Ένας χρόνος Αυτοδιαχειριζόμενο Σινεμά ΕΡΤ3. Προχωράμε....
Όταν οι εποχές κάνουν τους κύκλους τους γυρνάς πίσω γιατί θέλεις να ανταμώσεις με τις ιδέες σου. Να δεις αν στέκουν ακόμη. Να μετρήσεις αν το μπόι τους είναι ίσο με τα όνειρά σου, ίσο με το μπόι των ανθρώπων. Των ανθρώπων που πορεύονται μαζί σου. Θέλεις να ξαναμυρίσεις τα ίδια αρώματα, να δεις μην έχασαν στάλα απ' την ορμή τους. Να ξανακούσεις τους ίδιους πύρινους λόγους ή τα ίδια ανάλαφρα γέλια. Πάνω απ' όλα θέλεις να δεις αν τα πρόσωπα παραμένουν το ίδιο αποφασισμένα μέσα από τις χαρακιές που το συναίσθημα και ο καιρός αφήνει....
Γυρνώ το κεφάλι στο χθες αυτές τις μέρες, πιο έντονα. Έκαναν κύκλο οι εποχές και μου θυμίζουν ότι στις 8 Αυγούστου πέρσι στήσαμε το δικό μας ελεύθερο κινηματογραφικό πανί έξω από το κτίριο της Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ3 και είπαμε του κόσμου πως το δωρεάν, ως λαϊκή προσφορά και όχι ως ελεημοσύνη, δεν πέθανε, μήτε θα πεθάνει ποτέ όσο υπάρχουν αγωνιστές που προτιμούν τις παντιέρες τους μέχρι και στην πλάτη τους καρφωμένες, παρά πεταμένες στο χώμα και ηττημένες....
Δεν χωράμε πια στα χαρτιά, που να πάρει ο διάτανος, γιατί ακόμη καμπόσοι είμαστε και τους νικάμε. Να μην αρχίσω να ονοματίζω ήρωες, το ξέρει η συνείδηση του κόσμου. Όλοι πρόσωπα μυθικά πια, θαρρείς παιδιά του Διγενή του Ακρίτα, που βάλθηκαν να μετρηθούν με το Χτικιό που τις ζωές μας θέλησε να πάρει σε τωρινά μαρμαρένια αλώνια, αλλά αήττητοι, ακόμη αντέχουμε. Πολλές φορές προσπαθώ να μπω στο θλιβερό, κενό και γεμάτο Ερινύες μυαλό των απέναντι. Των άλλων, εκείνων που έσπευσαν να νομιμοποιήσουν τη δικιά μας πίκρα και επαγγελματική ορφάνια με την αίτησή τους πέρσι τέτοια εποχή και να δω, ο δόλιος, σαν τι μπορεί να λένε. Τους ακούω τα βράδια να μονολογούνε στους εφιάλτες τους:
« Κείνα τα σκυλιά στην Αγγελάκη, στη Λεωφόρο Στρατού, στον Πύργο, στη Ζάκυνθο, στα Τρίκαλα, τον απέθαντο έχουν, ανάθεμά τους, λες και φτιαγμένοι από άλλο υλικό είναι, πιο σκληρό κι απ' το μολύβι που τους ρίξαμε στις μάχες!!!»
Έχει πολύ μούχλα το μυαλό τους και πετάγομαι έξω να πάρω αέρα. Σε μια λευκή καρέκλα κάθομαι, μια από αυτές που εμείς οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ3 στήνουμε κάθε βδομάδα περιμένοντας τον κόσμο. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την αγωνία αν θα προλάβει ο Χάμφρεϊ να πει «Don't play that again Sam", μην τυχόν και πάθουμε καμιά λαχτάρα στην πρεμιέρα μας; Τις αμέτρητες αφισοκολλήσεις σε μαγαζιά και σε τοίχους για να ενημερώσουμε για την επόμενη προβολή; Τη βραδιά με τον Κύριο Βερντού που και δύο αίθουσες να είχαμε πάλι θα τις γεμίζαμε; Τους προλόγους των συντρόφων που πάντα θυμίζουν πως
τούτος ο σινεμάς - ναι, σινεμάς είναι - φτιάχτηκε από ανθρώπους τίμιους, που πολλές φορές ήρθαν στις προβολές με τα πόδια γιατί δεν είχαν ούτε 80 λεπτά για το αστικό;
Η αυτοαναφορικότητα είναι τραγική όταν απλώς θυμάται, λες και πίνει κονιάκ σε μνημόσυνο. Είναι όμως αφάνταστα λυτρωτική, δημιουργική και γενναία όταν γεννά ιδέες, πίστη, ενότητα, αλληλεγγύη και κοιτά το αύριο. Και εμείς, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ που γεννήσαμε στη Θεσσαλονίκη την πιο λαμπρή κινηματογραφική λέσχη που είδε ποτέ η πόλη μας, μόνο το αύριο κοιτάμε.
Κοντεύει ένας χρόνος Αυτοδιαχειριζόμενου Σινεμά των Εργαζομένων της ΕΡΤ3. 8 Αυγούστου, πέρσι. Δάκρυα, χαμόγελα, με φόντο το τσακισμένο χέρι του συντρόφου τεχνικού, που δεν τα παρατάει μέχρι να φυτέψει το βύσμα στη μικρή τρύπα για να δει ο κόσμος εργάκι.
Η σκούφια μου κρατά από ένα χωριό στο οποίο οι γερόντοι της κάθε εποχής, αιώνες τώρα, μαζεύονται της Παναγιάς κάτω από έναν πελώριο μεσέ στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και, σαν τελειώσουν τα κλαρίνα της χαράς, μοιρολογάνε ένα άσμα που λέει:
«Ο θάνατος, η ξενιτιά, η πίκρα και η ορφάνια
τα τέσσερα ζυγιάστηκαν, χειρότερα είν' τα ξένα»
Σαν ξένα θα είναι όλα όσα ενδεχομένως μας περιμένουν έξω από τα μπαρουτοκαπνισμένα ντουβάρια της ελεύθερης ΕΡΤ, σ' ολάκερη τη χώρα. Σαν ξένα θά 'ναι όλα όσα θα συμβούν, αν συμβούν, μακριά από τις λευκές καρέκλες του Αυτοδιαχειριζόμενου Σινεμά μας.
Πίστη θέλει, ενότητα κι αγώνα. Τώρα πια, είναι τα δικά μας βήματα που ακούγονται έξω από τις πόρτες τους................
Θανάσης Βικόπουλος .
Δεν χωράμε πια στα χαρτιά, που να πάρει ο διάτανος, γιατί ακόμη καμπόσοι είμαστε και τους νικάμε. Να μην αρχίσω να ονοματίζω ήρωες, το ξέρει η συνείδηση του κόσμου. Όλοι πρόσωπα μυθικά πια, θαρρείς παιδιά του Διγενή του Ακρίτα, που βάλθηκαν να μετρηθούν με το Χτικιό που τις ζωές μας θέλησε να πάρει σε τωρινά μαρμαρένια αλώνια, αλλά αήττητοι, ακόμη αντέχουμε. Πολλές φορές προσπαθώ να μπω στο θλιβερό, κενό και γεμάτο Ερινύες μυαλό των απέναντι. Των άλλων, εκείνων που έσπευσαν να νομιμοποιήσουν τη δικιά μας πίκρα και επαγγελματική ορφάνια με την αίτησή τους πέρσι τέτοια εποχή και να δω, ο δόλιος, σαν τι μπορεί να λένε. Τους ακούω τα βράδια να μονολογούνε στους εφιάλτες τους:
« Κείνα τα σκυλιά στην Αγγελάκη, στη Λεωφόρο Στρατού, στον Πύργο, στη Ζάκυνθο, στα Τρίκαλα, τον απέθαντο έχουν, ανάθεμά τους, λες και φτιαγμένοι από άλλο υλικό είναι, πιο σκληρό κι απ' το μολύβι που τους ρίξαμε στις μάχες!!!»
Έχει πολύ μούχλα το μυαλό τους και πετάγομαι έξω να πάρω αέρα. Σε μια λευκή καρέκλα κάθομαι, μια από αυτές που εμείς οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ3 στήνουμε κάθε βδομάδα περιμένοντας τον κόσμο. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την αγωνία αν θα προλάβει ο Χάμφρεϊ να πει «Don't play that again Sam", μην τυχόν και πάθουμε καμιά λαχτάρα στην πρεμιέρα μας; Τις αμέτρητες αφισοκολλήσεις σε μαγαζιά και σε τοίχους για να ενημερώσουμε για την επόμενη προβολή; Τη βραδιά με τον Κύριο Βερντού που και δύο αίθουσες να είχαμε πάλι θα τις γεμίζαμε; Τους προλόγους των συντρόφων που πάντα θυμίζουν πως
τούτος ο σινεμάς - ναι, σινεμάς είναι - φτιάχτηκε από ανθρώπους τίμιους, που πολλές φορές ήρθαν στις προβολές με τα πόδια γιατί δεν είχαν ούτε 80 λεπτά για το αστικό;
Η αυτοαναφορικότητα είναι τραγική όταν απλώς θυμάται, λες και πίνει κονιάκ σε μνημόσυνο. Είναι όμως αφάνταστα λυτρωτική, δημιουργική και γενναία όταν γεννά ιδέες, πίστη, ενότητα, αλληλεγγύη και κοιτά το αύριο. Και εμείς, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ που γεννήσαμε στη Θεσσαλονίκη την πιο λαμπρή κινηματογραφική λέσχη που είδε ποτέ η πόλη μας, μόνο το αύριο κοιτάμε.
Κοντεύει ένας χρόνος Αυτοδιαχειριζόμενου Σινεμά των Εργαζομένων της ΕΡΤ3. 8 Αυγούστου, πέρσι. Δάκρυα, χαμόγελα, με φόντο το τσακισμένο χέρι του συντρόφου τεχνικού, που δεν τα παρατάει μέχρι να φυτέψει το βύσμα στη μικρή τρύπα για να δει ο κόσμος εργάκι.
Η σκούφια μου κρατά από ένα χωριό στο οποίο οι γερόντοι της κάθε εποχής, αιώνες τώρα, μαζεύονται της Παναγιάς κάτω από έναν πελώριο μεσέ στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και, σαν τελειώσουν τα κλαρίνα της χαράς, μοιρολογάνε ένα άσμα που λέει:
«Ο θάνατος, η ξενιτιά, η πίκρα και η ορφάνια
τα τέσσερα ζυγιάστηκαν, χειρότερα είν' τα ξένα»
Σαν ξένα θα είναι όλα όσα ενδεχομένως μας περιμένουν έξω από τα μπαρουτοκαπνισμένα ντουβάρια της ελεύθερης ΕΡΤ, σ' ολάκερη τη χώρα. Σαν ξένα θά 'ναι όλα όσα θα συμβούν, αν συμβούν, μακριά από τις λευκές καρέκλες του Αυτοδιαχειριζόμενου Σινεμά μας.
Πίστη θέλει, ενότητα κι αγώνα. Τώρα πια, είναι τα δικά μας βήματα που ακούγονται έξω από τις πόρτες τους................
Θανάσης Βικόπουλος .