Η κανονικότητα ως έκτακτη ανάγκη
Mηνύματα από το 112 να στριγκλίζουν στο κινητό, έντρομοι παρουσιαστές τυλιγμένοι με τα ρεπορτάζ της επικείμενης συντέλειας, υποδείξεις και προστακτικές από μέλη της κυβέρνησης προς τους πολίτες. Η Αθήνα να περιγράφεται ως ανοχύρωτη πόλη που περιμένει τον εχθρό να παρελάσει στους δρόμους της.
Και έξω ένα χιονάκι ανεμικό, καχεκτικό, σαν πιτυρίδα που ο άνεμος παρέσυρε από τους ώμους των βουνών. Μια ελάχιστη στρώση στα καπό των αυτοκινήτων. Και μαζί δρόμοι ερημωμένοι από τον φόβο, πρόστιμα, σχολεία κλειστά, τηλεργασία και τηλεκπαίδευση. Στο ευρύτερο κέντρο τίποτα περισσότερο από μια ερειπωμένη λασπουριά. Μια ακόμη γελοιότητα με κυβερνητική σφραγίδα.
Είναι η συντέλεια που δεν ήρθε. Η βολική καταστροφή. Για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί δεν ήρθε. Αρα κανείς δεν πρέπει να απολογηθεί για ζημιές, να διορθώσει, να αποζημιώσει. Και, δεύτερον, γιατί λειτουργεί με έναν τρόπο τέτοιο που υπενθυμίζει. Λαδώνει τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Τα αντανακλαστικά αυτά που μας υπενθυμίζουν το πώς ακολουθείται μια μαζική διαταγή, το πώς κάποιος πειθαρχεί σε ένα αυτόκλητο μαζικό συμφέρον, στο πώς η ευθύνη περνά από το κράτος στο άτομο.
Γιατί αυτή η διαρκής υπενθύμιση της (ενδεχόμενης) καταστροφής δεν είναι μέριμνα. Είναι η αποποίηση ευθύνης για οτιδήποτε συμβαίνει εκεί έξω και ταυτόχρονα η υπενθύμιση αυτής της αποποίησης. Μια υπενθύμιση που στην πραγματικότητα έχει σκοπό την αποφυγή της υλικής μέριμνας, των υποδομών, των πραγματικών μέτρων που το κράτος οφείλει να παίρνει όταν σχεδιάζει τις πόλεις και τους όρους με τους οποίους υπάρχει η καθημερινότητα των πολιτών του. Είναι η ατομική ευθύνη ως θάνατος του κοινωνικού ιστού.
Η καραντίνα έχει γίνει βασική προϋπόθεση κατανόησης των παραμέτρων της ζωής και της συμπεριφοράς μας. Τόσο για το πώς μας αντιμετωπίζουν από την πλευρά της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού όσο και στο πώς πειθαρχούμε στην αντιμετώπιση αυτή. Πώς την έχουμε ενσαρκώσει. Με γκρίνια και ενόχληση ενδεχομένως, αλλά αποτελεσματικά από την άλλη.
Χωρίς συλλογικές αμφισβητήσεις στο πλαίσιο μιας εκλογίκευσης των συνθηκών, χωρίς πραγματικές και διατυπωμένες απαιτήσεις προς το κράτος και την κυβέρνηση. Ως έναν τρόπο να σκύβουμε το κεφάλι, να πειθαρχούμε και ενδεχομένως να αποφεύγουμε να δώσουμε σημασία σε αυτό το περιστασιακό τσίμπημα που πάει και έρχεται, το τσίμπημα αυτό που ταυτίζεται με τη συνείδησή μας.
Υπερβολές θα μου πείτε, εύκολη κριτική, κατάλοιπα από την εποχή της καραντίνας. Δεν είναι όμως έτσι. Αν κάτι καταλαβαίνουμε από τους όρους της πειθάρχησης στην πραγματική ζωή στην εποχή των μεταδημοκρατιών, είναι πως αυτή δεν περιορίζει με ολοκληρωτικούς όρους (όπως π.χ. στις δυστοπικές αφηγήσεις για καταπιεστικά καθεστώτα) αλλά με μικρές επιβολές και μετατοπίσεις. Με μικρά πραξικοπήματα συμμόρφωσης. Με μια μικρής κλίμακας εισβολή στη συλλογική κανονικότητα.
Το να κάνει κρύο τον χειμώνα και για μια ή δύο μέρες να χιονίζει είναι κανονικότητα. Το να βρέχει το φθινόπωρο και να κάνει ζέστη το καλοκαίρι είναι κανονικότητα. Αυτό που δεν είναι κανονικότητα είναι να πεθαίνουν άνθρωποι εξαιτίας αυτών των απολύτως προβλέψιμων φαινομένων. Το να απουσιάζει το κράτος από κάθε ανάγκη που μπορεί να προκύψει και να βαφτίζει μέριμνα την απαγόρευση της κανονικότητας. Λόγω του οποιουδήποτε κινδύνου που μπορεί να εμφανιστεί. Εξαιτίας της δικής του συνειδητής απουσίας.
Οταν η κανονικότητα βαφτίζεται έκτακτη ανάγκη, τότε αυτόματα η έκτακτη ανάγκη μετατρέπεται σε κανονικότητα.
Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ