Αντίο στον ελεύθερο σκύλο (Αρκούδη) που είμαστε όλοι

Απόστολος Σοφιαλίδης*

  • Τα τελευταία δύο χρόνια αισθάνθηκα πολύ κοντά του. Όμοιος σχεδόν. Ταπεινωμένος και περήφανος.

Ο περίγυρος επιθετικός, ζοφερός, βάρβαρος.
Εγώ κουρελιασμένος, πληγωμένος, αλλά καθαρός μέσα μου.
Εγώ, το βρωμερό και άχρηστο ζώο. Επειδή κουτσαίνω κάπως.

Επειδή είμαι "υπερευαίσθητος". Κι επειδή αφήνω παντού τα "κουρέλια" μου. Επειδή γαυγίζω τους εισβολείς. Επειδή αγαπώ τους άστεγους, τους εξόριστους, τους μετανάστες, τους διαφορετικούς. Επειδή με πέταξαν στο δρόμο κάποιοι που μου είχαν τάξει αγάπη και φροντίδα. Επειδή αγαπώ το χάδι και φοβάμαι τους πυροβολισμούς. Επειδή είμαι λυπημένος και μελαγχολικός και δεν κάνω "χαρούλες".

 Επειδή αγαπώ τη ζωή, αλλά όχι τον κόσμο που φτιάξανε για να τη φυλακίσουν και να την ξεφτιλίσουν. 

Οι κατήγοροί μου είναι αναίσθητοι. Οι κατηγορίες τους λοιπόν δεν με αγγίζουν.

Περνώ το δρόμο από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, χωρίς να λογαριάζω τα φανάρια ή τις διαβάσεις.
Από τότε που μ' έδιωξαν, δεν υποτάχτηκα ποτέ.
Ξαπλώνω σαν να μη συμβαίνει τίποτα στη στάση του λεωφορείου, με τα μπροστινά μου πόδια στην άσφαλτο, και το περιμένω για να παρακολουθώ τον κόσμο ν' ανεβοκατεβαίνει με τρόμο ή με τα λέπια της αδιαφορίας των μεταλλάξεων.
Λυπάμαι.
Αποφεύγω τους σταθμούς του μετρό. Με πληγώνουν τα τέρατα που βλέπω εκεί να κουβαλούν κομμάτια από αρχαία μνημεία. Μυρίζω τα κόκκαλα, το αίμα και τις εκκρίσεις των προγόνων μου, που έζησαν κοντά στους προγόνους των σημερινών ανθρώπων αυτής της πόλης.
Εκείνοι που καταστρέφουν κάθε ίχνος τους, εκείνοι που πετούν στα σκουπίδια το αρχαίο χώμα, δεν έχουν όσφρηση. Δεν έχουν ούτε μάτια για να δουν, ούτε αυτιά για ν' ακούσουν.

Εγώ όμως γαύγιζα. Και περνούσα το δρόμο ή ξάπλωνα σ' αυτόν, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Εγώ ο σκύλος. Κι εκείνοι σκύλιαζαν.
Μπορούσα να ξεχωρίσω τους αγνούς και άδολους από τους άπληστους, τους άρπαγες και τους δόλιους.

Αυτοί οι τελευταίοι, οι αναίσθητοι, με κυνήγησαν, με έβρισαν, με φοβήθηκαν.
Δεν φοβήθηκα κανέναν. Δεν κουνούσα την ουρά μου σε κανέναν. Δεν είχα άλλωστε ουρά.

Τότε με σκότωσαν.
.....
Αγαπούσα να φυλάγομαι από την παγωνιά ή τον καύσωνα μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας στην οδό Νικηφόρου Φωκά αριθμός 5. Τρύπωνα, χωρίς να παρακαλάω κανέναν, όταν εύρισκα ευκαιρία. Αποχαιρετώ τους ενοίκους της. Θα τους θυμάμαι όλους. Ιδίως τη νεράιδα που για λίγο καιρό έζησε στον δεύτερο. Μ' αγαπούσε. Θέλω να ξέρει ότι το ήξερα καλά. Και ότι μου άρεσε πολύ το χαμόγελο που έσκαγε κάθε φορά που μ' έβλεπε. Κι ότι άκουγα τις φωνές που μου έβαζε, όταν δεν την άφηνα να κοιμηθεί μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα με τα γαυγίσματά μου. Θέλω να της ζητήσω συγγνώμη. Θέλω να της πω ότι μου άρεσε πολύ.

Είμαι σίγουρος ότι έκλαψε όταν έμαθε ότι πέθανα.
Να κλαίει, αλλά να μην παίρνει επάνω της τις ενοχές που πρέπει να αισθάνονται άλλοι.
Εκείνοι που δεν σεβάστηκαν ούτε εμένα, ούτε όσους μ' αγαπούσαν, ούτε τους προγόνους μας.
Θα τους υποδεχτώ με άγρια γαυγίσματα στον άλλο κόσμο, όταν πεθάνουν. Και δεν θα κοιμηθούν ποτέ πια ήσυχοι.

*Δικηγόρος

Πηγή: efsyn.gr