Όχι αλβανικά στα παιδιά!

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν και ήρθαμε μετανάστες στην Ελλάδα, από συγκυρία και λόγω γνωριμίας με μια οικογένεια από την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, βρεθήκαμε στη Δράμα. Νέοι γονείς τότε και μακριά από τους δικούς μας γονείς, βρέθηκαν δίπλα μας άνθρωποι που ως τότε, ούτε μας ήξεραν, ούτε τους ξέραμε. Ανοίξανε την αγκαλιά τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και μας έκαναν να νιώσουμε μια κάποια οικογενειακή θαλπωρή και ασφάλεια.

ΓΡΑΦΕΙ Ο NIKO AGO

«Το καλύτερο για εκείνα θα είναι να τους μιλάτε στα ελληνικά. Ακόμα κι αν εσείς οι ίδιοι, δεν μιλάτε καλά ακόμα. Διότι έτσι, όταν πάνε στο παιδικό και μετά στο σχολείο, τα παιδιά δεν θα πέφτουν θύματα ρατσισμού. Κανείς δεν θα μπορεί να τα αποκαλεί αλβανάκια», μας συμβούλεψε η πιο κοντινή μας φίλη. Κι επειδή εκείνη και η οικογένειά της, μας είχε βοηθήσει πραγματικά, την ακούγαμε με ευλάβεια. Η λέξη “Αλβανός”, είχε προλάβει να γίνει συνώνυμο του “ένοχος”. Εξάλλου, και άπειροι γονείς ήμασταν, και νέοι σε ηλικία, και σε ξένη χώρα είχαμε βρεθεί. Όταν είσαι νέος μετανάστης, μέχρι να πάρεις “μυρωδιά” από την κοινωνία που έχεις βρεθεί, χάνονται μερικά πολύ χρήσιμα χρόνια.

Έτσι λοιπόν και έγινε. Μιλήσαμε ελληνικά στις δυο μας κόρες, “για να μην υποστούν ρατσισμό”. Με αυτό τον τρόπο, “κερδίσαμε” εμείς και αυτές για κάποιο διάστημα την σιωπή των ρατσιστών αλλά χάσαμε κάτι πολύ σπουδαίο: Οι γονείς μου, μέχρι που πέθαναν, δεν μπόρεσαν να μιλήσουν με τις μεγάλες μου κόρες άνετα στα αλβανικά, στη γλώσσα που ήξεραν και ήθελαν. Ευτυχώς, οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας τους, μιλούσαν (και) ελληνικά. Στην Ελλάδα, δεν υπήρχε τότε η δυνατότητα, ούτε και τώρα υπάρχει, τα παιδιά των μεταναστών να διδάσκονται στα σχολεία και τη μητρική γλώσσα των γονιών τους.

Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, η ζωή μου πήρε άλλη κατεύθυνση και αναγκαζόμενος να αφήσω την Ελλάδα, βρέθηκα στη Σουηδία. Ξανά μετανάστης, ξανά από την αρχή. Όλα. Εδώ μεγαλώνουν οι δυο μικρότερες κόρες μου.

Έχοντας την “πικρή” εμπειρία της Ελλάδας, αποφασίσαμε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, από την κοιλιά της μητέρας τους ακόμα, αλβανικά και ελληνικά. Εξάλλου, τα ελληνικά έγιναν πια η γλώσσα μας και δεν την θεωρούμε ξένη.

Όπως και στην Ελλάδα, βρήκαμε εδώ φίλους που μας συμπαραστάθηκαν στα πρώτα βήματα. Παρά το γεγονός πως είχαμε αποφασίσει πώς θα μιλάμε στα παιδιά, πήραμε και τη γνώμη των καινούργιων μας φίλων, για το πώς θα ήταν καλύτερα να μιλάμε στα παιδιά.

«Να μιλάτε στις γλώσσες σας, εννοείται. Και τις γνωρίζετε καλύτερα, και τα παιδιά θα πάνε στο παιδικό και στο σχολείο μετέπειτα, “οπλισμένα” με δυο επιπλέον γλώσσες. Θα καταλάβουν όταν μεγαλώσουν, τι “πλούτο” τους έχετε προσφέρει», μας συμβούλεψαν.

Έτσι κι έγινε. Οι μικρές μιλάνε αλβανικά, ελληνικά και σουηδικά. Καθόμαστε στο τραπέζι μας και μιλάει ο καθένας τη γλώσσα του. Αλλά μιλάμε μεταξύ μας. Και στο σχολείο, το σουηδικό κράτος πληρώνει δάσκαλο και η μεγαλύτερη από τις μικρές, που πάει πρώτη δημοτικού, διδάσκεται εκτός των σουηδικών, αλβανικά και ελληνικά. Και θύμα ρατσισμού δεν έχει πέσει, και η ένταξη όλων μας, μάλλον δεν έχει πάει άσχημα ως τώρα. Μάλλον το αντίθετο. Η δε καλύτερη φίλη της, που έχει και τους δυο γονείς Σουηδούς και έρχεται συχνά σπίτι μας, έχει μάθει και αυτή αρκετές λέξεις στα ελληνικά και αλβανικά.

Το λυπηρό της υπόθεσης είναι πως δεν ζουν πια οι γονείς μου, να μπορούν να μιλήσουν μαζί τους. Έφυγαν με την εντύπωση πως, όταν τα παιδιά μεταναστεύουν, τα εγγόνια δεν μιλάνε καλά τη γλώσσα τους. Λανθασμένη αλλά το φταίξιμο ήταν δικό μου και των φίλων μας. Που φυσικά, ήθελαν να μας προστατέψουν. Για να μην υποστούν τα παιδιά ρατσισμό...


*Ο Niko Ago είναι Δημοσιογράφος της Δημόσιας Σουηδικής Τηλεόρασης, SVT

Πηγή: 2020mag.gr