Άρθρο – φωτιά για τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα και ειδικά στα τουριστικά νησιά, εν μέσω καύσωνα, δημοσιεύει η βρετανική εφημερίδα The Guardian, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ήταν κόλαση, αλλά ο εργοδότης είπε, πρέπει να δουλέψεις – Πεθαίνοντας από τη ζέστη στην Ελλάδα».
Περιγράφοντας τις προσωπικές ιστορίες εργαζόμενων στα ελληνικά νησιά, η βρετανική εφημερίδα δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις πρόσφατες εκλογές, σημειώνοντας ωστόσο πως «επί Μητσοτάκη, η Ελλάδα έχει κατηγορηθεί ότι καθυστερεί να μετριάσει τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης και οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες προειδοποιούν ότι η αδράνεια της κυβέρνησης γίνεται γρήγορα οικονομική – όχι μόνο υγειονομική – κρίση, ιδιαίτερα για την τουριστική βιομηχανία».
Την ίδια στιγμή, είτε με καύσωνα είτε… άνευ, το άρθρο του Guardian φέρνει στο νου και τις νέες εξαγγελίες του Άδωνι Γεωργιάδη περί του «δικαιώματος» των εργαζόμενων σε δύο οχτάωρα εργασίας, ο οποίος, παρά τις διευκρινήσεις του μετά τον σάλο που προκλήθηκε, δεν έπεισε κόμματα και συνδικάτα, τα οποία προειδοποιούν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει να γυρίσει τη χώρα στον «εργασιακό Μεσαίωνα» και ετοιμάζουν κινητοποιήσεις.
Μεταξύ βιοπορισμού και φυσικής επιβίωσης
Ο Ανδρέας Μάλλης σκύβει πάνω από τον καπνό, με τον ιδρώτα να σκάει από το μέτωπό του και να τρέχει στη μύτη του. Ο 57χρονος φυσά στη χόβολη μιας φωτιάς και γυρίζει προσεκτικά λωρίδες καλαμαριών σε μια σχάρα που μετέφερε από το σκάφος του στην ακτή στον μεσημεριανό ήλιο, την πιο καυτή μέρα του πιο ζεστού καλοκαιριού που έχει δει η Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια.
Μια ομάδα τουριστών που ο Μάλλης τοποθέτησε σε ένα χαλί κάτω από ένα μεγάλο δέντρο συζητούν για τις πυρκαγιές που καταστρέφουν τα ελληνικά νησιά, καθώς περιμένουν το γεύμα τους. Στη Ρόδο, την Εύβοια και την Κέρκυρα, χιλιάδες τουρίστες απομακρύνθηκαν, με δάση να έχουν καταστραφεί και ξενοδοχεία να έχουν καεί.
Πηγή: The Guardian
Στη Μήλο δεν υπήρξαν πυρκαγιές, αλλά οι τουρίστες και οι ηπειρώτες, που συνήθως απολαμβάνουν χαμηλότερες θερμοκρασίες εδώ τους καλοκαιρινούς μήνες, αρχίζουν να αισθάνονται τις επιπτώσεις της ζέστης ρεκόρ.
Αυτός ο Ιούλιος ήταν ο πιο ζεστός μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ, πριν από τον πιο… καυτό μας Ιούνιο. Η νότια Μεσόγειος, από τη Μαδρίτη μέχρι την Ελλάδα, κατέγραψε θερμοκρασίες μεταξύ 35 και 48 βαθμούς Κελσίου κατά τη διάρκεια ενός δεκαπενθήμερου καύσωνα.
Το καλοκαίρι, οι Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας συρρέουν συνήθως σε νησιά όπως η Μήλος, όπου ο άνεμος από τη θάλασσα τους κρατά δροσερούς. Αλλά στους 40 βαθμούς, τα αεράκια του νησιού γίνονται πίδακες ζεστού αέρα.
Ο ιδιωτικός τομέας «δεν καταλαβαίνει» από κυβερνητικά μέτρα
Στις 11 Ιουλίου, η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε έκτακτα μέτρα, όπως το κλείσιμο μεγάλων τουριστικών τοποθεσιών και προέτρεψε τους ανθρώπους να μείνουν σε εσωτερικούς χώρους και να αποφεύγουν τον ήλιο ή τη βαριά χειρωνακτική εργασία.
Για τον Ανδρέα Μάλλη, όμως, και τουλάχιστον άλλους 900.000 Έλληνες, που βασίζονται στην εποχική τουριστική βιομηχανία για να επιβιώσουν, αυτό δεν αποτελεί επιλογή, τονίζει ο Guardian.
Ο Ιούνιος ήταν ασυνήθιστα ήσυχος για το Mallis’s Perseas Tours και έχασε μέρες δουλειάς τον Ιούλιο επειδή φυσούσε πολύ. Μπορεί να είναι η πιο ζεστή μέρα του χρόνου, αλλά εννέα πελάτες έχουν πληρώσει για μια περιήγηση με σκάφος με ένα γεύμα μπάρμπεκιου και δεν έχει την πολυτέλεια να πει «όχι».
«Όταν γυρίζω σπίτι, είναι περασμένα μεσάνυχτα. Είναι τόσο ζεστό, δεν έχω την ενέργεια να καθαρίσω τα πιάτα. Απλώς πηγαίνω στην εκκλησία, τρώω λίγο και κοιμάμαι. Αλλά όχι, δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να μείνω στο σπίτι. Αν το έκανα, θα έπρεπε να πουλήσω το σκάφος».
Η θερμική κρίση έφερε μαζί της μια νέα ανισότητα. Οι άνθρωποι, που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους σε αφόρητες συνθήκες, επιλέγουν μεταξύ του βιοπορισμού και της φυσικής τους επιβίωσης.
Πεθαίνουν από θερμοπληξία
Στην κορύφωση του καύσωνα στις 20 Ιουλίου, ένας 46χρονος άνδρας που παρέδιδε φαγητό με ποδήλατο πέθανε από θερμοπληξία στην Εύβοια. Το περασμένο καλοκαίρι, περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη πέθαναν από ασθένειες που σχετίζονται με τη ζέστη.
Η Ruseva Zormitse είναι νοσηλεύτρια σε νοσοκομείο στην Ύδρα εδώ και 22 χρόνια. Μόλις δύο ώρες από την Αθήνα με πλοίο, χωρίς το όφελος της κυκλαδίτικης αύρας στη Μήλο, είναι ένα από τα πιο ζεστά νησιά και αγαπημένο μεταξύ των μποέμ Βρετανών τουριστών από τη δεκαετία του 1960. Την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου, η Zormitse εισήγαγε τρία άτομα με θερμοπληξία σε μία μέρα.
«Έρχονται με συμπτώματα όπως ζάλη, πονοκέφαλο, έμετο», λέει. «Πρόκειται κυρίως για ανθρώπους που έχουν βγει στις βάρκες, κάτω από τον ήλιο όλη μέρα. Η ζέστη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για άτομα που λαμβάνουν φάρμακα για να μειώσουν την αρτηριακή τους πίεση, επειδή αυτά τα φάρμακα είναι διουρητικά. Συνήθως είναι τουρίστες – οι Έλληνες ξέρουν τι να κάνουν στη ζέστη. Αλλά αν εργάζονται στον τουρισμό, ακόμη και οι σκληραγωγημένοι Έλληνες είναι ευάλωτοι».
«Ιδιαίτερα οι σουβλατζήδες, που στέκονται μπροστά σε αυτή τη ζέστη για να μαγειρεύουν όλη μέρα. Επίσης οι άνθρωποι που εργάζονται στην παραλία. Τι μπορούν να κάνουν; Η κυβέρνηση έχει νόμο, για να σας εμποδίσει να εργάζεστε έξω όταν έχει πολλή ζέστη, αλλά όλοι θέλουν χρήματα. Αν εργάζεσαι στον ιδιωτικό τομέα, κανείς δεν προστατεύεται. Αυτή είναι η αλήθεια», λέει η νοσηλεύτρια στον Guardian.
Όταν προσεγγίζονται από τα αφεντικά τους, οι υπάλληλοι σε beach bar και ξαπλώστρες θα παραδεχτούν ότι ο καιρός είναι πιο ζεστός από το συνηθισμένο, αλλά… ανεκτός, με αρκετό νερό και σκιά.
«Δυστυχώς, πρέπει να δουλέψετε», μας είπε ο εργοδότης
Σε μια πολυτελή παραλία θέρετρο, ωστόσο, όπου ένα διεθνές πλήθος κοιτάζει από τις ξαπλώστρες του στην Πελοπόννησο, ένας 43χρονος σερβιτόρος από την Αθήνα είναι πιο ειλικρινής, αλλά μόνο υπό τον όρο της ανωνυμίας.
«Την περασμένη εβδομάδα ήταν κόλαση. Πληρωνόμαστε 5 ευρώ την ώρα, εργαζόμαστε 11 ή 12 ώρες την ημέρα και δεν έχουμε ρεπό. Αρρώστησα την περασμένη εβδομάδα στον ήλιο. Έπαθα θερμοπληξία, το ίδιο και ο συνάδελφός μου στην άλλη άκρη της παραλίας. Ο ιδιοκτήτης ήρθε και μας έφερε μερικά αναψυκτικά και είπε, ‘δυστυχώς, πρέπει να δουλέψετε’», λέει.
«Εξακολουθώ να έχω πονοκεφάλους και κράμπες στο στομάχι – συμπτώματα θερμοπληξίας – αλλά κανείς δεν με πειράζει. Η κυβέρνηση δεν θα μας βοηθήσει, είναι… πολύ δεξιά. Έχουν προσλάβει μόνο περισσότερους αστυνομικούς, όχι τους πυροσβέστες που χρειαζόμαστε. Οι πυροσβέστες μάς είπαν ότι η χώρα θα καεί και τώρα κοιτάξτε – καίγεται», καταγγέλλει.
Αυτό το καλοκαίρι, παρά τις εκτεταμένες επικρίσεις και τη δημόσια οργή για την αποτυχία του να υιοθετήσει πολιτικές για την αντιμετώπιση των καταστροφών που σχετίζονται με τη ζέστη, «το – υπέρ των επιχειρήσεων – δεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, επανεξελέγη με σημαντική πλειοψηφία», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο άρθρο.
«Δεν θέλω να πεθάνω, γιατί κάποιος ήθελε ένα σουβλάκι»
Πίσω στη Μήλο, ένα δημοφιλές σουβλατζίδικο κοντά στο κεντρικό λιμάνι των φέρι είναι ανεπαρκές. Ο Ihab, 42, ένας Αιγύπτιος σεφ, εργάζεται για την έκτη καλοκαιρινή του σεζόν στη Μήλο. Η ώρα είναι 18:30 και η θερμοκρασία έξω είναι 36 βαθμούς. Η ζέστη από τις φλόγες σε κάνει να νιώθεις 10 βαθμούς παραπάνω. Δεν υπάρχει κλιματισμός.
«Είμαι εδώ για έξι μήνες και δεν παίρνω ούτε μια μέρα άδεια», λέει. «Αυτή είναι η τουριστική περίοδος στην Ελλάδα – δεν σου επιτρέπει να ξεκουραστείς. Δουλεύω 13 ώρες την ημέρα. Δεν έχω φάει από το πρωί, μόνο χυμό, νερό και καφέ. Δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι για να δουλέψουν εδώ. Ένα τέτοιο μέρος χρειάζεται τρία ή τέσσερα άτομα. Είμαστε μόνο δύο», αναφέρει, δείχνοντας τον συνάδελφό του από το Μπαγκλαντές, του οποίου το μπλουζάκι είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα.
Ο Ihab εργαζόταν στις χώρες του Κόλπου, όπου οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τακτικά τους 43 βαθμούς. Περιγράφει ένα σύστημα εκεί όπου είναι παράνομο για οποιονδήποτε – όχι μόνο για κρατικούς υπαλλήλους – να εργάζονται σε ανοιχτούς χώρους μεταξύ 12.30 και 3 το μεσημέρι.
«Λειτουργεί τέλεια, αλλά η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για ένα τέτοιο σύστημα. Δεν είμαι πια χαρούμενος εδώ», λέει ο Ihab. «Την περασμένη εβδομάδα, ο φίλος μου έπαθε εγκεφαλικό ενώ δούλευε σε άλλο σουβλατζίδικο. Αγχώθηκε πολύ και έπεσε κάτω. Δεν θέλω να μου συμβεί αυτό. Δεν θέλω να πεθάνω, γιατί κάποιος ήθελε ένα σουβλάκι…».