Πρώτη και τελευταία φορά

γράφει ο Κώστας Καναβούρης

Είναι Πάσχα του 1983.
Ο αδελφός μου, στρατιώτης τότε, για λίγο διάστημα υπηρετεί στην Καβάλα και μάλιστα σε κοντινή απόσταση από το σπίτι μας. Για πρώτη και τελευταία φορά αποφασίζουμε, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, να πάμε στο στρατόπεδο για να περάσουμε μαζί με το «παιδί» τη γιορτινή ημέρα.
Ελαφρώς αμήχανοι καταφθάνουμε στο Στρατόπεδο Διαβιβάσεων και προσπαθούμε να δούμε πώς γίνεται το πράγμα. Το «ελαφρώς αμήχανοι» δεν το λέω έτσι απλά, είχε βαθύτερο υπαρξιακό περιεχόμενο.
Οικογένεια κομμουνιστών εμείς, με φυλακές, εξορίες, εγώ τότε οργανωμένος βαριά στην ΚΝΕ, πώς πάμε και τι κάνουμε μέσα σε μια γιορτή της εθνικοφροσύνης; Προσοχή: όχι της χαράς, όχι της ανάστασης∙ της εθνικοφροσύνης.

Φυσικά, τα στρατόπεδα ήταν τότε ανοιχτά στο κοινό (δεν ξέρω αν ισχύει και σήμερα) για το πασχαλιάτικο τραπέζι. Επίσης υπήρχε κόσμος που συνέρεε, πράγμα που εμείς οικογενειακώς θεωρούσαμε ταπεινό αίσθημα υποτέλειας. Το να περάσουμε ένα πασχαλιάτικο τζάμπα μεσημέρι σε στρατόπεδο ήταν πέραν των ορίων της φαντασίας μας. Άρα και πέραν των λογικών ορίων της πραγματικότητας έτσι όπως εμείς την αντιλαμβανόμασταν. Πολύ απλά: για μας ο τίτλος «Πάσχα στο στρατόπεδο» απλώς δεν υπήρχε. Βεβαίως, από το 1981 στα πράγματα ήταν το ΠΑΣΟΚ και ο σοσιαλισμός ήδη διέτρεχε το δεύτερο ελληνικό του έτος (και έπος να το πεις μέσα είσαι), όπως και η εθνική συμφιλίωση επίσης, από την οποία προέκυψε μια ομογενοποιημένη Εθνική αντίσταση, όπως προέκυψε και το κάψιμο των φακέλων όλων εκείνων που σκληρά ταλανίστηκαν από τους πασχάζοντες της εθνικοφροσύνης. Κι εμείς (όχι όλοι), αντί να βγούμε στα κεραμίδια για την καταστροφή της Ιστορίας του τόπου, πανηγυρίζαμε για το ότι η Δεξιά μπήκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Όπου χρονοντούλαπο ήταν τα καμίνια της Χαλυβουργικής, τότε των Αγγελόπουλων. Ας είναι.

Είμαστε στην Κυριακή του Πάσχα του 1983. Η μητέρα, ο πατέρας κι εγώ μπαίνουμε αμήχανοι στο Στρατόπεδο Διαβιβάσεων για να μην είναι μόνο «το παιδί». Ακόμα γελάμε (αλλά γελάμε αλλιώς) με τον αδελφό μου για κείνο το Πάσχα, το μοναδικό Πάσχα εθνικοφροσύνης μας σε καθεστώς σοσιαλισμού. Α, να μην ξεχάσω -που δεν θα το ξεχάσω ποτέ- από την ημέρα εκείνη της χριστιανικά εθνικής συναδέλφωσης στην υπέρτατη γιορτή των χριστιανών Ελλήνων, το δεκάρικο που εξεφώνησε ο νικητής του Εμφυλίου Πολέμου, στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος (1897-1989), που ήταν πολύ της μόδας τότε ως τάχα μου συμφιλιωτής των Ελλήνων (γενικώς), που όταν είναι ενωμένοι (γενικώς) μπορούν να πετύχουν τα πάντα (γενικώς). Ο όρος «οικουμενική κυβέρνηση» δεν είχε ανακαλυφθεί τότε, αλλά, όπως απεδείχθη, ποτέ δεν είναι αργά. Αρκεί να μην είναι πάντοτε νωρίς. Αλλά πού να ξέρεις από στρατηγούς... Όπως και να έχει, ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος είπε όσα είχε να πει, ανέφερε και τον Βαφειάδη και πόσο πολύ τον εκτιμούσε (γνωστά τα αδελφοφόρα αγκαλιάσματά τους), από δίπλα κάτι νυσταγμένοι σκυλάδες καθώς και κάτι κυρίες σοσιαλιστικής αισθητικής που περίμεναν ν' αρχίσει το γλέντι (γλέντι;) της κορυφαίας θρησκευτικής ελληνοπρέπειας. Όμως εμένα μου έμεινε μια φράση του στρατηγού εκείνο το πασχαλιάτικο μεσημέρι. Αφού είπε, είπε και ξαναείπε για τα κλέη του Ελληνικού Στρατού, αφού ανέφερε τις στιγμές της δόξας του σχεδόν μία προς μία σαν μαθητής σε σχολική παράσταση, ύστερα είπε -ο συμφιλιωτής της μόδας, μιας μόδας ενός σοσιαλισμού που δεν υπήρξε ποτέ-, είπε λοιπόν, με σθένος και με θάρρος ο στρατηγός, συμφιλιώνοντας την Ιστορία με την αγάπη και την αγάπη με την υποχθόνια βαράθρωση των κλιμακώσεων και των ποιοτήτων της ηθικής, είπε που λες ο στρατηγός, για τον Εμφύλιο (Πάσχα του 1983, Στρατόπεδο Διαβιβάσεων στη Καβάλα): «Και ύστερα [σ.σ.: ύστερα από τόσες νίκες] ήρθανε μέρες δόξας σκληρής για τα ελληνικά όπλα».

Ύστερα άρχισαν να γαυγίζουν οι σκυλάδες (άνδρες και γυναίκες) επειδή το Πάσχα προπάντων είναι γιορτή λαϊκή. Ομόθυμη. Γενική. Όλα καίγονται και δεν υπάρχουν στο καμίνι μιας γιορτής που καίει τον χάλυβα και παράγει στάχτη της αισθητικής, στάχτη της ηθικής, στάχτη της λογικής. Κοιταζόμασταν. Ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ. «Τα ελληνικά όπλα;» «Ημέρες δόξας;» Ώστε εμείς τι είμαστε; Άλλοι; Εμείς τι κάνουμε; Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος βεβαίως έχει ήδη αποχωρήσει από το πεδίο της γιορτής και αποσύρθηκε στο επιτελείο των επισήμων. Ο πατέρας μου χαμογελάει. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι έτσι ακριβώς θα χαμογελούσε και στον σκληρό ανακριτή. Όμως η γιορτή συνεχίζεται. Πάσχα του 1983. Η μητέρα μου δεν χαμογελάει. Την ξέρω. Είναι ένας άνθρωπος επίμονος. Και τώρα ρωτάει με τα μάτια, ξέροντας ότι δεν υπάρχει απάντηση. Και λυπάται που βρίσκεται εδώ. Ο πατέρας μου το θεωρεί ειρωνεία. Η μητέρα μου καταναγκασμό. Πια. Επειδή τώρα ξέρουμε τι θα πει «Πάσχα στο στρατόπεδο».

Ξέρουμε ότι το οδυνηρό έχει πολλές πτυχώσεις. Και ότι οι πτυχώσεις δεν ανήκουν πάντα στις σημαίες. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές, τα ριπίσματα των σημαιών της κάθε οδύνης δεν ανήκουν στον άνεμο που τις προκάλεσε. Κι έτσι βρισκόμαστε σε ένα στρατόπεδο της μνήμης. Να είναι Πάσχα. Να είναι 1983. Ο πατέρας. Η μητέρα. Αμήχανοι τότε. Αμήχανοι και τώρα που δεν ζούνε. Κάθονται εδώ. Τώρα. Στα καρεκλάκια αυτού του Πάσχα. Η μητέρα με την ίδια ενόχληση που ποτέ δεν στρατοπέδευσε σε διευθετήσεις ιδεολογίας. Ο πατέρας με την ίδια ειρωνική ηπιότητα των συμπερασμάτων: μας φέρνουν το φαγητό. Ο πατέρας μου το κοιτάει. Οι σκυλάδες τραγουδούν. Είναι 1983. Ο στρατηγός Τσακαλώτος. Ο πατέρας μου κοιτάει για ώρα πολλή το φαγητό. Πάσχα. «Τι κοιτάζεις;» του λέω. Χαμογελάει. «Εθνικό ξύλο έχω φάει πάρα πολύ» μου λέει. «Εθνικό φαγητό πρώτη φορά τρώω». Και τελευταία.




πηγή: avgi.gr








Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 12/04/2015 - 02:50