Παραμένουμε μεταξύ των φτωχότερων λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η νέα έκθεση της Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα κράτη-μέλη της ΕΕ αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας διαμορφώθηκε το 2022 στο 68% του μέσου όρου στην ΕΕ και είναι το τρίτο χαμηλότερο μετά τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία.
Η παραγωγή και τα εισοδήματα στην Ελλάδα, παρά την έξοδο από τα μνημόνια το 2018, δεν επέστρεψαν στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα κι αν συνεχιστούν οι πολιτικές που ακολουθούνται σήμερα η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι το 2011 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν στο 75% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ το μακρινό 2007 στο 95%. Η «φούσκα» έσκασε, τα μνημόνια ήρθαν κι από το 2016 μέχρι και το 2022 το σχετικό ποσοστό είναι «κολλημένο» στο 68% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επί μία εξαετία, δηλαδή, δεν έχει αλλάξει τίποτα στη χώρα προς το καλύτερο.
Επίσης, η οικονομική κρίση και στη συνέχεια η πανδημία είχαν ως βασική συνέπεια τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ το 2008 τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 750 ευρώ αποτελούσαν μόλις το 4,7% του συνόλου, το 2018 το ποσοστό τους έφθασε στο 12,7%. Τριπλασιάστηκε δηλαδή, τριπλασιάζοντας και τον αριθμό των συμπολιτών μας που βιώνουν φτώχεια και, κατά συνέπεια, κοινωνικό αποκλεισμό. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η επόμενη έρευνα της Εurostat αναμένεται να δείξει μία ακόμη χειρότερη εικόνα ως προς την αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης και τις ανισότητες στην ελληνική κοινωνία.
Οι ερμηνείες γι’ αυτή την εισοδηματική «βύθιση» και στη συνέχεια στασιμότητα είναι πολλές, αλλά πρωτίστως αποδίδονται στις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης, της σημερινής κυβέρνησης εκτός μνημονίων αλλά και των προηγούμενων κυβερνήσεων εντός μνημονίων. Η δημοσιονομική επέκταση της τελευταίας τριετίας δεν «έπιασε» τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, ούτε ενίσχυσε όσους βρίσκονται σε λίγο καλύτερη θέση, ενώ παράλληλα τόσο ο πληθωρισμός όσο και η αισχροκέρδεια διόγκωσαν τις ήδη μεγάλες εισοδηματικές και κοινωνικές αποκλίσεις.
Αξίζει, ακόμα, να σημειωθεί ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, εμφανίζουν πολύ καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα. Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρίσκεται στο 77% του μέσου όρου της Ένωσης και μάλιστα σε αυτά τα επίπεδα βρισκόταν και τα προηγούμενα χρόνια. Στην Ισπανία διαμορφώθηκε το 2022 στο 85% του μέσου όρου της ΕΕ, ανακάμπτοντας από την πανδημία και ενώ την προηγούμενη δεκαετία βρισκόταν λίγο πάνω από το 90%.
Εδώ στην Ελλάδα οι συνθήκες δεν βελτιώνονται, αντίθετα το ποσοστό των πολιτών που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα μεγαλώνει συνεχώς. Το πού οδηγούμαστε είναι ένα μεγάλο ερώτημα, ειδικά όσο πληθαίνουν τα σενάρια περί σφιχτών δημοσιονομικών πολιτικών το επόμενο διάστημα στην ΕΕ, και φυσικά και στην Ελλάδα, λόγω της δημοσιονομικής επέκτασης των τελευταίων ετών.