«Μάγοι, Γόητες, Οιωνοσκόποι και Τσαρλατάνοι»

Από την ομιλία του Αλ. Αλαβάνου στον Πύργο Ηλείας

Νομίζω ότι ο μεγαλύτερός μας αντίπαλος σε αυτές τις δύσκολες μέρες που περνάμε εδώ κι έξι χρόνια, δεν είναι ούτε ο υπουργός οικονομικών ούτε η καγκελάριος της Γερμανίας, ούτε η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ούτε ο πρόεδρος της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ένας σκληρός αντίπαλος που, όμως, μπορεί να γίνει ο μεγαλύτερός μας σύμμαχος.

Κρίσεις με χαρακτηριστικά την έντονη, βαθιά και εξαιρετικά επίμονη οικονομική και κοινωνική παρακμή δεν περιορίζονται στον επηρεασμό της ζωής των άτυχων που τις βιώνουν. Όπως και οι μεγάλοι πόλεμοι, επηρεάζουν μακροπρόθεσμα την εθνική ταυτότητα ή, για να αποφευχθεί κάθε φυλετική ερμηνεία αυτού του όρου, τον λαό και τον πολιτισμό ενός τόπου. Οι Γερμανοί φέρουν ακόμα μέσα τους το σύνδρομο ενοχής για τη στάση της χώρας τους στον πρώτο και τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Εγγλέζοι περιφέρονται γύρω από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, άλλοι με νοσταλγία, άλλοι με αυταπάτες ότι είναι ακόμα αυτοκρατορική δύναμη, άλλοι με λύπη. Οι Αλβανοί έχουν την αίσθηση ότι αιωνίως θα ζουν σε μια χώρα σε κρίση.

Αυτή την επίδραση της ευρωπαϊκής κρίσης στην εθνική ταυτότητα τη βλέπουμε πολύ καθαρά στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας. Κι είναι καλό αυτό για την ίδια, γιατί η συζήτηση για το Brexit, για τις δύο εναλλακτικές επιλογές, γίνεται δημόσια, ανοιχτά και σε βάθος. Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτού του φαινομένου είναι η άγρια σύγκρουση που έχει ανάψει ανάμεσα στους ιστορικούς, διαιρώντας την ακαδημαϊκή κοινότητα από την Οξφόρδη μέχρι το πιο ακραίο περιφερειακό πανεπιστήμιο. Από τη μια οι «Ιστορικοί για τη Βρετανία» που υποστηρίζουν ότι οι κοινοβουλευτικοί τους θεσμοί έχουν μια σαφή εντοπιότητα, ότι εκεί η πρόοδος βημάτιζε συνεχώς με μεταρρυθμίσεις, κι όχι με αιματηρές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις όπως σε Γαλλία ή Γερμανία, κι ότι πάντα υπήρχε μια βρετανική ιδιαιτερότητα απέναντι στην Ευρώπη. Το αντίπαλο στρατόπεδο, χωρίς τίτλο αλλά οπαδοί της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποστηρίζουν ότι από τις λεγεώνες του Καίσαρα μέχρι τους ναπολεόντειους πολέμους κι από εκεί μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η Βρετανία έχει υπάρξει ως ευρωπαϊκή δύναμη.

Δυστυχώς, αληθινά δυστυχώς, ανάλογες συζητήσεις για τους εναλλακτικούς δρόμους δεν γίνονται ούτε στην επιστημονική κοινότητα –με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις - ούτε στον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα. Αδιάκοπο κουβεντολόι με μαντείες για το τι μαγειρεύεται στο Eurogroup ή για τις ανούσιες, ασήμαντες και ανύπαρκτες διαφορές στα πλαίσια ενός υποτελούς στους ξένους δικομματισμού.

Πολλές φορές οι μικρές συζητήσεις λίγων φίλων ή συγγενών στο τραπέζι μιας ταβέρνας ή στον κήπο ενός σπιτιού ή κάποιων ανήσυχων νέων σε μια καφετέρια είναι κλάσεις ανώτερες από τα τραπέζια και τα παράθυρα των κεντρικών τηλεοράσεων. Μιλάνε με απλά λόγια για την ιστορία μας, για τα παραδείγματα άλλων χωρών, για τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα του λαού μας.

Αξίζει να την κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Αξίζει να σκεφτούμε αυτός ο πολυβασανισμένος και ταπεινωμένος λαός με τι κώδικες, με τι αξίες, με τι δυνατότητες, γενικά με ποιά χαρακτηριστικά θα διαμορφώσει από εδώ και πέρα την πορεία του και με ποιά θα βγει από την κρίση.

Όπως και σε κάθε λαό, αν αναλογισθούμε το παρελθόν, θα βρούμε αρνητικά και θετικά χαρακτηριστικά. Αρνητικά θα μπορούσαμε να πούμε τη διχόνοια, από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο –μια που βρισκόμαστε εδώ– μέχρι τον εμφύλιο της δεκαετίας του ’40. Την προγονολατρεία - νιώθουμε μοναδικοί για τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, αυτός όμως θυσίασε την ίδια του τη ζωή στον αγώνα ενάντια στον ξένο κατακτητή και δεν περιοριζόταν στις δάφνες των προπατόρων του όπως εμείς. Η εξάρτηση - από την υποταγή στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέχρι το πατριαρχείο, την τουρκοκρατία ή την ξενοδουλεία της ιθύνουσας πολιτικής τάξης, αλλά και ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, όλα τα χρόνια μετά την απελευθέρωση μέχρι σήμερα.

Δίπλα σε αυτά, πάλι όπως σε κάθε λαό, θα βρούμε τα θετικά χαρακτηριστικά, που πάντα υπερτονίζονται για να δυναμώσουν την αυτοεκτίμηση, όπως το φιλότιμο, η ιδιόρρυθμη εργατικότητα, το εμπορικό δαιμόνιο, η ναυτική ικανότητα.

Υπάρχει όμως κάτι πιο σημαντικό, πολύτιμο και εξαιρετικά αναγκαίο για σήμερα. Η ικανότητα αυτών των κοινωνιών που αναπτύχθηκαν στα παράλια του Αιγαίου και του Ιονίου να συγκρούονται, να αναμετρώνται και να εξέρχονται νικηφόρες απέναντι στις επικρατούσες συμβατικές αντιλήψεις. Η ικανότητα να επινοούν εντελώς καινοτομικούς ριζοσπαστικούς δρόμους στις σκέψεις και στη δράση, να έχουν τη γενναιότητα να βηματίσουν προς το διαφορετικό. Έτσι γεννήθηκε η ελληνική σοφία, όχι από το κεφάλι ή το πόδι ενός θεού, αλλά από έναν λαό, που κατέστησε ξεπερασμένη την ερμηνεία του κόσμου ως παράγωγου μια ανώτερης δύναμης, έκανε χωρίς δισταγμό πέρα τους θεούς, τις νύμφες και τους ιερείς και αναζήτησε με τον «λόγο» την ερμηνεία της φύσης και των νόμων της. Δεν ήταν σκόρπιες κουβέντες αυτά. Έτσι γεννήθηκε η παγκόσμια φιλοσοφία, η μελέτη της φύσης, τα μαθηματικά, η ιατρική. Και σε κοινωνικό επίπεδο γεννήθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί με λειτουργίες που ακόμα και σήμερα θα μας φαίνονταν εξτρεμιστικές, όπως η εκλογή πολιτικών ηγετών, στρατηγών, νομοθετών με κλήρωση – παρά το γεγονός ότι το άλλο μεγάλο βήμα, η ισοπολιτεία όλων, συμπεριλαμβανομένων των δούλων, δεν μπόρεσε να γίνει.

Ας μη φοβόμαστε λοιπόν. Ας μην αφήνουμε να μας φοβίζουν τραπεζίτες, μέσα ενημέρωσης, εξανδραποδισμένοι πολιτικοί. Κατ’ αυτούς, αν η Ελλάδα πάρει ένα διαφορετικό δρόμο από τον καταστροφικό που μας υπαγορεύουν τα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, σε λίγο η Πελοπόννησος θα φέρνει σε Ουκρανία, η Στερεά Ελλάδα σε Συρία, στα Γιάννενα θα έχει μεταστεγαστεί το Ισλαμικό Χαλιφάτο και τα Χανιά θα πυρπολούνται όπως το Ντιγιαρμπακίρ. Τέρατα και σημεία – όπως οι Μάγοι, οι Γόητες, οι Οιωνοσκόποι, οι Τσαρλατάνοι αντιμετώπιζαν το ορθό λόγο στη Μίλητο, τη Σικελία, την Αθήνα.

Ας μην αφήσουμε λοιπόν τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της σημερινής Ελλάδας της κρίσης να γίνονται η υποτακτικότητα, ο ραγιαδισμός, η μοιρολατρία, ο πεσιμισμός, η ηττοπάθεια, η συμβατικότητα, η παραίτηση, η παθητικότητα, ο τρόμος απέναντι στο καινούργιο. Ας κατανοήσουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τις συνταγές, τα φάρμακα και τις εντολές των ισχυρών της Ευρώπης. Ότι δεν είμαστε πιο ανίκανοι από τους Σουηδούς ή τους Δανούς ή τους Νορβηγούς που δεν χρειάζονται το νόμισμά τους και τους καταστροφικούς τους εαυτούς. Ότι μπορούμε να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας κι ότι μπορούμε να κυβερνήσουμε το σκάφος με σταθερότητα μέσα από τα άγρια πελάγη του σημερινού κόσμου. Ότι χρειάζεται, σε αυτό τον στόχο της απελευθέρωσης από τα δεινά αυτού του τόπου, προηγουμένως να απελευθερώσουμε τον εαυτό μας. Να τον κάνουμε σύμμαχο, εμπνευστή και αρωγό σε αυτό τον απελευθερωτικό στόχο, από αντίπαλο, φρένο και εμπόδιο.

Θα ήθελα τέλος να πω πως υπάρχουν κάποιες ελάχιστες, σημαντικές και ιστορικές πόλεις στον πλανήτη που αυτές, ή παράγωγά τους, είναι γνωστές σε ένα αξιόλογο τμήμα του πληθυσμού της γης. Νέα Υόρκη, Βερολίνο, Παρίσι, Πεκίνο – ή νεοϋορκέζικη ζωή, παριζιάνικη μόδα, βερολινέζικα λουκάνικα, μεγάλο τείχος Πεκίνου. Καμία όμως δεν είναι τόσο πλατιά γνωστή, όσο μια μικρή πόλη, λίγα χιλιόμετρα πέρα από εδώ, από τον Πύργο. Άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει το Παρίσι ή τη Μόσχα, ή το Νέο Δελχί, που δεν ξέρουν αν η Ευρώπη είναι ήπειρος ή λίμνη, που δεν γνωρίζουν σε ποιο ημισφαίριο είναι η Ελλάδα, αυτή τη λέξη γνωρίζουν: «Ολυμπία», «Ολυμπιακοί Αγώνες». Και πού βρίσκεται στις μέρες μας αυτή η κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού, αθλητισμού και ειρήνης; Σε μια ευρωπαϊκή περιφέρεια που είναι από τις πιο φτωχές της Ένωσης, σε έναν νομό που είναι από τους πιο φτωχούς της Ελλάδας, δίπλα σε μια πρωτεύουσα που, όπως το είδα με τα μάτια μου το μεσημέρι, είναι πνιγμένη στα σκουπίδια και τη σήψη, με ένα κράτος ανίκανο, απόν και εγκληματικό.

Όχι, όχι, όχι λοιπόν. Δεν έχουμε δικαίωμα να αναβάλουμε την έναρξη ή να σταματήσουμε την προώθηση επαναστατικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος μέχρις ότου μια οργανωμένη δημοκρατική κοινωνία θα μπορεί να παρεμβαίνει λυτρωτικά για να λύνει ένα οξύ τοπικό πρόβλημα. Μέχρις ότου οι πόλεις μας σταματήσουν να είναι εστίες υλικής, κοινωνικής και ψυχικής σήψης και αρχίσουν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κατοίκων τους. Μέχρις ότου διαλυθεί το νέφος του μαρασμού, της κακομοιριάς και της απαισιοδοξίας, από την κουζίνα και το σαλόνι κάθε διαμερίσματος, και περάσει το φως του ήλιου από τα παράθυρα. Μέχρις ότου οι οικογένειες σταματήσουν να μετρούν πόσους ανέργους έχουν και αρχίσουν τις βραδινές αφηγήσεις για τη δουλειά και τις δυνατότητές τους. Μέχρις ότου σταματήσουν τα νέα παιδιά να εκδιώκονται ως εξόριστα από τον τόπο, να περιφέρονται άσκοπα στους δρόμους χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον εργασίας, να χιλιοπαρακαλούν για μια δουλειά εξευτελιστική για τις γνώσεις τους, εξευτελιστική για την αμοιβή της, εξευτελιστική για την περηφάνια που ο καθένας μας θα ήθελε για το παιδί του. Μέχρις ότου εμείς συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε κάνει κάτι που αφήνει στην ιστορία αυτού του τόπου όχι λαδιές, μουτζούρες και μαύρες σελίδες, όπως μέχρι σήμερα, αλλά μια πνοή δημιουργίας, προοπτικής, αισιοδοξίας και ελευθερίας.

18.5.2015


sxedio-b
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54