Ανάστατοι λογιστές και φορολογούμενοι: Η ΑΑΔΕ ζητά επιστροφή χρημάτων

ΑΑΔΕ: Καυτά «ραβασάκια» καταφτάνουν σε χιλιάδες για να επιστρέψουν εφάπαξ και με τόκο τα χρήματα που τους έδωσε το Δημόσιο.

Αιφνιδιασμός υπήρξε με την απόφαση της ΑΑΔΕ αποφάσισε να στείλει «ραβασάκια» οφειλών σε πολλές χιλιάδες φορολογούμενους, ζητώντας πίσω ολόκληρο το ποσό που τους χορήγησε την περίοδο της πανδημίας, και μάλιστα εντόκως.

 Πρόκειται για τα χρήματα της επιστρεπτέας προκαταβολής που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που επλήγησαν από την πανδημία, όμως, η ΑΑΔΕ δείχνει τα «δόντια» της και ζητά να της επιστραφούν τα ποσά από όσους δεν τήρησαν τους όρους της συμφωνίας.

Το θέμα προέκυψε έπειτα από διασταυρώσεις στο σύστημα που βάρεσαν «κόκκινα», ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ο πιο συχνός λόγος είναι ότι δεν διατήρησαν το προσωπικό που είχαν, κάτι που ήταν από τους βασικούς όρους της επιστρεπτέας.

Η ΑΑΔΕ ζητά πίσω χρήματα από φορολογούμενους

Πιο αναλυτικά, η ΑΑΔΕ ζητά πίσω το σύνολο της επιστρεπτέας προκαταβολής με σχετικό email που απέστειλε σε 20.000 επαγγελματίες και επιχειρήσεις.

Οι έλεγχοι που έγιναν χτύπησαν «κόκκινο» καθώς οι διασταυρώσεις έδειξαν ότι οι συγκεκριμένοι δεν τήρησαν τους όρους για την χορήγηση της επιστρεπτέας προκαταβολής. Το μεγαλύτερο θέμα που εντοπίστηκε ήταν η μη τήρηση της ρήτρας για τη διατήρηση του προσωπικού ενώ διαπιστώθηκαν και περιπτώσεις μη υποβολής των φορολογικών δηλώσεων για την περίοδο 2019-2020.

Η λίστα με τις επιχειρήσεις που θεωρούνταν ύποπτες από την ΑΑΔΕ για καταστρατήγηση του νόμου αφορούσε 43.000 περιπτώσεις και μετά από τον επανέλεγχο προέκυψαν περίπου 20.000 περιπτώσεις.

Σημειώνεται ότι με βάση το ισχύον νομοθετικό καθεστώς σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο της επιχείρησης από τη φορολογική διοίκηση ή άλλο αρμόδιο όργανο ελέγχου διαπιστωθεί μη τήρηση των όρων η υπέρβαση του ανώτατου ορίου ενίσχυσης ή υποβολή ψευδών στοιχείων τότε είναι άμεσα απαιτητό το σύνολο της ενίσχυσης στην περίπτωση που η επιχείρηση δεν είναι δικαιούχος ή δεν τήρησε τους όρους.

Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που δεν υποβληθούν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, σύμφωνα με τα όρια μεγέθους που δηλώθηκαν στην αίτηση χορήγησης της επιστρεπτέας προκαταβολής, εντός της προθεσμίας. Επίσης αν η επιχείρηση είναι δικαιούχος μικρότερου ποσού από το χορηγηθέν θα κληθεί να επιστρέψει στο κράτος το υπερβάλλον ποσό της ενίσχυσης με το επιτόκιο ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Ενστάσεις από λογιστές – Δεύτερος έλεγχος στην επιστρεπτέα προκαταβολή

Παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι για να μην υπάρξουν αδικίες θα διενεργηθεί ένας ακόμη έλεγχος μετά από ένσταση που θα πρέπει να υποβάλουν οι φορολογούμενοι. Αν διαπιστωθεί ότι υπήρξε «τεχνικό» πρόβλημα θα γίνουν οι σχετικές διορθώσεις και θα διαγραφεί η οφειλή ενώ για όλες τις περιπτώσεις που έχουν παραβιαστεί οι όροι της επιστρεπτέας προκαταβολής οι επιχειρήσεις θα επιστρέψουν τα ποσά που έλαβαν.

Το νομοθετικό καθεστώς προβλέπει ότι σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο της επιχείρησης από τη φορολογική διοίκηση ή άλλο αρμόδιο όργανο ελέγχου διαπιστωθεί μη τήρηση των όρων ή υπέρβαση του ανώτατου ορίου ενίσχυσης ή υποβολή ψευδών στοιχείων τότε είναι άμεσα απαιτητό το σύνολο της ενίσχυσης στην περίπτωση που η επιχείρηση δεν είναι δικαιούχος ή δεν τήρησε τους όρους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που δεν έχουν υποβληθεί τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.

Επίσης επιστρέφεται στο κράτος το υπερβάλλον ποσό της ενίσχυσης στην περίπτωση που η επιχείρηση είναι δικαιούχος μικρότερου ποσού από το χορηγηθέν, εντόκως από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης, με το επιτόκιο ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί ο τίτλος είσπραξης του επιστρεπτέου ποσού και η σχετική ταυτότητα οφειλής και από τον έλεγχο προκύψει ότι η επιχείρηση δεν ήταν δικαιούχος της ενίσχυσης το επιστρεπτέο ποσό που βεβαιώθηκε διαγράφεται και εκδίδεται νέος νόμιμος τίτλος είσπραξης για την άμεση επιστροφή του συνόλου της ενίσχυσης εντόκως, ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό.

Αν από τον έλεγχο προκύψει ότι η επιχείρηση είναι δικαιούχος μικρότερου ποσού ενίσχυσης, υπολογίζεται από την ΑΑΔΕ το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που έλαβε ο δικαιούχος και εκδίδεται νέος τίτλος είσπραξης για την άμεση και έντοκη επιστροφή του.

Η εφορία ανοίγει 2.500 υποθέσεις ακινήτων

Υποθέσεις μεταβίβασης ακινήτων οι οποίες βρίσκονται στο όριο της παραγραφής, αγοραπωλησίες μεγάλης αξίας, κληρονομιές, γονικές παροχές και δωρεές βρίσκονται στο στόχαστρο του ελεγκτικού μηχανισμού, με στόχο την αποκάλυψη φοροδιαφυγής και ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Σύμφωνα με τις οδηγίες του Διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή ο ελεγκτικός μηχανισμός θα εστιάσει σε 2.500 υποθέσεις ακινήτων που αφορούν σε μη ετήσιες υποχρεώσεις, δηλαδή δεν αφορά στην πληρωμή του ΕΝΦΙΑ. Για τις αγοραπωλησίες ακινήτων μεγάλης αξίας οι ελεγκτές θα ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς για να διαπιστωθεί εάν τα ποσά που έχουν κατατεθεί από τον αγοραστή στον πωλητή συνάδουν με το ύψος της τιμής πώλησης του ακινήτου που αναφέρεται στο συμβόλαιο. 

Συγκεκριμένα ελέγχονται όλες οι υποθέσεις Φορολογίας Κεφαλαίου για τις οποίες λήγει η προθεσμία της Φορολογικής Διοίκησης να εκδώσει πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου στις 31 Δεκεμβρίου 2023 και αφορούν ακίνητα τα οποία δεν εντάσσονται στο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας, δεν έχει γίνει δεκτή από τον φορολογούμενο η προεκτίμηση -προσωρινή αξία της εφορίας και η διαφορά δηλωθείσας αξίας και προεκτίμησης υπερβαίνει το 30% ή η αξία της προεκτίμησης υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Οι υποθέσεις αυτές αφορούν κυρίως στο έτος 2017 οι οποίες παραγράφονται στο τέλος του επόμενου έτους αλλά ταυτόχρονα ένα μεγάλο τμήμα της επικράτειας, κυρίως ων νησιωτικών περιοχών, ήταν εκτός του συστήματος προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.

Με βάση τις οδηγίες ελέγχονται οι προϋποθέσεις απαλλαγής από τον φόρο μεταβίβασης, το εμβαδόν των ακινήτων καθώς και η αναγραφόμενη στο συμβόλαιο, τιμή τού ακινήτου. Επίσης, σε κάθε περίπτωση, ζητείται από τις υπηρεσίες, η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ, για τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα.

Παράλληλα, ελέγχεται εάν το παιδί που δικαιούται απαλλαγή από τον φόρο γονικής παροχής, λόγω πρώτης κατοικίας.