Ο «σοσιαλισμός της ινσουλίνης»
Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 20/08/2022
Η πρόσφατη απόφαση του ελληνικού υπουργείου Υγείας να μην προσφέρει δωρεάν πρόσβαση σε αναλώσιμα συσκευών για τον διαβήτη έρχεται ακριβώς έναν αιώνα από την πρώτη φαρμακευτική χρήση της ινσουλίνης ● Μια συναρπαστική ιστορία που μας θυμίζει τις λαμπρότερες ημέρες της ιατρικής, τις χειρότερες στιγμές του καπιταλισμού αλλά και μια τιτανομαχία που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ΗΠΑ και θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας.
Νέα Υόρκη
Ο Φρέντερικ Μπάντινγκ θα μπορούσε να είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της εποχής του. Όταν κατάφερε, πριν από έναν αιώνα, να χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά την ινσουλίνη για τη φαρμακευτική αγωγή ασθενών με διαβήτη γνώριζε ότι θα έσωζε εκατομμύρια ζωές σε όλο τον κόσμο. Όπως εξηγούσε πρόσφατα ο συγγραφέας ιατρικών θεμάτων Λέι Φίλιπς, μέχρι τότε οι γονείς που πληροφορούνταν ότι το παιδί τους πάσχει από διαβήτη ήξεραν ότι θα πεθάνει το πολύ σε έναν χρόνο.
Όταν όμως πρότειναν στον Μπάντινγκ και τους συνεργάτες του να κατοχυρώσουν με πατέντα τη νέα ανακάλυψη αυτός χαμογέλασε. «Η ινσουλίνη», τους είπε, «ανήκει σε όλο τον κόσμο, όχι σε εμένα» και πούλησε την πατέντα στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο για το συμβολικό ποσό του ενός δολαρίου.
Προφανώς το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα είναι εδώ για να καταστρέφει αυτές τις μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας και αυτό ακριβώς έκανε με την ινσουλίνη. Έναν αιώνα από την πρώτη φαρμακευτική χρήση της το 90% της παγκόσμιας αγοράς ινσουλίνης ελέγχεται από ένα άτυπο τραστ τριών πολυεθνικών, την Eli Lilly, τη Sanofi και τη Novo Nordisk, οι οποίες κερδοσκοπούν ασύστολα με το δράμα εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη.
Η έλλειψη ινσουλίνης είναι ένα από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια χώρα σε κρίση (σήμερα το βιώνει η Ουκρανία και παλαιότερα η Βενεζουέλα η οποία λόγω του αμερικανικών κυρώσεων αναγκαζόταν να εισάγει ινσουλίνη από την Ινδία). Ακόμη όμως και υπό αυτές τις συνθήκες πολέμου και εμπορικού αποκλεισμού η κατάσταση ίσως να είναι καλύτερη από αυτή που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εδώ η τιμή για τις δόσεις που χρειάζεται ένας ασθενής κυμαίνεται από 300 έως και 1.000 δολάρια τον μήνα, ενώ βρισκόταν κοντά στα 20 πριν από δύο δεκαετίες. Αρκετοί ασθενείς που δεν έχουν την απαιτούμενη ιατροφαρμακευτική ασφάλιση αναγκάζονται να περιορίσουν τις δόσεις τους αντιμετωπίζοντας ακόμη και τον κίνδυνο τύφλωσης, παράλυσης ή ακρωτηριασμού των άκρων. Λίγα πράγματα θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα το σημερινό πρόσωπο του καπιταλισμού από το γεγονός ότι στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου μπορεί να σου κόψουν το πόδι γιατί δεν έχεις πρόσβαση σε ένα φάρμακο, η πατέντα του οποίου προσφέρθηκε πριν από έναν αιώνα για ένα δολάριο.
Ομολογουμένως η παρασκευή της ινσουλίνης αλλά και των υποκατάστατων φαρμάκων (που αποτελούν πρωτεΐνη και όχι μια απλή χημική ουσία) δεν είναι τόσο απλή όσο σε άλλα φάρμακα, οι πατέντες των οποίων λήγουν ύστερα από μερικές δεκαετίες. Η διατήρηση όμως της τιμής σε δυσθεώρητα ύψη είναι αποτέλεσμα της δράσης του «τραστ» των τριών εταιρειών. Με διάφορες πρακτικές εκβιασμών αλλά και με απειροελάχιστες τροποποιήσεις στη σύνθεση, που τους επιτρέπουν να ανανεώνουν τις πατέντες, καταφέρνουν να κρατούν εκτός ανταγωνισμού τους μικρότερους παίκτες. Στις ΗΠΑ, όπως εξηγούσε ο Λέι Φίλιπς σε πρόσφατη ανάλυσή του στο περιοδικό «Jacobin», η κατάσταση επιδεινώνεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις, γνωστές ως PBM, που λειτουργούν ως μεσάζοντες ανάμεσα στις φαρμακοβιομηχανίες, τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα φαρμακεία. Πρόκειται για ακόμη έναν ολιγοπωλιακό μηχανισμό που διαχειρίζεται μια αγορά 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων και στην περίπτωση της ινσουλίνης ευθύνεται έως και για το 75% της τελικής τιμής.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτά τα πανίσχυρα τραστ θα ήταν ακλόνητα. Η αντίσταση όμως γεννήθηκε εκεί που κανείς δεν το περίμενε – στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσαμ, ανακοίνωσε πριν από μερικές εβδομάδες σχέδια για την παραγωγή ινσουλίνης από την Πολιτεία. «Τίποτα δεν αποδεικνύει», σημείωσε ο ίδιος, «την αποτυχία των δυνάμεων της αγοράς όσο η τιμή της ινσουλίνης».
Το σχέδιό του να χτυπήσει το τραστ των τριών εταιρειών είναι πολύ πιο ριζοσπαστικό από κάθε μορφή κρατικής παρέμβασης για τον έλεγχο των τιμών που υπάρχει στις αναπτυγμένες χώρες, αφού ουσιαστικά μεταφέρει την παραγωγή στον δημόσιο τομέα. Μάλιστα ο αποκαλούμενος «σοσιαλισμός της ινσουλίνης» βρίσκει ευήκοα ώτα και στην Πολιτεία του Μέιν, αλλά και στο Μίσιγκαν όπου ο κυβερνήτης είναι Ρεπουμπλικανός.
Η δημόσια εταιρεία που θα αναλάβει την παραγωγή στην Καλιφόρνια ονομάζεται CalRx και υπόσχεται να πουλά σχεδόν στην τιμή κόστους, γεγονός που αν επιτευχθεί θα αποτελέσει ένα επιτυχημένο παράδειγμα για κράτη σε όλο τον κόσμο. Τη στιγμή λοιπόν που το τραστ των φαρμακοβιομηχανιών ινσουλίνης είχε στραμμένη την προσοχή του προς χώρες όπως η Ινδία, που επιχειρούσαν να σπάσουν το ολιγοπώλιο, το χτύπημα ήρθε από το δικό τους στρατόπεδο.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι φυσικά πολλά και διάφορα. Θα διανέμει η δημόσια εταιρεία της Καλιφόρνιας δόσεις ινσουλίνης και σε άλλες Πολιτείες (και σε ποια τιμή;) ή θα δούμε το παράδοξο να πεθαίνουν άνθρωποι σε γειτονικές περιοχές γιατί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν τολμά να προχωρήσει σε ανάλογα βήματα; Θα μπορέσει η Καλιφόρνια να αντιμετωπίσει τις τρομακτικές πιέσεις από τα λόμπι των φαρμακοβιομηχανιών, τα οποία το 2021 δαπάνησαν 263 εκατομμύρια δολάρια για να κρατήσουν τις τιμές των φαρμάκων στα ύψη;
Και το βασικότερο ίσως ερώτημα: είναι τελικά οι ΗΠΑ μια ενιαία χώρα ή κάποια στιγμή θα πρέπει να διασπαστούν ανάμεσα σε Πολιτείες που ζουν στον μεσαίωνα και σε άλλες που βρίσκονται δεκαετίες μπροστά απ’ όσο θα τολμούσε να διανοηθεί η θατσερική Ευρωπαϊκή Ένωση;