Υγεία / Στην δεύτερη θέση της ΕΕ σε μη καλυπτόμενες υγειονομικές ανάγκες η Ελλάδα
Σε εξαιρετικά δυσχερή θέση βρίσκεται Ελλάδα στον τομέα της Υγείας, καθώς καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση, μετά την Εσθονία, ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. όσον αφορά τον δείκτη των ανικανοποίητων υγειονομικών αναγκών. Περίπου το 12% του πληθυσμού αναφέρει πως δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του στον τομέα της υγείας, κυρίως λόγω του κόστους των υπηρεσιών (9,5%) και δευτερευόντως εξαιτίας των μεγάλων λιστών αναμονής (1,5%), σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Νίκος Πολύζος, σε εκδήλωση της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη για την Ευρωπαϊκή Ημέρα Δικαιωμάτων των Ασθενών.
Σύμφωνα με το Iatronet, το οικονομικό κόστος επηρεάζει ιδιαίτερα τους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα. Στην Ελλάδα, τουλάχιστον ένας στους πέντε ασθενείς αυτής της κατηγορίας δηλώνει πως δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του για ιατρικές εξετάσεις και οδοντιατρική φροντίδα.
Ο κ. Πολύζος, μιλώντας για τις ανισότητες στις υπηρεσίες Υγείας και την πρόσβαση στην ιατρική καινοτομία, σημείωσε πως, αν και η χώρα αυξάνει σταδιακά τις δαπάνες υγείας μετά την πανδημία, εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν αυξήσει σημαντικά τις αντίστοιχες δαπάνες.
Η συνολική δαπάνη Υγείας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 9,5% του ΑΕΠ, έναντι 10,9% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε., ενώ οι δημόσιες δαπάνες φτάνουν μόλις το 5,9% του ΑΕΠ, έναντι 8,8% στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο καθηγητής επεσήμανε ότι, παρόλο που δεν υποστηρίζει ανεξέλεγκτες αυξήσεις στις δαπάνες, η χώρα πρέπει να επιταχύνει σημαντικά τις σχετικές επενδύσεις ώστε να συμβαδίζει με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Υγεία: Πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ οι ιδιωτικές δαπάνες
Οι Έλληνες εξακολουθούν να καταβάλλουν το 35% των δαπανών υγείας ιδιωτικά, ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ο κ. Πολύζος υπογράμμισε ότι στόχος της πολιτικής υγείας θα πρέπει να είναι η μείωση των ιδιωτικών δαπανών στο 20%.
Αναφορικά με την κυκλοφορία νέων φαρμάκων, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, η πρόσβαση των ασθενών σε αυτά καθυστερεί, με τον μέσο χρόνο να φτάνει το 1,5 έως 2 χρόνια. Κατά την περίοδο 2018-2021, οι καθυστερήσεις άγγιξαν τις 674 ημέρες, ενώ μόλις το 42% των εγκεκριμένων θεραπειών ήταν ευρέως διαθέσιμες. Σε σχέση με την περίοδο 2017-2020, η καθυστέρηση αυξήθηκε κατά 176 ημέρες, αν και παρατηρείται βελτίωση τα τελευταία τρία χρόνια.
Ο καθηγητής αναφέρθηκε σε τρεις βασικές προκλήσεις για τη δημόσια υγεία σήμερα:
- Η μετάβαση σε ένα νέο επιδημιολογικό προφίλ, κυριαρχούμενο από χρόνιες παθήσεις (καρδιοπάθειες, καρκίνοι, μεταβολικά και αναπνευστικά νοσήματα).
- Η επικράτηση ανθυγιεινών συμπεριφορών, όπως η κατανάλωση καπνού και αλκοόλ, αλλά και η κακή διατροφή.
- Η εμφάνιση νέων λοιμωδών νοσημάτων και η επανεμφάνιση παλαιών, που θεωρούνταν σχεδόν εξαλειμμένα στην Ευρώπη.
Τα συστήματα υγείας καλούνται να αξιολογήσουν αυτό το νέο φορτίο, να προβλέψουν τις επιπτώσεις του και να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους και τις προτεραιότητές τους.
Υγεία: Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα και οι κύριες αιτίες θανάτου
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα υπερβαίνει τα 81 έτη, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρξε μείωση κατά έξι μήνες, η οποία όμως στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε, διακόπτοντας την προηγούμενη τάση αύξησης κατά 1,5 – 2 έτη ανά δεκαετία.
Σήμερα, το 20% του ελληνικού πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει το 33% έως το 2060. Ο καθηγητής παρατήρησε ότι η πληθυσμιακή μείωση και το έντονο δημογραφικό πρόβλημα δεν οφείλονται αποκλειστικά στην οικονομική κρίση, αλλά και στη σύγχρονη τάση των οικογενειών να αποκτούν λιγότερα παιδιά. Αυτή η εξέλιξη, όπως σημείωσε, πρέπει να ανακοπεί μέσω κινήτρων και άλλων μέτρων.
Όσον αφορά τις αιτίες θανάτου στην Ελλάδα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι καρκίνοι (κυρίως του πνεύμονα), οι αναπνευστικές παθήσεις και οι μεταβολικές ασθένειες ευθύνονται για το 90% τόσο των θανάτων όσο και των νοσηλειών στα νοσοκομεία.