Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο / Μειωμένη κατά 64% η χρηματοδότηση – Έντονη αντίδραση της Διοίκησης
Την διαμαρτυρία του για την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, εκφράζει το Συμβούλιο Διοίκησης του ιδρύματος, δημοσιοποιώντας σχετικά στοιχεία, την ώρα που η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός φέρνουν «πανηγυρικά» το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά – «μη κρατικά» όπως τα αποκαλούν – πανεπιστήμια.
Με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύει, το ΕΜΠ υποχρεώθηκε την τελευταία 15ετία να λειτουργεί σταδιακά με προϋπολογισμό μειωμένο κατά 63,6%, καθηγητικό προσωπικό μειωμένο κατά 36% και άλλο προσωπικό μειωμένο κατά 1,6%, την στιγμή που οι φοιτητές έχουν αυξηθεί κατά 20,7%.
«Ο δραματικά συρρικνωμένος προϋπολογισμός οδηγεί αναπόφευκτα σε αδυναμία συντήρησης και εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και κτιριακών υποδομών του ΕΜΠ, οι οποίες υποβαθμίζονται με ραγδαίο ρυθμό. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την εξίσου δραματική αφαίμαξη του προσωπικού όλων των κατηγοριών και βαθμίδων, καθιστά προβληματική (αν όχι αδύνατη) την παροχή ποιοτικού εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου, ανάλογου του κύρους και της ιστορίας του ΕΜΠ», τονίζεται.
Η ανακοίνωση
Το Συμβούλιο Διοίκησης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), μετά την ανάληψη των εκ του νόμου 4957/2022 προβλεπομένων καθηκόντων του, ενημερώθηκε από τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα του ΕΜΠ σχετικά με το σημερινό ύψος της κρατικής χρηματοδότησης προς το ΕΜΠ και τον αριθμό των υπηρετούντων σήμερα μελών ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ και Διοικητικών Υπαλλήλων, σε σχέση με τους αντίστοιχους αριθμούς του 2009. Επίσης ενημερώθηκε και για τον αριθμό των εγγεγραμμένων σπουδαστών στις εννέα Σχολές του ΕΜΠ σήμερα και το 2009. Με βάση τα δεδομένα αυτά συντάχθηκε ο κάτωθι πίνακας:
Ο δραματικά συρρικνωμένος προϋπολογισμός οδηγεί αναπόφευκτα σε αδυναμία συντήρησης και εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και κτιριακών υποδομών του ΕΜΠ, οι οποίες υποβαθμίζονται με ραγδαίο ρυθμό. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την εξίσου δραματική αφαίμαξη του προσωπικού όλων των κατηγοριών και βαθμίδων, καθιστά προβληματική (αν όχι αδύνατη) την παροχή ποιοτικού εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου, ανάλογου του κύρους και της ιστορίας του ΕΜΠ.
Παρόλα αυτά το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο συνεχίζει να κατέχει μια εκ των κορυφαίων θέσεων ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ίδρυμα στο παγκόσμιο ακαδημαϊκό χάρτη, ως αποτέλεσμα των ηρωικών προσπαθειών των μελών της Πολυτεχνειακής Κοινότητας να ανταποκριθούν στο λειτούργημά τους και στον κοινωνικό τους ρόλο. Το αποτέλεσμα αυτό δεν πρέπει επουδενί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι εσαεί μπορούν να επιτυγχάνονται τέτοιου είδους αποτελέσματα χωρίς τις κατάλληλες υποδομές. Απεναντίας, ας σκεφτούμε πόσο ψηλότερα θα μπορούσε να φτάσει το ΕΜΠ αλλά και τα άλλα Δημόσια πανεπιστήμια της χώρας μας, αν η Πολιτεία εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της προς αυτά.
Ως Συμβούλιο Διοίκησης ενός εμβληματικού και ιστορικού Ιδρύματος είμαστε υποχρεωμένοι έναντι της κοινωνίας να δηλώσουμε καθαρά ότι η συνέχιση της συγκεκριμένης πολιτικής οδηγεί αναπόφευκτα σε υποβάθμιση του επιπέδου των σπουδών που παρέχει το ΕΜΠ και των Διπλωμάτων που αυτό απονέμει, αλλά και σε άμεσο κίνδυνο απώλειας της θέσης που έχει κατακτήσει στις διεθνείς κατατάξεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ανώτατη Τεχνολογική Εκπαίδευση της οποίας οι αποδόσεις είναι ευθέως συναρτημένες με τις κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές, όπως αποδεικνύει η διεθνής εμπειρία.
Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΜΠ απευθύνουν δραματική έκκληση στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, να εγκύψουν άμεσα στο πρόβλημα και να δώσουν γενναίες, πειστικές και χειροπιαστές λύσεις. Σε διαφορετική περίπτωση η συνεχής εκ μέρους τους επίκληση της πρόθεσης ενίσχυσης του ρόλου του Δημοσίου Πανεπιστημίου καθίσταται κενή περιεχομένου και το Δημόσιο Πανεπιστήμιο οδηγείται αναπόφευκτα σε μαρασμό και απαξίωση και, εκ των πραγμάτων, η συνταγματική αποστολή του για προσφορά στον Ελληνικό Λαό εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου υψηλού επιπέδου θα παραδοθεί σε άλλες δομές (όπως τα υπό ίδρυση ιδιωτικά ΑΕΙ, θέμα επί του οποίου το Συμβούλιο Διοίκησης του ΕΜΠ δεσμεύεται να πάρει θέση, ευθύς ως τα μέλη του ενημερωθούν επί του ακριβούς περιεχομένου του σχεδίου νόμου που προτίθεται να καταθέσει η κυβέρνηση).