος. Μεταξύ των τριών, και ένας Κούρδος πρόσφυγας, μέλος της κουρδικής κοινότητας, φυλακισμένου και επανειλημμένα διωγμένου από το ερντογανικό καθεστώς. Μοναδικό κριτήριο; Η εύρεση ενός κινητού τηλεφώνου στην κατοχή του και η καταγωγή του. «Τον καταδίκασαν σε 155 χρόνια χωρίς να καταγγείλει κανένας επιβάτης - μάρτυρας ότι είναι διακινητής. Τον καταδίκασαν ενώ ο αντιεισαγγελέας Εφετών Χανίων πρότεινε αθώωση λόγω ύπαρξης σοβαρότατων αμφιβολιών. Καταδικάστηκε ενώ το καθεστώς Ερντογάν σκότωσε την οικογένειά του, ενώ είχαμε έγγραφα που πιστοποιούν την πολιτική του δράση στην Τουρκία και άρα τον κίνδυνο που διέτρεχε. Είναι θύμα του nationality profiling», δηλώνουν στο TPP οι δικηγόροι του Αλέξανδρος Γεωργούλης και Δημήτρης Χούλης.
της Νεκταρίας Ψαράκη
Άλλος ένας πρόσφυγας πρόκειται να σαπίσει στα κελιά των ελληνικών φυλακών, καταδικασμένος ανυπόστατα για διακίνηση μεταναστών. Ο λόγος για τον Μεμέτ Τσελίκ. Ο Μεμέτ Τσελίκ, είναι ένας Κούρδος πρόσφυγας ο οποίος πριν ένα χρόνο περίπου, μαζί με άλλους 153 πρόσφυγες κυρίως από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Ιράν, αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο για μία καλύτερη ζωή, επιλέγοντας το επικίνδυνο ταξίδι Σμύρνη – Ιταλία. Τα πειστήρια που παρουσιάστηκαν από τους δικηγόρους του στο δικαστήριο, τα οποία αποδεικνύουν τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή στην Τουρκία, κατόπιν δολοφονίας της αδελφής του μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, στη συνέχεια του αδελφού του και του κουνιάδου του, αλλά και οι συνεχείς διώξεις σε βάρος του και η φυλάκισή του από το ερντογανικό καθεστώς, δεν στάθηκαν αρκετά για να πείσουν το δικαστήριο ότι δικαίως διεκδικεί διεθνή προστασία ως πολιτικός πρόσφυγας, διωγμένος από το ερντογανικό καθεστώς.
Όμως, η ύπαρξη ενός κινητού τηλεφώνου στην κατοχή του, χωρίς να έχει προηγηθεί άρση τηλεφωνικού απορρήτου και συνεπώς χωρίς να έχει διαπιστωθεί η σύνδεσή του με κυκλώματα δουλέμπορων, αλλά και η καταγωγή του, θεωρήθηκαν επαρκή στοιχεία για την δικαστική έδρα ώστε να τον καταδικάσει σε 155 χρόνια κάθειρξης για διακίνηση μεταναστών κατά την οποία επήλθε θάνατος. Όλα αυτά, ενώ ο ίδιος ο Αντιεισαγγελέας Εφετών Χανίων, εξέδωσε αθωωτική πρόταση, «λόγω ύπαρξης σοβαρότατων αμφιβολιών». «Ακόμα ένα θύμα της πρακτικής των λιμενικών αρχών που διεθνώς αποκαλείται nationality profiling», δηλώνει ο ένας εκ των δικηγόρων του, Αλέξης Γεωργούλης στο TPP.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το ταξίδι του τρόμου
Το ταξίδι τους ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη. Οι καθένας από τους 153 πρόσφυγες, πλήρωσαν υπέρογκα ποσά που κυμαίνονται από 5.000 – 9.000 σε έναν άγνωστο σε αυτούς Τούρκο. Το ταξίδι τους περιλάμβανε μεταφορά με φορτηγό στα παράλια της Σμύρνης και επιβίβαση στο πλοίο που θα τους μετέφερε Νότια Ιταλία. Έτσι λοιπόν, το βράδυ της 19ης Σεπτεμβρίου 2021, οι πρόσφυγες επιβιβάστηκαν σε ένα φορτηγό με προορισμό τη Σμύρνη. Όπως καταθέτουν οι ίδιοι οι μετανάστες, μετά από περίπου 5-6 ώρες διαδρομής, έφτασαν στην τοποθεσία από όπου τους παρέλαβε ένα μπλε ξύλινο πλοίο σε κακή κατάσταση. Οι 150 -μεταξύ αυτών και ο Μεμέτ Τσελίκ-, σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, κλειδώθηκαν στο αμπάρι του πλοίου κατόπιν υποδείξεων δύο Αφγανών – καταγγελλόμενοι από τους ίδιους ως μέλη του πληρώματος, οι οποίοι τους είπαν ότι είναι η ασφαλέστερη λύση για να μην εντοπιστούν από την αστυνομία ή το λιμενικό. Οι δύο Αφγανοί μαζί με τον Καπετάνιο του πλοίου, παρέμειναν στο κατάστρωμα.
Το πλοίο ταξίδευε περίπου τρεις ημέρες και οι πρόσφυγες βρίσκονταν κλειδωμένοι στο αμπάρι χωρίς πρόσβαση σε νερό ή φαγητό. Την τρίτη ημέρα, περίπου 90 ναυτικά μίλια δυτικά της Παλαιόχωρας Χανίων, η μηχανή παρουσίασε πρόβλημα και το καράβι άρχισε να γεμίζει νερά. Οι πρόσφυγες, με ό,τι δυνατότητα είχαν, προσπαθούσαν για πολλές ώρες να αδειάσουν το νερό που έμπαινε στο εσωτερικό του πλοίου, έτσι ώστε να μη βυθιστούν μαζί του, μέχρι που μετά από περίπου 20 ώρες, έτυχε να περνάει σε κοντινή απόσταση το Δεξαμενόπλοιο «Αριστοφάνης». Όπως καταθέτει το πλήρωμα του «Αριστοφάνης», οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν την ανάγκη τους για βοήθεια καίγοντας αντικείμενα για να δημιουργηθεί καπνός, κάνοντας σινιάλο με καθρέφτες και σηκώνοντας ψηλά τα χέρια τους φωνάζοντας για βοήθεια.
Το πλήρωμα του Δεξαμενόπλοιου «Αριστοφάνης» ζήτησε άδεια από το Ελληνικό Κέντρο Έρευνας και Διάσωσης, ώστε να πλησιάσουν και να προχωρήσουν σε επιχείρηση διάσωσης, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της διάσωσης, ένας μετανάστης για άγνωστη αιτία πήδηξε από το πλοίο στη θάλασσα. Το πλήρωμα του δεξαμενόπλοιου «Αριστοφάνης» κατέθεσε ότι του πέταξαν ένα σωσίβιο το οποίο δεν το έπιασε. Στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με τις καταθέσεις τους, είδαν για μία φορά το κεφάλι του να βγαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας, και μετά χάθηκε.
Ένα κινητό και η καταγωγή του, αρκετά για να θεωρηθεί διακινητής
Το μπλε ξύλινο πλοίο που μετέφερε τους πρόσφυγες ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι της Παλαιόχωρας και το λιμενικό σώμα διενήργησε την προανάκριση για το συμβάν. Για το αδίκημα της διακίνησης υπηκόων τρίτων χωρών χωρίς δικαίωμα εισόδου στη χώρα κατά την οποία προέκυψε κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή και θάνατος, κατηγορήθηκαν οι δύο Αφγανοί ως μέλη του πληρώματος, ένας Τούρκος, ως καπετάνιος του πλοίου, και ο Μεμέτ Τσελίκ.
Βασικοί μάρτυρες προανακριτικά, εκτός από μέλη του πληρώματος του Δεξαμενόπλοιου «Αριστοφάνης» και λιμενικούς της Παλαιόχωρας, ήταν οι υπόλοιποι μετανάστες, οι συνεπιβάτες του Μεμέτ Τσελίκ. Ο πρώτος μάρτυρας που κλήθηκε – υπήκοος Ιράν -, περιέγραψε αναλυτικά – δια στόματος διερμηνέα – το ταξίδι τους από την Κωνσταντινούπολη ως την τοποθεσία του ναυαγίου.
Σε ένα σημείο της κατάθεσής του, τονίζει ότι πριν επιβιβαστούν οι μετανάστες στο φορτηγό, οι 2 Αφγανοί τους απέσπασαν με βία τα κινητά τους τηλέφωνα, με εξαίρεση το τηλέφωνο ενός άλλου μετανάστη που μιλούσε κουρδικά και τουρκικά, φωτογραφίζοντας τον Μεμέτ Τσελίκ. Στη συνέχεια, επισημαίνει ότι οι δύο Αφγανοί μαζί με τον καπετάνιο ήταν οι μόνοι που παρέμειναν στο κατάστρωμα του μπλε ξύλινου πλοίου, καθώς όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου και του Κούρδου πρόσφυγα, βρίσκονταν κλειδωμένοι στο αμπάρι.
Ο προανακριτικός υπάλληλος στη συνέχεια ρωτά τον μάρτυρα αν αναγνωρίζει κάποιον άλλο ως μέλος των διακινητών, με τον ίδιο να απαντά: «Αναγνωρίζω το άτομο που σας είπα πριν ότι μιλάει τουρκικά και κουρδικά, γιατί στο ταξίδι με το φορτηγό προς το πλοίο είχε μαζί του το κινητό του τηλέφωνο και ενημέρωνε άλλους Τούρκους για το τι συμβαίνει στο ταξίδι. Αυτός όταν το σκάφος άρχισε να βάζει νερά, πριν μας σώσουν, δεν βοηθούσε όπως κάναμε οι υπόλοιποι αλλά μιλούσε με τους 2 Αφγανούς και μιλούσε στο κινητό του. Όταν μας έσωσαν και μας έβαλαν στο μεγάλο πλοίο, ο Κούρδος τραβούσε συνέχεια βίντεο και φωτογραφίες των μεταναστών με το κινητό του και είπε σε όλους μας ότι θα τις δημοσιεύει στο ίντερνετ». Και στη συνέχεια, ο Ιρανός μάρτυρας, αναγνώρισε από ένα σύνολο φωτογραφιών τους 2 Αφγανούς και τον Μεμέτ Τσελίκ.
Εντύπωση προκαλεί ωστόσο, ότι οι καταθέσεις των υπόλοιπων μαρτύρων είναι παρόμοιες, σχεδόν πανομοιότυπες, πράγμα το οποίο ενδεχομένως να μπορεί να αποδοθεί σε πλημμέλεια των προανακριτικών αρχών. Δεδομένων των δυσκολιών που προκύπτουν από τη μετάφραση, οι απαντήσεις τους μεθοδεύονται με συγκεκριμένες ερωτήσεις και στη συνέχεια συντάσσεται ένα ενιαίο κείμενο που περιλαμβάνει το νόημα της συζήτησης, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνει αυτολεξεί τα όσα ειπώθηκαν.
Κατάθεση μάρτυρος 2
Κατάθεση μάρτυρος 3
Οι μαρτυρίες των τριών μεταναστών, στάθηκαν αρκετές ώστε να θεωρηθεί και ο Μεμέτ Τσελίκ μέλος του κυκλώματος των διακινητών και να κατηγορηθεί για παράνομη διακίνηση μεταναστών κατά συρροή από περισσότερους που ενεργούσαν από κοινού και από κερδοσκοπία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και από την οποία επήλθε θάνατος.
Το κατηγορητήριο υπό κατάρρευση, αλλά ο πρόσφυγας στη φυλακή
Την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου η υπόθεση των τεσσάρων προσφύγων εκδικάστηκε στα δικαστήρια των Χανίων, με τους τέσσερις να κρατούνται ήδη στις ελληνικές φυλακές εδώ και ένα χρόνο. Οι δικηγόροι του Μεμέτ Τσέλικ, αρχικά υπέβαλαν αίτημα ώστε να εξετασθεί το κατά πόσο πρόκειται για υπόθεση της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι το συμβάν έλαβε χώρα 90 ναυτικά μίλια από το ελληνικό έδαφος, την ώρα που το όριο είναι μόλις 6. Το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα, οπότε και η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε κανονικά.
Οι δικηγόροι του Μεμέτ Τσελίκ, επεσήμαναν στην έδρα το παράδοξο της υπόθεσης. Πώς είναι δυνατόν ο εντολέας τους να είναι μέλος του κυκλώματος των διακινητών και ταυτόχρονα να βρίσκεται κλειδωμένος στο αμπάρι του πλοίου μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, χωρίς νερό και φαγητό για τρεις ολόκληρες ημέρες; Γιατί δεν βρισκόταν και ο ίδιος στο κατάστρωμα του πλοίου, ταξιδεύοντας υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και βοηθώντας στην ομαλή διεξαγωγή του ταξιδιού, αλλά αντιθέτως ταξίδευε υπό άθλιες συνθήκες μαζί με όλους τους υπόλοιπους;
Ακόμη, πώς είναι δυνατόν η ύπαρξη ενός κινητού τηλεφώνου να αποδεικνύει την εμπλοκή του στο κύκλωμα διακινητών; Ήταν ο μόνος Κούρδος, και όλοι οι υπόλοιποι Ιρανοί, Ιρακινοί, και Αφγανοί, που δε γνώριζαν τουρκικά ή κουρδικά. Δεν ήταν εφικτό να γνωρίζουν το περιεχόμενο των συζητήσεών του. Ο ίδιος ο Μεμέτ Τσελίκ, προανακριτικά στην απολογία του, είχε αναφέρει ότι στο φορτηγό από την Κωνσταντινούπολη ως τη Σμύρνη δεν μίλησε στο κινητό του, ενώ όντως έβγαλε φωτογραφίες την ώρα της μετεπιβίβασης του από το μπλε ξύλινο καράβι στο δεξαμενόπλοιο, για να ενημερώσει την οικογένειά του.
Μέσα στη δικαστική αίθουσα, κατά τη διάρκεια της απολογίας του επεσήμανε δε, ότι όλες του οι τηλεφωνικές κλήσεις κατά τη διάρκεια του 3ήμερου ταξιδιού ήταν με συγγενικά του πρόσωπα, ενώ τη δύσκολη στιγμή που άρχισε το πλοίο να μπάζει νερά, επικοινώνησε με το 112 για να ζητήσει βοήθεια. Στη συνέχεια, μετά την πολύωρη αναμονή τους και όταν ο κίνδυνος να ναυαγήσουν αυξανόταν, τράβηξε φωτογραφίες προκειμένου να τις στείλει διαδικτυακά στο Πολιτιστικό Δημοκρατικό Κέντρο των Κούρδων στην Αθήνα και να ενημερώσει για την κατάσταση των προσφύγων. Υποστήριξε, ότι στο αμπάρι του πλοίου δεν μιλούσε κανείς άλλος τη γλώσσα του και άρα δεν απευθύνθηκε σε άλλο συνεπιβάτη του, η οποίοι, όπως άλλωστε κατέθεσαν, απλώς τον παρατηρούσαν να επικοινωνεί τηλεφωνικά και να βγάζει φωτογραφίες χωρίς να γνωρίζουν το περιεχόμενο των συζητήσεών του και χωρίς να γνωρίζουν τις προθέσεις του. Κατέθεσε, ότι δεν είχε επικοινωνία με κανέναν Τούρκο, μέλος του κυκλώματος των διακινητών και ότι και ο ίδιος πλήρωσε 8.000 ευρώ.
«Αν δεν έφευγα από την Τουρκία, θα με σκότωναν, όπως σκότωσαν την αδελφή μου, τον αδελφό μου και τον κουνιάδο μου»
Οι δικηγόροι του Μεμέτ Τσελίκ ακόμη, παρουσίασαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Κούρδος είναι όντως πολιτικός πρόσφυγας και όχι διακινητής, που δικαιούται διεθνή προστασίας εξαιτίας του άμεσου κίνδυνου της ζωής του και της ελευθερίας του από το καθεστώς Ερντογάν.
Ο ίδιος, προανακριτικά, είχε καταθέσει ότι είναι μέλος του P.K.K. (Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν) και το 2006 οι Τούρκοι σκότωσαν την αδελφή του μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, τον αδελφό του και τον κουνιάδο του. Εξήγησε ότι ήθελε να φύγει από την Τουρκία, διότι τον έψαχναν για να τον συλλάβουν, κι έτσι έδωσε σε έναν Τούρκο που ακούει στο όνομα «Αλί» 8.000 ευρώ για τη μεταφορά του. Πρόσθεσε δε, ότι ο ίδιος έχει φυλακιστεί στην Τουρκία για ένα χρόνο ενώ εκκρεμούν καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος του εξαιτίας της συμμετοχής του στο P.K.K.
Όσα κατέθεσε προανακριτικά ο Μεμέτ Τσελίκ, πιστοποιούνται και από τα πειστήρια που παρουσίασαν οι δικηγόροι του στην δικαστική αίθουσα. Το Πολιτιστικό Δημοκρατικό Κέντρο των Κούρδων με ειδική βεβαίωση επιβεβαίωσε ότι ο Μεμέτ Τσελίκ, αιτών άσυλο στην Ελλάδα, είναι μέλος του κέντρου.
Ακόμη, βουλευτής του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος στην Τουρκία (HDP) και μέλος της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας του οποίου τα στοιχεία είναι στη διάθεση του TPP, απέστειλε επιστολή στις 31 Αυγούστου 2022 προς τις Ελληνικές Αρχές για να πιστοποιήσει το πολιτικό υπόβαθρο του Μεμέτ Τσελίκ. Βεβαίωσε λοιπόν, ότι ο Κούρδος πρόσφυγας έχει υπάρξει για αρκετό καιρό μέλος του κόμματος με ενεργή πολιτική δράση στην περιοχή Γενισεχίρ του αστικού Ντιγιαρμπακίρ, έως ότου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα εξαιτίας μεγάλων πολιτικών πιέσεων το 2021. Σημείωσε, ότι δεν υπήρξε τίποτα εγκληματικό στις πολιτικές του δραστηριότητες, όμως μετά τον τερματισμό της ειρηνευτικής διαδικασίας μεταξύ της Τουρκικής κυβέρνησης και του Κουρδικού Κινήματος, οι δραστηριότητες του HDP – του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος στην Τουρκία – έχουν ποινικοποιηθεί παράνομα ως «τρομοκρατικές ενέργειες». Μάλιστα, τονίζει ότι πολλοί Κούρδοι έχουν συλληφθεί απλώς και μόνο επειδή συμμετείχαν σε κομματικές δραστηριότητες, ή επειδή σχολίασαν αρνητικά τις πολιτικές Ερντογάν στα social media.
Επισημαίνει δε, ότι το αποτυχημένο πραξικόπημα για την ανατροπή του Ερντογάν το 2016, έφερε την εφαρμογή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης για δύο χρόνια. Η κατάσταση εργαλειοποιήθηκε, με αποτέλεσμα να σημειώνονται αυθαίρετες κρατήσεις, βασανιστήρια, απαγορεύσεις ειρηνικών διαδηλώσεων, λογοκρισία και περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου, κατάσταση που συνεχίζεται ως και σήμερα. Σημειώνει κλείνοντας, ότι αν ο Μεμέτ Τσελίκ επιστρέψει στην Τουρκία θα κρατηθεί, μπορεί να βασανιστεί και στη συνέχεια να φυλακιστεί εξαιτίας των προηγούμενων πολιτικών του δραστηριοτήτων.
Αθωωτική η πρόταση του εισαγγελέα «λόγω σοβαρότατων αμφιβολιών» – Καταδίκη το τελικό αποτέλεσμα
Όλα τα παραπάνω στοιχεία κατατέθηκαν στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας της έδρας, στην αγόρευσή του επεσήμανε ότι σύμφωνα με τα όσα προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την ενοχή των τεσσάρων. Εκτός από τον Μεμέτ Τσελίκ, θεωρήθηκαν ανυπόστατα τα κατηγορητήρια και για τους άλλους τρεις. Αφενός, κανένας από τους 150 δεν υπέδειξε κανέναν από τους τέσσερις ως τον άνθρωπο που χρημάτισαν για τη μεταφορά τους, ενώ αφετέρου, κατά την ακροαματική διαδικασία προέκυψαν μάρτυρες υπεράσπισης που κατέρριπταν τους αρχικούς ισχυρισμούς.
Συγκεκριμένα, για τον έναν νεαρό ενήλικα Αφγανό, εμφανίστηκαν στο δικαστήριο τρεις μάρτυρες υπεράσπισης οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν βρισκόταν στο κατάστρωμα, όπως αναφέρθηκε αρχικά από τους τρεις μάρτυρες στους οποίους βασίστηκαν οι προανακριτικές αρχές για να αποδώσουν τόσο σκληρές κατηγορίες. Αντιθέτως, κατέθεσαν ότι βρισκόταν στο αμπάρι του πλοίου μαζί τους, καταρρίπτοντας εντελώς το αφήγημα των άλλων, που όπως έλεγαν «τον είδαν από χαραμάδες του πλοίου να βρίσκεται στο κατάστρωμα». Ακόμη, επιβεβαίωσαν την ιδιότητά του, λέγοντας ότι ήταν επιβάτης και όχι διακινητής. Δεν χρημάτισαν εκείνον, και δεν μεταφέρθηκαν από εκείνον. Επίσης, τόνισαν το αυτοθυσιαστικό του πνεύμα, αφού σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, τη δύσκολη στιγμή έβαλε στην πλάτη του ανήλικα προσφυγόπουλα για να μεταφερθούν με ασφάλεια στο δεξαμενόπλοιο. Ομοίως έπραξε και για έναν ηλικιωμένο συνεπιβάτη του. «Σπανίως μιλούν τόσο κολακευτικά οι διακινούμενοι για τον διακινητή τους», σημείωσε ο δικηγόρος του νεαρού πρόσφυγα, Σπύρος Πανταζής, μέσα στη δικαστική αίθουσα.
Ακόμη, όσον αφορά τον θάνατο: θάνατος προέκυψε κατά τη διάσωση. Όχι κατά τη μεταφορά. Λεπτομέρεια η οποία αν δεν ληφθεί σοβαρά υπόψιν, φέρνει τον κατηγορούμενο αντιμέτωπο με ισόβια κάθειρξη. Η γενική αίσθηση κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν ότι ο θάνατος του μετανάστη ελάχιστα απασχόλησε την έδρα, παρά το γεγονός ότι παίζει κεντρικό ρόλο στο κατηγορητήριο. Δεν διερευνήθηκαν επαρκώς τα αίτια θανάτου, δεν ζητήθηκε ούτε από τους μάρτυρες, ούτε από τους κατηγορούμενους να προσδώσουν στην έδρα χρήσιμες πληροφορίες για το συμβάν.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας κατηγορίας, ο λιμενικός, δεν εμφανίστηκε για να καταθέσει.
Όλα τα παραπάνω φαίνεται να έπεισαν τον εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος αναγνώρισε τις σοβαρότατες αμφιβολίες για την ενοχή των τεσσάρων, προτείνοντας την αθώωση όλων, επικαλούμενος μάλιστα και ανθρωπιστικούς λόγους, πράγμα το οποίο δεν συναντάται συχνά στις δικαστικές αίθουσες.
Η έδρα διέκοψε. Λίγη ώρα αργότερα, η πρόεδρος αποφάνθηκε την ενοχή των τριών, καταδικάζοντάς τους σε 155 χρόνια κάθειρξης έκαστος. Ακόμη, αποφάνθηκε την αθώωση του νεαρού Αφγανού, εξαιτίας σοβαρών αμφιβολιών για την ενοχή του, με τον δικηγόρο του, Σπύρο Πανταζή να δηλώνει στο TPP: « Είναι μία σπουδαία ημέρα για το ποινικό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα. Ένας αθώος άνθρωπος θα πάει σπίτι του. Αυτές οι υποθέσεις υπερβαίνουν τα στενά τείχη της δικαστικής αίθουσας και ανάγονται ευθέως στον νομικό πολιτισμό της χώρας και στο εάν το ποινικό μας σύστημα θα κρίνει και θα αξιολογεί ad hoc και εξατομικευμένα έκαστο κατηγορούμενο ή αν συλλήβδην και αδιακρίτως και θα ποινικοποιεί τους αιτούντες διεθνή προστασία. Σήμερα είναι ημέρα χαράς για αυτό το παιδί και την αποφυλάκιση του αλλά και λύπης που ένας ευάλωτος άνθρωπος πέρασε ένα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής του στο κελί.
Οι ανακριτικές αρχές της χώρας οφείλουν να είναι πιο προσεκτικές όταν προβαίνουν στην επιβολή του πιο ακραίου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού ήτοι της προσωρινής κράτησης. Εύχομαι σε αυτόν τον νέο άνθρωπο να βρει τη δύναμη να ξεχάσει τους 12 μήνες εγκλεισμού που πέρασε αδίκως εξαιτίας αβάσιμων και έωλων κατηγοριών που κατέρρευσαν.
Είμαστε αντιμέτωποι με το θλιβερό φαινόμενο υποθέσεις να κατασκευάζονται εν μια νυκτί, μάρτυρες από το σκοτάδι να λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο χωρίς να μπορούμε να τους εξετάσουμε στο ακροατήριο στα πλαίσια μιας ζώσας ποινικής διαδικασίας ενώ πάντα οι υπερασπιστές μένουμε άφωνοι όταν οι εντολείς μας ρωτάνε για το πως γίνεται στη χώρα να δικάζονται και να καταδικάζονται άνθρωποι χωρίς οι κατηγορουμένοι να μπορούν να αντικρυσουν τους <διώκτες> τους.
Η μέρα και ο σεβασμός μας ανήκει στον S. R. και σε κάθε άλλο άτομο σαν αυτόν».
«Ο Μεμέτ Τσελίκ, άλλο ένα θύμα του nationality profiling»
Ο ένας εκ των δικηγόρων του Μεμέτ Τσελίκ, Αλέξης Γεωργούλης, μιλώντας στο TPP δήλωσε: «Ο κατηγορούμενος Μ.C. αποτελεί ακόμα ένα θύμα της πρακτικής των λιμενικών αρχών που διεθνώς αποκαλείται nationality profiling».
Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, το nationality/ethnic profiling, αποτελεί μία από τις συνήθεις πρακτικές στην Ευρώπη και ορίζεται ως την πρακτική ελέγχου, παρακολούθησης ή έρευνας των Αρχών σε βάρος ατόμων με κριτήρια χωρίς αντικειμενική η λογική αιτιολόγηση, όπως τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία ή την καταγωγή. Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο της Ευρώπης, υπάρχουν αρκετοί τομείς στους οποίους το nationality profiling μπορεί να εκδηλωθεί πιο έντονα, όπως για παράδειγμα στα αεροδρόμια, σε σταθμούς τρένων ή λεωφορείων, όπου άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες υπόκεινται -χωρίς λογική αιτιολόγηση – σε ενδελεχή έλεγχο. Αναφέρεται επίσης, ότι σύμφωνα με έρευνες, άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες λαμβάνουν συχνά σκληρότερες ποινές. Σύμφωνα με τον επίσης συνήγορο υπεράσπισης του Μεμέτ Τσελίκ, Δημήτρη Χούλη: «είναι πολύ σύνηθες να κατηγορείται ως διακινητής το άτομο που διαφέρει εθνοτικά από τους υπόλοιπους. Βλέπουμε λοιπόν ότι εάν σε μία βάρκα βρίσκονται δέκα Αφγανοί και ένας Κούρδος, κατηγορείται ο Κούρδος. Αν βρίσκονται στη βάρκα δέκα Κούρδοι και ένας Αφγανός, θα κατηγορηθεί ο Αφγανός».
Ο Αλέξης Γεωργούλης τονίζει τα παράδοξο: «Δεν βρέθηκε στη θέση του κατηγορουμένου λόγω ότι αποδεδειγμένα συνέδραμε ως μέλος πληρώματος διότι άπαντες ανέφεραν ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα του ταξιδιού παρέμεινε στο αμπάρι του πλοίου μαζί με όλους τους μεταφερόμενους. Βρέθηκε στη θέση του κατηγορουμένου αποκλειστικά λόγω της τουρκικής του εθνικότητας. Εντούτοις πρόκειται για έναν Κούρδο, ο οποίος είχε ισχυρή πολιτική δράση στο HDP και στο PKK, διωκόμενος από το καθεστώς Ερντογάν. Καταδικάσθηκε επειδή επιχείρησε να ειδοποιήσει μέσω του κινητού του τηλεφώνου τα μέλη του Συλλόγου των Κούρδων στην Ελλάδα προκειμένου κι αυτοί με τη σειρά τους να ειδοποιήσουν τις αρχές για να διασωθούν. Παρόλο που η εισαγγελική πρόταση ήταν αθωωτική, παρόλο που δεν υπήρξε καμία απολύτως απόδειξη για την ενοχή του, παρόλο που αποδείχθηκε η πολιτική του δράση στην Τουρκία και η δίωξη που υπέστη και αυτός και η οικογένεια του από το καθεστώς του Ερντογάν, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Κρήτης τον καταδίκασε σε 155 έτη κάθειρξης στέλνοντας τον χωρίς αναστολή σε κατάστημα κράτησης μέχρι την εκδίκαση του Εφετείου του».
Μερικά ζητήματα που χρήζουν ανάλυσης
Γιατί Σμύρνη – Ιταλία και όχι, λόγου χάριν, Σμύρνη – Χίος;
Η επιλογή του ταξιδιού Σμύρνη – Ιταλία και όχι λόγου χάριν, Σμύρνη – Χίος, απαιτεί ουσιαστική ανάλυση. Γιατί οι πρόσφυγες μπαίνουν στη διαδικασία να επιλέξουν ένα ταξίδι κόστους 8.000 ευρώ ανά επιβαίνοντα, διαρκείας έως και 5-6 ημερών με κίνδυνο της ζωής τους, αντί να επιλέξουν μία φθηνότερη διαδρομή, μικρότερης διάρκειας και άρα με λιγότερους κινδύνους, έχοντας ως τελικό προορισμό ένα ελληνικό νησί; Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, νομίζω ότι θα δοθεί αναζητώντας τα πιθανά αίτια του θανάτου του μετανάστη κατά τη διάσωση. Γιατί μόλις είδε σκάφος να πλησιάζει επέλεξε να βουτήξει στα βαθιά νερά της Μεσογείου; Οι υπόλοιποι επιβαίνοντες και τα μέλη του διασωστικού κατέθεσαν ότι τον είδαν να πηδάει από το πλοίο, στη συνέχεια βγήκε μόλις μία φορά στην επιφάνεια της θάλασσας με μεγάλη δυσκολία, και μετά βυθίστηκε ξανά. Και δεν τον ξαναείδαν. Γιατί επομένως ο πρόσφυγας στη θέα του σκάφους πανικοβλήθηκε και επέλεξε ουσιαστικά τον θάνατο, δεδομένου ότι δεν ήξερε κολύμπι; Συνέβη κάτι; Το σκάφος ήταν δεξαμενόπλοιο, τι θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε;
Νομίζω η απάντηση είναι μία: ο εφιάλτης άλλης μία επαναπροώθησης. Τα τελευταία χρόνια, όπως άλλωστε έχουμε ξαναγράψει, έχουν αυξηθεί οι μεταναστευτικές ροές μέσω της λεγόμενης «διαδρομής της Καλαβρίας». Το ταξίδι είναι μεγάλο και επικίνδυνο. Οι πρόσφυγες ξεκινούν από τα τουρκικά παράλια, διασχίζουν το Αιγαίο Πέλαγος, κάνουν τον κύκλο της Πελοποννήσου, πλέουν στα ανοιχτά της Κρήτης, για να καταλήξουν εν τέλει στην παραλία της Καλαβρίας στην νότια Ιταλία. Τα πλοία που τους μεταφέρουν είναι συνήθως μεγάλα ιστιοφόρα και Καπετάνοι τους είναι συνήθως άλλοι πρόσφυγες χωρίς ναυτική εμπειρία, που δεν έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν το υπέρογκο αντίτιμο των 8.000 – 9.000 ευρώ στον πραγματικό διακινητή. Ο σύγχρονος διακινητής δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που γνωρίζαμε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Πλέον λειτουργεί ως εισοδηματίας – διοργανωτής του ταξιδιού, και δεν έρχεται σε επαφή με τη θάλασσα. Εισπράττει, απολαμβάνοντας τη ζωή σε μία βίλα της Τουρκίας. Γνωρίζει ότι όλο και κάποιος απελπισμένος δεν θα έχει τα χρήματα να ταξιδέψει και θα αναγκαστεί να πάρει στα χέρια του το τιμόνι για να γλιτώσει τη ζωή του.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα ταξίδι αμφιβόλου επιτυχίας. Πανάκριβο, ατέλειωτο, οδυνηρό, επικίνδυνο, που έχει κοστίσει εκατοντάδες προσφυγικές ζωές. Όπως είχε αναφέρει ωστόσο ο δικηγόρος Δημήτρης Χούλης στο The Press Project οι πρόσφυγες επιλέγουν την εν λόγω διαδρομή ως ύστατη επιλογή, αφού οι περισσότεροι από εκείνους έχουν υπάρξει θύματα βίαιων επαναπροωθήσεων στα ελληνικά νερά από την Ελληνική Ακτοφυλακή. Όπως έχει αναφέρει και ο Ιάσονας Αποστολόπουλος, η πρώτη ερώτηση που κάνουν οι πρόσφυγες μόλις τους προσεγγίσει το διασωστικό Mare Ionio στο οποίο ο ίδιος επιχειρεί διασώσεις, είναι αν το καράβι πάει Ιταλία ή επιστρέφει πίσω, λόγου χάριν στη Λιβύη. Ξεκαθαρίζουν ότι από το να επιστρέψουν στη Λιβύη, προτιμούν να πνιγούν.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια αν ο εν λόγω μετανάστης επέλεξε την διαδρομή της Καλαβρίας για να αποφύγει τις επαναπροωθήσεις. Ούτε να είμαστε σίγουροι ότι στη θέα του σκάφους το οποίο θα τους μετέφερε στην Ελλάδα, επέλεξε να ξεφύγει με κόστος την ίδια του τη ζωή. Μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι ότι αν γνώριζε πως έχει την επιλογή να μεταφερθεί με μικρότερο κόστος σε κάποιο κοντινό ελληνικό νησί, ζητώντας με νόμιμο τρόπο διεθνή προστασία δεν θα επέλεγε να θαλασσοδέρνεται για μέρες με κίνδυνο της ζωής του. Οι πρόσφυγες που έχουν βιώσει τις επαναπροωθήσεις, μιλούν για μία εφιαλτική εμπειρία που περιλαμβάνει βίαιη απαγωγή, άγριο ξυλοδαρμό, ύβρεις, κλοπή των προσωπικών τους αντικειμένων και κράτηση υπό άθλιες συνθήκες. Ο εφιάλτης ξεκινά ήδη από την άφιξη του σκάφους της Ελληνικής Ακτοφυλακής, όπου πραγματοποιείται το πρώτο ξυλοκόπημα. Εκεί τελειώνει κιόλας, με άδοξο τρόπο. Επαναπροωθούνται είτε με το να εγκαταλείπονται σε liferafts μέχρι να τους βρει η τουρκική ακτοφυλακή, είτε πετώντας τους απευθείας στην ανοιχτή θάλασσα, κι ας μη γνωρίζουν κολύμπι. Χτυπημένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι και αδύναμοι να παλέψουν για τη ζωή τους. Κάτι τον πανικόβαλε λοιπόν. Τόσο πολύ, που δεν υπολόγισε τίποτα. Τι ήταν αυτό; Δεν θα μάθουμε ποτέ.
Καταστρέφονται ζωές για το τίποτα
Για την ευκολία που οι προανακριτικές αρχές αποδίδουν κατηγορίες, έχουμε ξαναμιλήσει. Αυτή τη φορά ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σε ερώτηση του προανακριτικού υπαλλήλου στους τρεις μάρτυρες «αν αναγνωρίζουν κάποιον άλλο ως μέλος του κυκλώματος», οι πρόσφυγες φωτογράφισαν και στη συνέχεια υπέδειξαν τον Μεμέτ Τσελίκ. Δεν θα μπορούσε αυτό να μείνει απαρατήρητο. Ωστόσο, δεν ήταν και δύσκολο. Ένας Κούρδος ανάμεσα σε Ιρανούς, Ιρακινούς και Αφγανούς, ο οποίος μιλάει στο κινητό του. Άλλωστε οι περισσότεροι διακινητές, Τούρκοι είναι. Σωστά;
Ε, λοιπόν, όχι. Λάθος. Όταν μιλάμε για φυλάκιση, για στέρηση της ελευθερίας και για απονομή της δικαιοσύνης, δεν επιτρέπεται να σκεφτόμαστε υποθετικά. Διότι αν το κάνουμε, ενδέχεται ένας άνθρωπος να σαπίσει στη φυλακή άδικα. Απαιτείται να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα. Να κατατεθούν πειστήρια. Να εμφανιστούν μάρτυρες στο δικαστήριο, να ληφθούν σοβαρά υπόψιν οι αγορεύσεις των δικηγόρων, να δοθεί ο επαρκής χρόνος και οι κατάλληλες συνθήκες – όπως η ευκαιρία ποιοτικής μετάφρασης – για να απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Να διαβάσει προσεκτικά η έδρα τη δικογραφία και να μελετήσει τα νέα στοιχεία που προκύπτουν, να έχουν στα υπόψιν τους το ενδεχόμενο πλημμέλειας των προανακριτικών αρχών, να διασφαλίσουν ότι θα κληθούν οι μάρτυρες κατηγορίας, οι συνήγοροι υπεράσπισης να είναι επαρκώς προετοιμασμένοι, δίνοντάς τους τον απαραίτητο χρόνο σε περίπτωση που διορίζονται αυτεπάγγελτα.
Στο δικαστήριο των Χανίων τι είχαμε; Από τη μία τρεις πρόσφυγες που κατέθεσαν προανακριτικά ότι είδαν τον Μεμέτ Τσελίκ να μιλάει απλώς στο κινητό του με άλλους Τούρκους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι λέει και σε ποιον, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν έφυγε λεπτό από το αμπάρι του πλοίου όπου βρίσκονταν όλοι οι διακινούμενοι και χωρίς να τον υποδείξουν ως διακινητή και ως μέλος του πληρώματος. Από την άλλη, την απολογία του ίδιου του Μεμέτ Τσελίκ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι όντως μιλούσε στο κινητό του, αλλά για να καθησυχάσει την οικογένειά του και να ενημερώσει για την τοποθεσία του καραβιού. Παρ’ όλα αυτά, δεν πραγματοποιήθηκε άρση τηλεφωνικού απορρήτου για να διερευνηθεί η πραγματικότητα. Ακόμη, ο πρόσφυγας προσπαθούσε διακαώς να αποδείξει την ιδιότητά του. Ότι δηλαδή δεν είναι διακινητής, αλλά διακινούμενος, αιτών ασύλου, διωγμένος από το ερντογανικό καθεστώς. Ούτε η απολογία του, ούτε η βεβαίωση του Πολιτιστικού Δημοκρατικού Κέντρου των Κούρδων, ούτε η επιστολή του βουλευτή του HDP στην οποία διηγείται τη φυλάκιση και τις διώξεις σε βάρος του Μεμέτ Τσελίκ. Ο εισαγγελέας της έδρας, είδε τις σοβαρές αμφιβολίες. Οι δικαστές, όχι, χωρίς φυσικά να υπάρχει ακόμη πρόσβαση στο σκεπτικό της απόφασης.
Η τύχη των τριών μεταναστών, θα κριθεί τελεσίδικα στην Έφεση. Έως τότε, θα παραμένουν στα ελληνικά κελιά. Και το μήνυμα για άλλη μία άδικη καταδικαστική απόφαση θα φτάσει στα αυτιά των άλλων, των προσφύγων και των μεταναστών που ελπίζουν για μία καλύτερη ζωή και έχουν ονειρευτεί ότι αυτή θα αρχίσει με την άφιξή τους σε ευρωπαϊκό έδαφος. Για να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Για να κάτσουν στα αυγά τους.
Πηγή: thepressproject.gr