Όταν το κράτος μιλάει για «ανάπλαση», εμείς απαντάμε με αυτοοργάνωση
Ένα κείμενο της επιτροπής για την ανάδειξη και την υπεράσπιση της Κοινότητας των Προσφυγικών και της συλλογικής της μνήμης
Ο όρος εξευγενισμός (gentrification), που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κοινωνιολόγο Ruth Glass (1964) για να περιγράψει την εκτόπιση της εργατικής τάξης από περιοχές του Λονδίνου και την μεταβολή του κοινωνικού του χαρακτήρα, αναφέρεται γενικά στις χωρικές και κοινωνικές διαδικασίες αναδιάρθρωσης υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης.
Με την εξέλιξη της διαδικασίας, οι τιμές γης αυξάνονται και δημιουργούνται υπεραξίες με αποτέλεσμα οι παλαιότεροι και πιο αδύναμοι, οικονομικά και πολιτικά, πληθυσμοί να εκτοπίζονται και τη θέση τους καταλαμβάνουν μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα (Smith 1986). Πρόκειται για τις συστηματικές πολιτικές που ακολουθούνται από την άρχουσα τάξη με κύριο στόχο την οικονομική εκμετάλλευση του κτηριακού αποθέματος.
Το φαινόμενο αυτό, αν και άργησε να έρθει στην Ελλάδα, αποτυπώνεται πλέον έντονα στο αστικό τοπίο της Αθήνας με εμφανείς τις μεταβολές στην κοινωνική σύσταση του πληθυσμού με την απομάκρυνση ασθενέστερων οικονομικά νοικοκυριών, τις αλλαγές στις αρχιτεκτονικές ποιότητες και στη χρήση γης, καθώς και με μία επίπλαστη ανάπτυξη που εξυπηρετεί μόνο το εγχώριο και ξένο κατασκευαστικό και τουριστικό κεφάλαιο.
Ο εξευγενισμός απειλεί να αλλάξει ολοκληρωτικά το προφίλ της πόλης, μετατρέποντας κάθε δημόσιο και ελεύθερο χώρο σε επιχειρηματική και τουριστική ζώνη, ενώ παράλληλα το στεγαστικό έχει γίνει μείζον πρόβλημα σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της με Αirbnbs, ξενοδοχεία και υπηρεσίες αποκλειστικά για τουρίστες να την κατακλύζουν. Η κλιμάκωση της εμπορευματοποίησης της στέγης οδηγεί τα ενοίκια σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ δεν γίνεται καμία επένδυση προς τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων, μιας και το «προϊόν» απευθύνεται κυρίως σε τουρίστες που δεν ενδιαφέρονται για την βελτίωση της καθημερινής ζωής.
Η πολιτική αυτή αυξήθηκε ακόμη περισσότερο σε ένταση και έκταση το 2014 με την ένταξη της Αθήνας στο πρόγραμμα του δικτύου των 100 Ανθεκτικών πόλεων του ιδρύματος Rockfeller. Οι βασικοί πυλώνες όπως αυτοί ορίζονται για το δρόμο προς την ανθεκτικότητα είναι η ανάπτυξη μιας νέας ταυτότητας της Αθήνας, μιας πόλης, «δυναμικής», «συναρπαστικής» και «ανοικτής σε όλους». Σύμφωνα με τα παραπάνω, με τον όρο ανοιχτή σε όλους, δε νοούνται προφανώς οι κάτοικοι, οι μετανάστες, οι φτωχοί που ζουν, βάλλονται από και αντιδρούν στις αντιδραστικές πολιτικές που εφαρμόζονται, αλλά οι τουρίστες που θα απολαύσουν το νέο πρόσωπο μιας πόλης που υπόσχεται διασκέδαση και ασφάλεια, μακριά από την πραγματικότητα της φτώχειας, της καταπίεσης και έλλειψης δικαιοσύνης που γεννά την «κοινωνική αναταραχή» όπως χαρακτηρίζονται οι αγώνες για καλύτερες συνθήκες ζωής.
Tη νέα συνθήκη πλαισιώνουν αντιδραστικοί νεοφιλελεύθεροι σχεδιασμοί, στόχος των οποίων δεν είναι μόνο η οικονομική εκμετάλλευση της γης αλλά και ο εκτοπισμός συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Πολλά είναι τα παραδείγματα όπου δημόσιος χώρος παραδόθηκε προς εκμετάλλευση σε εταιρίες, urban developers και κάθε λογής επενδυτές, αποκλείοντας τους κατοίκους από την πρόσβαση και αξιολογώντας τις προτάσεις και παρεμβάσεις τους ως ανεπιθύμητες και επικίνδυνες. Η πλατεία Εξαρχείων, η ανάπλαση του Λόφου του Στρέφη, η ανάπλαση Δρακόπουλου, η ανάπλαση της Πανεπιστημίου, η παραχώρηση σε ιδιωτική χρήση μέρους του Πεδίου του Άρεως και πολλές άλλες «αναπλάσεις»...
Μείζον θέμα στο δημόσιο λόγο της πόλης -τόσο από την απερχόμενη αλλά και τη νεοεκλεχθείσα Δημοτική Αρχή- αποτελεί φυσικά και «το έργο της Διπλής Ανάπλασης», η οποία περιλαμβάνει την ανάπλαση των προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας μαζί με τη διπλή ανάπλαση στο Βοτανικό και το πάρκο Γουδή. Το έργο δρομολογήθηκε και με τη σύσταση το 2018 της εταιρείας-μορφώματος «Ανάπλαση ΑΕ».
Πρόκειται για σχέδια και πολιτικές που προβλέπουν την «ανάπλαση» της περιοχής, με ξεκάθαρους στόχους την οικονομική εκμετάλλευση αυτού του φιλέτου στο κέντρο της Αθήνας για λογαριασμό των εγχώριων και ξένων οικονομικών ελίτ, την υποβάθμιση της περιοχής και της ποιότητας της ζωής των κατοίκων των Αμπελοκήπων, την εκτόπιση τους και παράλληλα τον τερματισμό ενός σημαντικού κέντρου αγώνα, της κοινότητας που ζει και αγωνίζεται στη γειτονιά των Προσφυγικών 13 χρόνια τώρα και τους χαλάει σε πολλαπλά επίπεδα τα σχέδια. Μιας γειτονιάς που αντιστέκεται, οργανώνεται με τους δικούς της όρους, αγωνίζεται και διεκδικεί το χώρο που της ανήκει.
Μοναδική απάντηση στα υποκριτικά αφηγήματα, την τρομοκρατία του κράτους και στην υποβάθμιση της ζωής μας μέσω του εξευγενισμού και «των αναπλάσεων» αποτελεί η αυτοοργάνωση των κατοίκων, που πολύ απλά είναι η οργάνωση, η προστασία και η βελτίωση της ζωής συλλογικά και «από τα κάτω».
Η αυτοοργάνωση αποτελεί μια δυναμική αντίδραση απέναντι στην κοινωνία της καπιταλιστικής νεωτερικότητας που αλλοτριώνει, αποξενώνει, ευτελίζει και αποδυναμώνει τον άνθρωπο. Η πραγματική απελευθέρωση από κρατικούς φορείς και από λογικές ανάθεσης βρίσκεται σε συλλογικότητες και σε κοινότητες αγώνα που λειτουργούν με γνώμονα την αλληλεγγύη, την ισότητα, την αυτοδιάθεση των μελών τους και την κοινοκτημοσύνη των πόρων και των δομών.
Πρόκειται για κοινότητες που συγκροτούνται βάσει ενός κοινού πολιτικού πλαισίου, μιας κοινής αισθητικής κι ενός κοινού οράματος. Κοινότητες που λαμβάνουν αποφάσεις σε γενικές συνελεύσεις που λειτουργούν με όρους οριζοντιότητας και αποφασίζουν συλλογικά με όρους πλειοψηφίας, χωρίς όμως να αποκλείουν και τις ισχυρές μειοψηφίες. Οι αυτοοργανωμένες αυτές κοινότητες αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του ριζοσπαστικού ελευθεριακού κινήματος και εκφράζουν την συλλογική ευθύνη και την δέσμευση των αγωνιζόμενων μελών για κοινωνική εμπλοκή και αγώνα στο εδώ και στο τώρα.
Μία τέτοια κοινότητα είναι τα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Για πολλά χρόνια, πριν ξεκινήσει να αυτοοργανώνεται (2010), μαφίες υπενοικίαζαν τα σπίτια, διακινούσαν και παρήγαγαν ναρκωτικά, λυμαίνονταν τη γειτονιά, με την αστυνομία να πηγαινοέρχεται καθημερινά για την είσπραξη του μεριδίου της στα κέρδη. Αυτή, ήταν η αρχική συνθήκη που πυροδότησε την αντίδρασή των κατοίκων των Προσφυγικών, μαζί με την επικείμενη καταστολή που θα εξαπέλυε το κράτος προκειμένου να ελέγξει και να εκμεταλλευτεί τη γειτονιά και τα σπίτια, ως ένα μεγάλο «φιλέτο» στο κέντρο της πόλης. Μοναδικός τρόπος επιβίωσης ήταν οι κάτοικοι να ενωθούν και να συλλογικοποιηθούν.
Οραματιστήκαν μια κοινότητα όπου οι άνθρωποι ζουν μαζί, τα σπίτια είναι κοινά και δεν ανήκουν σε κάποιες, οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά, τα μέλη αλληλοστηρίζονται και παλεύουν μαζί σε έναν κοινό δρόμο. Φανταστήκαν μια αυτόνομη κοινότητα όπου μπορούν να επιβιώσουν παράγοντας τροφή και συντηρώντας υλικοτεχνικά τη γειτονιά, όπου τα παιδιά αυτομορφώνονται μέσα στην κοινότητα ώστε να αντιμετωπίσουν και να υπερνικήσουν τις προβληματικές του σχολείου. Μία κοινότητα όπου δεν υπάρχει βία και τα προβλήματά λύνονται με όρους που βασίζονται στη συμπερίληψη, στην οριζοντιότητα, στην αποδοχή. Φανταστήκαν πολλά και αποφάσισαν να πραγματοποιήσου τα φανταστικά τους σχέδια…
Πώς όμως από τη φαντασία περνάς στην πράξη; «Πώς το φαντασιακό γίνεται ρεαλιστικό»; Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες γιατί χρειάζεται μια αντιπρόταση απέναντι στο ήδη υπάρχον. Η αυτοοργάνωση όμως, με έναν τρόπο φυσικό βρίσκει τον δρόμο της κι έτσι οι απαντήσεις στριφογύριζαν διαρκώς γύρω από τις λέξεις «δομές» και «υποδομές».
Μετά από 13 χρόνια συλλογικής δράσης, πράξης και αυτοοργάνωσης φτάνουμε στο σήμερα. Στην ύπαρξη μιας ζωντανής αυτοοργανωμένης κοινότητας, όπου ζουν και συνυπάρχουν αρμονικά περίπου 27 διαφορετικές εθνικότητες. Μέσα σε αυτό το πολύμορφο μωσαϊκό, καταφέρνουν να οργανώνουν τις συνελεύσεις τους, συναποφασίζουν για όλα τα θέματα, συζητούν, και συνεργάζονται για τους κοινούς τους σκοπούς και μια κοινή προοπτική. Παράλληλα η γειτονιά συμμετέχει σε αγώνες που δίνονται λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά ή στην άλλη άκρη της γης, αναγνωρίζοντας ότι οι αγώνες είναι κοινοί.
Ο τρόπος που έχει αυτοοοργανωθεί η κοινότητα βασίζεται στην κάλυψη των αναγκών που προκύπτουν. Για παράδειγμα, όταν τα παιδιά της γειτονιάς έχουν ανάγκη για ενισχυτικά μαθήματα ή για δημιουργική απασχόληση, η δομή του παιδικού στεκιού έρχεται να καλύψει αυτές τους τις ανάγκες. Υπάρχει ανάγκη για φαγητό, η δομή λογιστικού φροντίζει να έχει η κοινότητα φαγητό. Πάνω σε αυτήν την λογική και βάση έχουν χτιστεί οι διάφορες δομές και υποδομές μέσα στα 13 χρόνια ύπαρξης της κοινότητας (παιδικό στέκι, φούρνος, δομή αυτομόρφωσης, γυναικεία δομή, παιδικός κινηματογράφος, συλλογική κουζίνα και πολλές άλλες).
Στη γειτονιά των Προσφυγικών συμβαίνει και αναπτύσσεται λοιπόν κάτι δυνατό και ελπιδοφόρο, που καλούμαστε τώρα όλες να το γνωρίσουμε και να το αγκαλιάσουμε. Εκεί, ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους της κρατικής εξουσίας, τη ΓΑΔΑ και το Εφετείο, κυοφορείται ένας άλλος κόσμος. Μια αυτοοργανωμένη κοινότητα που, σαν αγριόχορτο, ζει, ανθίζει και δημιουργεί.
Εντός και ανάμεσα των κτηρίων των Προσφυγικών αναπτύσσεται μια γειτονιά η οποία παραμένει αλώβητη από τα φαινόμενα κοινωνικής ένδειας και αποξένωσης, την οποία βιώνουμε και καλούμαστε να επιβιώσουμε καθημερινά οι κάτοικοι της μεγαλούπολης. Μία απελευθερωμένη κοινότητα από το μέλλον η οποία αποτελεί μια αχτίδα ζωής μέσα στον αστικό ιστό. Ένα πολύμορφο μωσαϊκό ανθρώπων που συμβιώνουν πραγματικά, υπενθυμίζοντας μας ότι μόνο μέσα από ειλικρινείς, μαχητικές σχέσεις αλληλεγγύης, μπορούμε να αντιταχθούμε στην αδηφάγα μηχανή του κέρδους που με πρόσχημα τις αναπλάσεις και την αύξηση του κεφαλαίου των λίγων ουσιαστικά μας αποκόπτει από το δικαίωμα στη ζωή.
Η γειτονιά αυτή κινδυνεύει. Και μαζί της η ελπίδα για έναν άλλον κόσμο. Ήρθε η ώρα να κάνουμε το χρέος μας! Εμείς από τα κάτω! Στο εδώ και στο τώρα!
Φωτογραφίες: Μάριος Λώλος
Πηγή: 2020mag.gr