Φεύ'νε μανάδες με μωρά
Φεύ'νε μανάδες με μωρά
Η τραγική αντίφαση όμως είναι ότι πάρα πολλοί που σήμερα δεν μπορούν να «αντέξουν» την παρουσία των προσφύγων και των μεταναστών είναι δεύτερη ή και πρώτη γενιά απογόνων των προσφύγων του ‘22. Η λήθη και η απουσία ιστορικής γνώσης οδηγούν πολλούς και πολλές να παίρνουν τη θέση των ανθρώπων που στο παρελθόν μεταχειρίστηκαν με σκαιό και εξευτελιστικό τρόπο τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους.
Του Χρίστου Καραγιαννίδη*
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»
Αριστείδης Στεργιάδης
(ύπατος αρμοστής Σμύρνης), καλοκαίρι 1922
Η Αθηνά γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην περιοχή της Σαμψούντας, ανάμεσα σε πολλά αδέρφια κι αδερφές. Μεγάλωσε κι έζησε μέχρι τα εφηβικά της χρόνια στην πατρίδα, όπως συνήθιζε να λέει, μέχρι που αναγκάστηκε με βίαιο τρόπο να εγκαταλείψει σπίτι και οικογένεια, καθώς οι εκκαθαριστικές και εξαιρετικά φονικές έφοδοι του τουρκικού στρατού δεν άφηναν άλλα περιθώρια για να ζήσει κάποιος σε κείνα τα μέρη. Έγινε προσφυγοπούλα ακριβώς στην ενηλικίωσή της. Χωρίς να γνωρίζει τις τύχες της υπόλοιπης οικογένειας, χωρίς να ξέρει πού θα καταλήξει.
Η πορεία της μέχρι να φτάσει στη Δράμα, που έμελε να είναι η μόνιμή της εγκατάσταση, ήταν βασανιστική και κράτησε μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως υπουργών».
Νόμος 2870 Ιούλιος 1922
Μετά τις κακουχίες που πέρασε στη διαδρομή εξόδου από την Τουρκία, αλλά και κατά τη μεταφορά της προς την Ελλάδα, συνάντησε τις ίδιες ή και χειρότερες συνθήκες, όταν πάτησε το πόδι της στην ελληνική επικράτεια. Εκμετάλλευση και εξευτελιστική συμπεριφορά από τους ντόπιους, χυδαία αντιμετώπισή τους ως μιάσματα και φορείς βρωμιάς και διαφόρων ασθενειών.
«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου [...] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε, “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. Ηρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε».
Τασία Χρυσάφη Ακερμανίδου.
Η Σαΐα γεννήθηκε επίσης στην περιοχή της Σαμψούντας, στο Τοϊγάρ, και έζησε εκεί μέχρι την εφηβεία της, όταν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει βίαια το χωριό.
Ακολούθησε, με τη βία, ένα τάγμα εξόντωσης (όπως ονομάζονταν οι ομάδες προσφύγων που περπατούσαν μέχρι τελικής πτώσης υπό την απειλή των Τούρκων στρατιωτών) φτάνοντας μέχρι τα σύνορα της Συρίας.
Στο Χαλέπι ως πρόσφυγα την περιέθαλψαν Σύριοι πολίτες και τη μετέφεραν στη Λαττάκεια, απ’ όπου πήρε το καράβι προς τον Πειραιά.
Αυτή η πορεία κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Στην Ελλάδα ίδια αντιμετώπιση και ίδια εκμετάλλευση από τους ντόπιους.
Οι προσφυγοπούλες αυτές, όπως και όλοι οι πρόσφυγες εκείνων των σκοτεινών χρόνων που γλίτωσαν από την καταστροφή στον Πόντο και ήρθαν στην Ελλάδα, αντιμετωπίστηκαν βάναυσα και εξευτελιστικά από τους ντόπιους και την τότε κυβέρνηση. Τα αρχεία, οι εφημερίδες εκείνης της εποχής, οι αφηγήσεις, μιλούν για μια αντιμετώπιση που ίσως σ’ εμάς που ζούμε σήμερα να φαίνεται αρκετά οικεία.
Κακουχίες, φτώχεια και πείνα που οδηγούσε τις περισσότερες φορές στον θάνατο.
«Όλη η πόλις μας έχει μεταβληθεί εις μιαν απέραντον υπαίθριον κατασκήνωσιν. Από της ακτής Αλκίμων μέχρι και πέραν του λιμένος των Αλών χιλιάδες αδελφών μας παραμένουν άστεγοι και δυστυχούντες [...] τη δε κατάστασιν της πόλεως τραγικωτέραν. Ο Τινάνειος Κήπος, ο Αγ. Νικόλαος, η Ακτή Τζελέπη και παντού ένθα υπάρχουν κατασκηνώσεις προσφυγικαί παρουσιάζουσι μιαν απέραντον φρίκην».
Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου - Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά
Όπως διαβάζουμε και στο πολύ αναλυτικό κείμενο του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στην «Εφσυν», «ο δείκτης των θανάτων ως προς τις γεννήσεις για την περίοδο 1923-1925 ήταν 3 προς 1, ενώ, σύμφωνα με υπολογισμούς της Κοινωνίας των Εθνών, 6.000 άτομα απεβίωσαν κατά μέσο όρο κάθε μήνα, μόλις τους πρώτους 9 μήνες μετά την άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος» (Ριζοσπάστης, 15/11/2015).
Τι έγραφαν τότε οι εφημερίδες, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι πρόγονοι του Σκάι;
Ποια ήταν η άποψη των συντηρητικών πολιτικών που έβλεπαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να καταφθάνουν στην Ελλάδα;
«...οι Ναοί γέμουν προσφύγων και εξακολουθούν να είναι αι συχαμερώτεραι εστίαι μιασμάτων...».
Εφημερίδα “Σφαίρα” Νοέμβριος 1922
Η εφημερίδα «Καθημερινή» του κυρίου Βλάχου, με προσωπικό του κείμενο το 1928, δηλαδή 6 χρόνια μετά την έλευση των προσφύγων, γράφει:
«Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; [...]. Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος».
Καθημερινή, 19/7/1928
Είχαμε, δηλαδή, όσα ακριβώς διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε σήμερα. Η τραγική αντίφαση όμως είναι ότι πάρα πολλοί που σήμερα δεν μπορούν να «αντέξουν» την παρουσία των προσφύγων και των μεταναστών είναι δεύτερη ή και πρώτη γενιά απογόνων των προσφύγων του ‘22.
Η λήθη και η απουσία ιστορικής γνώσης οδηγούν πολλούς και πολλές να παίρνουν τη θέση των ανθρώπων που στο παρελθόν μεταχειρίστηκαν με σκαιό και εξευτελιστικό τρόπο τους παπούδες και τις γιαγιάδες τους.
Επιστρέφω, όμως, στην αρχή για να κλείσω με την Αθηνά και τη Σαΐα. Και οι δυο τους έμειναν, η μία στη Δράμα και ή άλλη στο Νικηφόρο, δημιουργώντας οικογένειες. Έζησαν πολλά χρόνια και βίωσαν όλη τη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας, με την Κατοχή, τη φτώχια και τις δύσκολες στιγμές του ταραγμένου 20ού αιώνα.
Οι δύο νεαρές κοπέλες που τα πέρασαν όλα αυτά είναι οι γιαγιάδες μου, κάτι που σημαίνει πως είμαι η δεύτερη γενιά προσφύγων που ζει στην Ελλάδα.
Κάτι που, επίσης, σημαίνει πως δεν μπορώ να αδιαφορήσω για τους κατατρεγμένους, για τους ανθρώπους που φεύγουν νύχτα με τα παιδιά τους από χώρες που ο δυτικός «πολιτισμός» με τις επιδιώξεις του τις ερημώνει.
Δεν μπορώ να αδιαφορήσω για τις μάνες που θαλασσοπνίγονται με τα παιδιά τους, γιατί οι ακροδεξιοί της Ευρώπης δεν θέλουν να «μολυνθούν» από τους ανθρώπους αυτούς.
Δεν μπορώ να μιλήσω για απόβαση προσφύγων, όπως κάνει η Καθημερινή σε δημοσίευμα της, γιατί και τότε, το 1922, όταν η Αθηνά και η Σαΐα περνούσαν απέναντι στην Ελλάδα, πάλι τα ίδια έγραφε αυτή η εφημερίδα.
Σαν να μη πέρασε μια μέρα.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι της γης οι κολασμένοι, κι όσο κλείνουμε τα μάτια στις αιτίες ή, ακόμα χειρότερα, όσο δεν κάνουμε κάτι για την επίλυσή τους, τόσο θα πληθαίνουν οι κολασμένοι που θα ζητούν από εμάς τη σωτηρία τους.
* Πρώην βουλευτής Δράμας
πηγή / ΑΥΓΗ /Ένθετα ΕΝΘΕΜΑΤΑ (4ος κύκλος)/
Δημοσίευση: 23 Σεπτεμβρίου 2019