Μιχάλης Γκανάς (1944-2024) / Εφυγε «στη σέλα γνωστών ποιητών»*
ΝΟΡΑ ΡΑΛΛΗ
Πέθανε στα 80 του χρόνια ο διακριτικός, λιτός και προφητικός ποιητής που χάρισε και στο ελληνικό τραγούδι σπουδαίες στιγμές όπως στο «Ασίκικο Πουλάκη» του Μίκη όπου είχε γράψει όλους τους στίχους, στις συνεργασίες του με τον Νίκο Ξυδάκη και με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου ή και σε αυτήν με τους πρωτοεμφανιζόμενους το 2014 αδελφούς Παντελή και Μιχάλη Καλογεράκη.
«Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο». Πόσο μα πόσο καίριοι, προφητικοί σχεδόν, για την Ελλάδα και ειδικά για την Αριστερά αποδείχτηκαν αυτοί οι στίχοι (από το ποίημα «Καλό φεγγάρι») του ποιητή Μιχάλη Γκανά. Οι οποίοι συνεχίζουν ακόμα πιο καίρια: «Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Αγγλων – Αμερικανών, τι μπατανίες, Θε μου, τι μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου».
Περαστικά μας χίλιες φορές, ποιητά μου. Πόσω μάλλον τώρα που ο Μιχάλης Γκανάς δεν είναι πια κοντά μας. Σε ηλικία 80 ετών «έφυγε». Χθες Τρίτη 12/11. Με την ελληνική ποίηση να μένει φτωχότερη. Και δεν είναι ούτε υπερβολή ούτε υποκριτικό σχόλιο επικηδείου αυτό. Είναι η αλήθεια. Ο Μιχάλης Γκανάς ήταν εξαιρετικός ποιητής και στιχουργός, από τους σπουδαιότερους στην Ελλάδα. Το περίεργο (υπό την έννοια της σπανιότητας του φαινομένου) είναι πως οι στίχοι του δεν υπονόμευσαν ποτέ τα ποιήματά του, ούτε τα ποιήματα ανταγωνίζονταν τους στίχους των τραγουδιών του. Εκκινώντας από τους δεύτερους, όλοι περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς» (είχε κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Μελάνι που διατηρεί η σύζυγός του Πόπη Γκανά), που φέρουν και την ιδιόχειρη υπογραφή του: «Στο Σουμιτζού κάποια βραδιά», «Μικρός Τιτανικός», «Τα κορμιά και τα μαχαίρια», «Του πόθου τ’ αγρίμι», «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια», «Καράβια στη στεριά», «Κι αν σε θέλω», «Για των ματιών σου το χρώμα», «Αυτοί παιδί μου δεν» και πόσα ακόμη πολύ γνωστά τραγούδια που ίσως δεν ξέρουμε έως τα τώρα ότι είναι σε δικούς του στίχους. Ο ίδιος ένιωθε «οφειλέτης στον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού», ίσως όπως όλοι οι μεγάλοι (και ελάχιστοι) άνδρες και γυναίκες που καταλαβαίνουν ή καταλάβαιναν πόση αξία δίνει η ελληνική γλώσσα στην προσωδία και φυσικά στην ίδια την ποίηση.
Ο Μιχάλης Γκανάς, ωστόσο, κατόρθωνε και δημοφιλή τραγούδια να γράφει και να μη γίνεται ποτέ μελό ή ψευτοσυναισθηματικός: η γραφή του ξεχώριζε για τη βαθύτητά της, την ακεραιότητα των νοημάτων και την ευγένεια των συναισθημάτων. Γι’ αυτό και ο καθένας μας τα θυμάται: γιατί ήταν τόσο ανθρωπινά που δεν μπορούσες παρά να συνυπάρχεις (αν δεν ταυτιζόσουν) μαζί τους. Ωστόσο μελοποιήθηκαν και πολλά από τα ποιήματά του και μάλιστα από σημαντικούς συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Ara Dinkjian, τα αδέλφια Καλογεράκη κ.ά.
Ο ίδιος είχε γεννηθεί το 1944 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, ένα χωριό στα σύνορα με την Αλβανία. «Είμαι Ηπειρώτης και ξέρω πώς να διαχειρίζομαι τον πόνο» τον ακούγαμε να λέει συχνά σε κοινές παρέες. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, με την οικογένειά του, είχε σχεδόν αναγκαστεί να καταφύγει αρχικά στην Αλβανία (ο παππούς του ήταν αντάρτης με τον Ζέρβα και διέφυγε, παίρνοντας μαζί και την οικογένειά του, όπως είχε πει ο ίδιος ο ποιητής σε παλαιότερη συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» και στην Κυριακή Μπεϊόγλου), ενώ συνέχισαν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπως η Ουγγαρία: «Αφήσαμε δύο νεκρούς σε ξένα χώματα, τη γιαγιά μου και την 22χρονη θεία μου» είχε πει τότε. Στην Ελλάδα, «σε έναν άλλον Τσαμαντά, πολύ χειρότερο από αυτόν που αφήσαμε, σε μια Ελλάδα που έτρωγε η μύγα σίδερο» επέστρεψε στα δέκα του, το 1954. Οι γονείς του ήθελαν πολύ τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Ετσι ο ίδιος μπήκε στη Νομική, παρότι δεν τον ενδιέφερε ποτέ η δικηγορία. Γι’ αυτό και δεν τελείωσε τις σπουδές του.
Συνεργασίες
Εγραφε. Από μικρός. «Πάντοτε δήλωνα “ποιητής” ευθαρσώς! Προς εαυτόν, φυσικά. Τότε πάντως ένιωθα ποιητής περισσότερο από τώρα μπορώ να πω, που έχω και τη “βούλα” του ποιητή» είχε πει στην ίδια συνέντευξη το 2018. Αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, όπως εργάτης εργοστασίου, βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος, αλλά και ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία. Το τι πέρασε ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια και πώς αυτά συνδέονται με τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, καθώς και το αποτύπωμα που άφησαν μέσα του και φυσικά επέδρασε στην ποίησή του απαθανατίστηκαν από την κάμερα του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου στο ντοκιμαντέρ «Με λίγο φως στους ώμους», με μουσική του Νίκου Κυπουργού (η ταινία προβλήθηκε το 2007 στο 9ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στο 1ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας όπου τιμήθηκε με το δεύτερο βραβείο Καλύτερης Ταινίας και το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας). «Στην Ουγγαρία κρύο πολύ. Κουβαλάγαμε ψείρες. Περνούν τα ρούχα μας από κλίβανο, μας βάζουν στα μπάνια. Μια μισοσκότεινη αίθουσα γεμάτη ατμούς και γυναίκες. Εκείνο το μαύρο χαμηλά στην κοιλιά το ’βλεπα πρώτη φορά. Εγώ πήγαινα σχολείο, είχαμε Ελληνες δασκάλους και Ουγγαρέζους. Ούτε που μ’ άρεσε, ούτε που δε μ’ άρεσε το σχολείο τον πρώτο καιρό», γράφει με παραστατικό και ειλικρινή τρόπο στο αυτοβιογραφικό πεζό έργο του «Μητριά πατρίδα» (Εκδ. Μελάνι, 2008).
«Μερικοί κριτικοί με έχουν χαρακτηρίσει ποιητή της εντοπιότητας, του γενέθλιου τόπου. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι μόνο αυτό. Ο,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής. Πού; Στην παιδική ηλικία, ίσως την πραγματική πατρίδα όλων μας» είχε γράψει στο συλλογικό έργο «Αγαπημένα» (Εκδ. Μεταίχμιο), εξομολογούμενος την αλήθεια του. Ποτέ δεν έκρυβε, εξάλλου, τίποτε ο Μιχάλης Γκανάς: πάντα εξομολογητικός και πάντα αληθινός. Αυτά τα δύο, βέβαια, δεν σε κάνουν σπουδαίο από μόνα τους. Ο ίδιος όμως ήταν. Και μάλιστα, πολύ σπουδαίος. Και όπως αρχίσαμε με στίχους του, θα κλείσουμε με λόγια του (από συνέντευξη που έδωσε στον συνάδελφο Γιάννη Πανταζόπουλο/LIFO): «Δουλειά της ποίησης είναι να στέκει πάνω στις πληγές και να τις ξύνει. Εχει μια παρηγορητική δύναμη. Μια ελευθεριότητα. Μια ασύγκριτη καταφυγή σε ένα άλλο προσωπικό σύμπαν. Γι’ αυτό: “Να μην κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια. Και η διάρκεια είναι πάθος”».
*Από τους στίχους του «Πάνε χιόνια από τότε. / Εφευγα στη σέλα γνωστών ποιητών. / Καίγανε το γαλόνι στα τριάντα, μ’ αφήνανε στο δρόμο. / Μουσικές, φράσεις ατέλειωτες, ρεφραίν, φρένα νταλίκας. / Η ψυχή μου τρανζίστορ βουβό μια σταλιά, καταπίνοντας μισό μέτρο κεραία. / Η Ελλάδα και πάλι ταινία παλιά που όλο κόβεται, φερμουάρ που δεν κλείνει».
Info: Ο Μιχάλης Γκανάς έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του «Παραλογή» (1994), με το Βραβείο Καβάφη (2009), με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ιδρυμα Πέτρου Χάρη, 2011) για το σύνολο του έργου του και με το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για το έργο και την προσφορά του στα ελληνικά Γράμματα (2021). Την ίδια χρονιά, ήταν ανάμεσα στους τελικούς υποψηφίους του «The Anglo-Hellenic League Runciman Award» για το δίγλωσσο βιβλίο του «A Greek Ballad: Selected Poems» (Yale University Press 2020), καθώς και για το διεθνούς κύρους βραβείο Neustadt International Prize for Literature 2021, για το ίδιο βιβλίο.
Πηγή: efsyn.gr