×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 61
Φωνές μιας αόρατης εργατικής τάξης

Φωνές μιας αόρατης εργατικής τάξης

Δευτέρα, 14/10/2024 - 16:03

ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Μια ματιά «από τα μέσα» σε τρεις δεκαετίες αλβανικής μετανάστευσης

Τρεισήμισι σχεδόν δεκαετίες έχουν περάσει από τον Γενάρη του 1991, όταν ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός άλλαξε ανεπάντεχα σελίδα, με τη μαζική έλευση χιλιάδων Αλβανών να σηματοδοτεί τη μετατροπή της Ελλάδας από χώρα εξαγωγής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Τάση που προϋπήρχε βέβαια τα προηγούμενα χρόνια, με άλλα -σαφώς μικρότερα- μεταναστευτικά ρεύματα (Πολωνοί πολιτικοί και οικονομικοί πρόσφυγες, Φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί κ.λπ.), αλλά που το άνοιγμα των αλβανικών συνόρων της προσέδωσε πλέον τον χαρακτήρα δομικού φαινομένου.

Αντικείμενο απίστευτου ρατσισμού, που εν μέρει τουλάχιστον οφειλόταν στην ενόχληση των «εξευρωπαϊσμένων» ντόπιων μικροαστών από το γεγονός πως οι επήλυδες γείτονες θύμιζαν ενοχλητικά τους δικούς τους παππούδες, οι Αλβανοί εκείνοι μετανάστες, άντρες και γυναίκες, δούλεψαν σκληρά και ρίζωσαν στον τόπο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις κοινότητες που εκπατρίζονται αναζητώντας καλύτερη τύχη σε κάποιον πλουσιότερο (κι όχι πάντα ιδιαίτερα φιλόξενο) «παράδεισο».

Η βαλκάνια πολιτισμική εγγύτητά τους προς τους γηγενείς, που τη δεκαετία του 1990 «πρόσβαλλε» τον νεοπλουτισμό μιας μεγάλης μερίδας αυτών των τελευταίων, διευκόλυνε κι αυτή τούτη την ένταξη: οι κώδικες επικοινωνίας ήταν κοινοί, το ίδιο και οι αξίες.

«Να ξαναδούμε, μέσα από τα μάτια των μεταναστ(ρι)ών, την Ελλάδα των τελευταίων 30-και-κάτι χρόνων» | Δελτίο Τύπου της έκθεσης «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες»

Ποιος θυμάται πλέον εκείνους τους ανεκδιήγητους «συλλόγους ληστευθέντων», εκπρόσωποι των οποίων καλούνταν κάθε τρεις και λίγο στα τηλεοπτικά παράθυρα της ύστερης δεκαετίας του 1990, αμέσως μετά το πρώτο κύμα νομιμοποίησης των ξένων εργατών με την παροχή «πράσινης κάρτας» από την κυβέρνηση Σημίτη; Και, κυρίως, ποιος θυμάται την επιχειρηματολογία που ξεδίπλωναν τότε, μέσα από τα φιλόξενα ιδιωτικά κανάλια, συκοφαντώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σαν συλλογικό κοινωνικό κίνδυνο: «Εμείς δεν είμαστε ρατσιστές. Το πρόβλημά μας είναι ειδικά οι Αλβανοί, επειδή είναι ράτσα φύσει εγκληματική. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τους υπόλοιπους, φιλήσυχους κι εργατικούς μετανάστες. Ποιον ενοχλούν λ.χ. οι Πακιστανοί; Αν χρειάζονται εργατικά χέρια, να φέρουμε Πακιστανούς, όχι Αλβανούς».

Η ισλαμοφοβία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι δημοφιλείς δε θεωρίες περί «ισλαμικού τόξου» περιέγραφαν τότε μια καθαρά γεωπολιτική και ουδόλως πολιτισμική «απειλή». Σήμερα, οι ίδιοι πατριώτες μάλλον θα λένε τα ακριβώς αντίθετα.

Η μνήμη των ορατών-αόρατων

Τρεις δεκαετίες μετά, η συλλογική εκείνη εμπειρία έχει πλέον εκατέρωθεν απωθηθεί στο αντίστοιχο συλλογικό υποσυνείδητο – περιμένοντας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες που θα την ανασύρουν ξανά στην επιφάνεια, αποκαθιστώντας κι αναλύοντάς τη. Ενα πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση έγινε ήδη, με τη συγκρότηση ενός αρχείου για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που υποστηρίχθηκε από την «Πρωτοβουλία για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες - Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος» του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι «τα βιώματα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα συγκροτούν μια ιστορία που, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει ακόμα λεχθεί» και πως «οι εμπειρίες, η φωνή και η πολιτισμική παραγωγή της εν λόγω κοινότητας παραμένουν, από θεσμικής απόψεως, στο κοινωνικό περιθώριο παρά τον σημαντικό ρόλο της στην αναδιάταξη της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας», τα ΑΣΚΙ -διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του προγράμματος- αποφάσισαν «να σπάσουν τη σιωπή γύρω από το ζήτημα αυτό» μέσα από τη «διαμόρφωση ενός δυναμικού αρχείου επικεντρωμένου στα βιώματα των Αλβανών μεταναστών».

Τη συγκρότηση αυτού του αρχείου ανέλαβαν Αλβανοί φοιτητές που ανήκουν στη δεύτερη μεταναστευτική γενιά κι έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν τη διάσωση της συγκεκριμένης συλλογικής εμπειρίας· διάσωση εξαιρετικά κρίσιμη, προκειμένου να αντιληφθούμε «τη σύγχρονη Ελλάδα ως σημείο συνάντησης διαφορετικών και υβριδικών ταυτοτήτων».

Ενα πρώτο δείγμα δημοσιοποίησης αυτής της δουλειάς αποτέλεσε η πετυχημένη έκθεση «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης», με επιμελήτριες τις Ιλιρίντα Μουσαράι και Πάτι Βαρδάμη (Ταύρος, 18-28/9/2024), έκθεση που παρείχε και το έναυσμα για το σημερινό μας αφιέρωμα. Ενας συνδυασμός υλικών τεκμηρίων (από οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ μέχρι κάθε λογής έγγραφα που αποτυπώνουν τις περιπέτειες ενός μετανάστη με την κρατική γραφειοκρατία των δύο εμπλεκόμενων χωρών) και προφορικών μαρτυριών, αποσπάσματα των οποίων ήταν διαθέσιμα τόσο στο ηχητικό πρωτότυπο όσο και σε μεταγραφή, έδιναν στον επισκέπτη μια πρώτη εικόνα μιας ιστορίας που καθόρισε μεν σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση της σημερινής, πολυπολιτισμικής ελληνικής κοινωνίας, παραμένει όμως ακόμη άγραφη.

«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
Υλικά ίχνη μιας «αθέατης» συνιστώσας της ελληνικής κοινωνίας: οι άδειες παραμονής των γονιών... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... οι σχολικές επιδόσεις των παιδιών... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... αναμνηστικά της βάφτισης που διευκόλυνε την ενσωμάτωση... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... η σακούλα με τις τηλεκάρτες που χάρισε στην έκθεση το όνομά της. | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
Υλικά ίχνη μιας «αθέατης» συνιστώσας της ελληνικής κοινωνίας: οι άδειες παραμονής των γονιών... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... οι σχολικές επιδόσεις των παιδιών... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... αναμνηστικά της βάφτισης που διευκόλυνε την ενσωμάτωση... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... η σακούλα με τις τηλεκάρτες που χάρισε στην έκθεση το όνομά της. | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
Υλικά ίχνη μιας «αθέατης» συνιστώσας της ελληνικής κοινωνίας: οι άδειες παραμονής των γονιών... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... οι σχολικές επιδόσεις των παιδιών... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... αναμνηστικά της βάφτισης που διευκόλυνε την ενσωμάτωση... | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
... η σακούλα με τις τηλεκάρτες που χάρισε στην έκθεση το όνομά της. | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»
«Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης»

0104

Η έκθεση βρήκε αρκετά μαζική ανταπόκριση από ένα νεανικό, ως επί το πλείστον, κοινό· κοινό για το οποίο, ακόμη και η σακούλα με τις εκατοντάδες τηλεκάρτες που μια μετανάστρια παρέδωσε στο Αρχείο (ως πολύσημη αποτύπωση του μοναδικού μέσου επικοινωνίας που διέθετε τότε η θεσμικά «αόρατη» μερίδα της εργατικής τάξης) συνιστά κατάλοιπο μιας αρκετά μακρινής εποχής.

Ο χαρακτηρισμός των Αλβανών μεταναστών εκείνης της εποχής ως μερίδας πρωτίστως της εγχώριας εργατικής τάξης δεν είναι καθόλου τυχαίος. Επιβεβαιώνεται, αντίθετα, από τις ίδιες τις μαρτυρίες που εκτέθηκαν στον Ταύρο· μαρτυρίες όπου, αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση μια αφηρημένη κοσμοπολίτικη προσέγγιση, εκείνο που κυριαρχεί είναι το ταξικό στοιχείο: το βίωμα μιας κοινωνικά επικαθορισμένης ανισότητας, ιεραρχίας κι εκμετάλλευσης, όπου η εθνική προέλευση και η ξένη υπηκοότητα λειτουργούν πάνω απ’ όλα ως μηχανισμός ταξιθέτησης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε από πιο κοντά πώς οι συγκεκριμένες φωνές περιγράφουν αυτή τη διαδικασία.

Ο Αλβανός τα κάνει όλα

Πρώτη διαπίστωση: τα διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά (και η διαφορετική ένταση) του τραύματος, ανάλογα με την ηλικία του εκπατρισμού. Τα πιο πικρά βιώματα τα καταθέτουν όσοι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα ως ενήλικοι κι απορροφήθηκαν από την αγορά εργασίας δίχως την παραμικρή θεσμική κάλυψη και προστασία.

«Οι δουλειές που αναγκάζεσαι να κάνεις [για] να πάρεις το μεροκάματό σου δεν είναι και οι ευκολότερες», θυμάται λ.χ. μια πενηντάχρονη (σήμερα) Βλάχα από το Φιέρ, που ήρθε στην Ελλάδα το 1991 σε ηλικία 18 ετών. «Οι Αλβανοί κάνουν τα πάντα. Αυτή είναι η κουβέντα. Πάρε τον Αλβανό, γιατί ο Αλβανός θα το κάνει. Ναι, ο Αλβανός θα το κάνει, ο Αλβανός δεν λέει όχι. Ξέρεις να βάφεις; Ξέρει να βάφει. Ξέρεις να καθαρίζεις; Ξέρει να καθαρίζει. Ξέρεις να σοβαντίσεις; Ξέρει να σοβαντίσει. Ναι, και δεν ήξεραν αλλά δεν έλεγαν δεν ξέρω. Κάνανε και ζημιές. Αλλά έπρεπε να πάρουν το μεροκάματό τους, έπρεπε να μάθουνε, έτσι; Και έτσι γινόταν. Δηλαδή οι δουλειές που έχουμε κάνει και οι ώρες που έχουμε δουλέψει ήταν τόσες πολλές και κάποιες φορές λες, αντέχει άνθρωπος; Ναι, αντέχει άνθρωπος».

Τρεις δεκαετίες αργότερα, η ίδια αφηγήτρια επισημαίνει ως αρνητικότερη συνέπεια του εργασιακού εκείνου καθεστώτος την απουσία κοινωνικής ασφάλισης: «Στα Τρίκαλα εγώ έχω δουλέψει όλη μου τη ζωή χωρίς ένσημα, δεν είχα. Αμα δεν έχεις χαρτιά, πώς θα έχεις ένσημα; Αυτό ήτανε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Δεν μπορείς μια ζωή να είσαι χωρίς ασφάλεια, θα έρθει μια μέρα να συνταξιοδοτηθείς. Πώς θα ζήσεις χωρίς σύνταξη, αύριο μεθαύριο; […] Θα μου πεις, επιλογή σου να πας να δουλέψεις χωρίς ασφάλεια. Ναι, πάω δουλεύω χωρίς ασφάλεια γιατί δεν με παίρνουν [αλλιώς], θέλω να ζήσω, θα σκεφτώ την ασφάλειά μου όταν δεν έχω λεφτά να αγοράσω το γάλα για το παιδί μου;»

Τον θεσμικό αποκλεισμό συμπλήρωνε κι επισφράγιζε ο κοινωνικός: «Αλλά ναι, υπήρχε και πάρα πολύ ρατσισμός. Δε θυμάμαι να υπήρχανε κοπέλες στην ηλικία μου στη συνοικία μου να κάνουνε παρέα με μας. Αυτοί που μας πλησίαζαν ήταν μόνο οι παππούδες και οι γιαγιάδες. […] Ητανε πολύ δύσκολο να τους πλησιάσεις για να σε κάνουνε φίλο. Ναι μεν, να σε βοηθάνε, να σου δώσουνε τα πράγματα που δεν χρειάζονται. Οκέι, οκέι, θα σου φέρουνε και κάποιοι και ένα κιλό μακαρόνια μια φορά, όπως κάνανε στην αρχή κάποιοι απ’ αυτούς. Αλλά ο φίλος τους δεν ήσουν, έτσι;»

Η διαπλοκή εθνικού και κοινωνικού αποκλεισμού θα επιβεβαιωθεί πανηγυρικά από την επαφή της ίδιας πάντα γυναίκας, ως εργαζόμενης, με τον κόσμο του άλλου άκρου: «Μπαίνεις στα σπίτια των πλουσίων που κάνουν δεξιώσεις, όπως εγώ έχει τύχει και έχω δουλέψει σε πολλές δεξιώσεις. Κάθονται και μιλάνε μεταξύ τους στις συζητήσεις τους και εσύ τους σερβίρεις πάνω από το κεφάλι να κάθεσαι να ακούς αυτό το πράγμα, ότι “Ε, να τώρα στέλνει και η καθαρίστρια το παιδί της για πιάνο και για μπαλέτο. Δεν είναι πλέον μόδα […] Δεν μπορούν να γίνουν όλοι δικηγόροι, πρέπει και κάποιοι να γίνουν και κάτι άλλο τέλος πάντων”. Δηλαδή, όταν ακούς τις κυρίες του υποτιθέμενου υψηλού επιπέδου, κυρίες οι οποίες δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους και δεν ξέρουν, δεν έχουν πάρει ούτε ένα μεροκάματο… Απλά, επειδή τυχαίνει να ’χουνε κάποιους πλούσιους άνδρες και θεωρούν ότι είναι σε άλλο επίπεδο να κάνεις τέτοιες συζητήσεις. Ναι, υπάρχουνε ταξικές διαφορές μεταξύ εθνικοτήτων, πλουσίων και οπουδήποτε τέλος πάντων υπάρχουν, υπάρχει ρατσισμός».

Λες και βλέπανε εξωγήινο

Ακόμη οδυνηρότερη υπήρξε ωστόσο αυτή η μεταναστευτική εμπειρία, όταν η μετακίνηση από την Αλβανία στην Ελλάδα συνδεόταν με ένα αίσθημα προσωπικής κοινωνικής υποβάθμισης.

«Οι ώρες ήταν ατέλειωτες, δεν τελειώνανε, δεν είχα μάθει τέτοια δουλειά», θυμάται χαρακτηριστικά μια δασκάλα από το Μπεράτι που ήρθε ως οικονομική μετανάστρια στα 29 της χρόνια το 1998, ύστερα από έξι χρόνια υπηρεσίας στη γενέτειρά της, για να δουλέψει στην Ελλάδα ως οικιακή βοηθός. «Δεν ήξερα καλά τι πρέπει να κάνω. Μου έλειπε η εμπειρία. Θα έπρεπε να κάνω δουλειές που δεν είχα κάνει ποτέ στην Αλβανία. […] Ολο αυτό, αυτή η ζωή που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτό που άφησα πίσω μού κόστιζε. Μου κόστιζε και μάλλον πλήγωσε την περηφάνια μου. Ειδικά όταν βρισκόμουν στην τουαλέτα να το καθαρίσω, εκεί ένιωθα πολύ άσχημα κι έλεγα πού είμαι, πού ήρθα, αυτό θα κάνω μια ζωή; Δεν μου έχει περάσει ακόμα και σήμερα αυτό».

Την υποκειμενική αίσθηση υποβάθμισης επιδείνωνε συχνά η υπεροπτική αντιμετώπιση των ντόπιων εργοδοτών: «Θυμάμαι πολύ καλά, όπως καθάριζα τα τζάμια, [η νοικοκυρά] έρχεται μαζί με την κόρη της και με κοιτούσαν λες και βλέπανε εξωγήινο. […] Δεν ήξερα τι μου λένε και άρχισαν να γελάνε μεταξύ τους τόσο πολύ που ένιωσα, εκεί ορκίστηκα ότι έπρεπε να μάθω την γλώσσα οπωσδήποτε. Και σωστά για να μην με κοροϊδεύουν. Πολύ γρήγορα αγόρασα ένα λεξικό, αλβανο-ελληνικό μάλλον. Το έχω ακόμα. Και άρχισα να προσέχω από την πρώτη εβδομάδα κάποιες λέξεις που μου έμεναν και [είχα] και ένα τετράδιο και τα έγραφα. Και από τον κουνιάδο μου που ήξερε καλά ελληνικά τον ρωτούσα για τα πάντα και έγραφα».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανάκτηση της προσωπικής αυτοπεποίθησης θα έρθει το 2014, όταν η αφηγήτρια αρχίζει να κάνει μαθήματα αλβανικών σε μεταναστόπουλα δεύτερης γενιάς: «Τα συναισθήματα γύρισαν πίσω, στα πρώτα χρόνια που βγήκα νεαρή δασκάλα και ήμουν στις αίθουσες με τα παιδιά».

Με το πέρασμα του χρόνου, και τις αλλαγές της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τα πράγματα είναι «σαφέστατα λίγο καλύτερα, γιατί τώρα πια έχουμε νόμιμα χαρτιά. Δεν φοβάμαι καθόλου στον δρόμο. Βέβαια αυτή η σκιά της αστυνομίας που σε ξεπερνάει όταν οδηγείς με το αυτοκίνητο και περνάει δίπλα σου, ναι, υπάρχει αυτός ο φόβος, δεν φεύγει. Απλά λες και έχεις, ψάχνεσαι, τι έκανα τώρα και μπορεί να… Αλλά όχι, δεν φοβάμαι ότι θα με σταματήσουν και θα είμαι παράνομη, δεν φοβάμαι να απαντήσω και σε ρατσιστές που θα συναντήσω».

Μερέντα και χλωρίνη

Διαφορετικές είναι οι μνήμες της 34χρονης σήμερα μετανάστριας από ένα παραμεθόριο χωριό της Αλβανίας, που ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς της το 1999. Οι αναμνήσεις της πριν από τον εκπατρισμό ισοδυναμούν εδώ με τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου:

«Εγώ έζησα στην Αλβανία ώς τα εννιά [μου χρόνια] και ως παιδάκι δεν θυμάμαι να μου λείπουν υλικά αγαθά. Ημουν ευχαριστημένη με τη ζωή εκεί, με τους φίλους. Είχαμε τη γιαγιά, τον παππού, τα ξαδέλφια, ήμασταν όλοι μαζί, παίζαμε όλη μέρα στην φύση. Εχω μεγαλώσει σε χωριό, οπότε όλη μέρα παίζαμε με τα χώματα, στο ποτάμι. Μας έπαιρνε η γιαγιά και ο παππούς στο χωράφι, εμείς χαιρόμασταν. Ανεβαίναμε στο άλογο, στο γαϊδούρι. Πηγαίναμε στο δάσος όπου ο θείος μάζευε ξύλα και εμείς μαζεύαμε άγριες φράουλες και τρώγαμε. Εγώ ένιωθα ότι περνάω τέλεια. […] Το σχολείο θυμάμαι ότι δεν είχε, τι να πω, θερμαινόμενο πάτωμα, αλλά είχε μια πολύ ζεστή δασκάλα, οπότε αυτό εμένα μου έφτανε. […] Οταν ζούσαμε εκεί δεν μπορούσα να καταλάβω τις στερήσεις σε υλικό επίπεδο, γιατί δεν είχα σύγκριση, δεν μπορούσα να κάνω σύγκριση».

Η πρωτοβουλία για την οικογενειακή μετανάστευση ανήκε στη μητέρα της αφηγήτριας, που είχε ήδη δουλέψει τα προηγούμενα χρόνια ως εργάτρια στα χωράφια της Βόρειας Ελλάδας. Επιλογή που καθορίστηκε εν μέρει από ένα πλέγμα προηγούμενων αποκλεισμών και υλοποιήθηκε σε ρήξη με την πατριαρχική τοπική κοινωνία: «Στην Αλβανία οι γονείς μου ήταν αγρότες […]. Είχαν τελειώσει το γυμνάσιο εκεί πέρα, δεν σπούδασαν κάτι. Η μαμά μου, γιατί είχε ένα θείο ο οποίος το είχε σκάσει όταν τα σύνορα ήταν κλειστά, οπότε όλη η οικογένεια αμαύρωσε το όνομά της και δεν μπορούσανε να σπουδάσουνε. […] Πρώτα η μαμά μου έφυγε από την Αλβανία. Είχε ακούσει τα χειρότερα κι όταν ήταν να μας πάρει εμάς την έλεγαν πουτάνα και πού θέλει να μας πάει στην Ελλάδα και εκεί πέρα στις γυναίκες τούς φέρνονται άσχημα και εμείς θα ζήσουμε πολύ δύσκολα. Ωστόσο η μαμά μου μας έλεγε ότι θα τρώμε όλη μέρα μερέντα και ότι θα περάσουμε πολύ ωραία [δάκρυα]. […] Η μαμά μου έβλεπε ότι δεν έχουμε μέλλον, όπως λέει και τώρα, στην Αλβανία, επειδή ζούσαμε σε ακραία φτώχεια. Επειδή είχε έρθει στην Ελλάδα έστω για λίγο, είχε δει πώς ζούνε οι άνθρωποι, επέμενε πάρα πολύ στο να φύγουμε, ο μπαμπάς μου δεν ήθελε ποτέ να φύγουμε. Και έδωσε μια πολύ σοβαρή μάχη για να μας πάρει από κει».

Αποκαλυπτική για την υλική ανισότητα που υπαγόρευσε το μεταναστευτικό κύμα της εποχής είναι η περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων του ελληνικού «πλούτου» που η μετανάστρια μητέρα έφερνε κατά καιρούς στο χωριό: «Αντικείμενα που για εμάς ήταν φοβερά και τρομερά. Τύπου ένα μπουκάλι ούζο 12, το μπουκάλι της χλωρίνης, μπουκάλια από τα απορρυπαντικά, εμείς τα είχαμε βάλει σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας και όταν ήρθε μετά στην Ελλάδα έβλεπα ότι αυτά που για εμάς ήταν φοβερά αντικείμενα, ήτανε απλά στα σκουπίδια και ήτανε συσκευασίες, ενώ εμείς, εγώ θυμάμαι να τα σκουπίζω σαν κάτι ιερό στο σπίτι, να τα κοιτάμε και να λέμε».

Ο μηχανισμός της ένταξης

Η κοινωνική ένταξη των Αλβανών μεταναστών, μέσα στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν το άνοιγμα των συνόρων, υπήρξε μια διαδικασία ταυτόχρονα συλλογική και ατομική. Για τις συνθήκες που την επέβαλαν, αλλά και τις παράπλευρες πτυχές αυτής της διαδικασίας, χαρακτηριστική είναι η αφήγηση μιας 32χρονης (σήμερα) δικηγόρου, που ήρθε στην Ελλάδα το 1994 σε ηλικία δύο χρόνων, στο μεταίχμιο μετανάστευσης και δεύτερης γενιάς, και την προηγούμενη δεκαετία εργάστηκε ως φιλόλογος στον ιδιωτικό τομέα:

«Σαν παιδί αντιλαμβανόμουν υποσυνείδητα, από τα βιώματά μου, ότι δεν πρέπει να διαφέρεις. Για να μπορέσεις να ενταχθείς, πρέπει να είσαι όμοιος με τους άλλους και σίγουρα η γλώσσα, η επικοινωνία, είναι το πρώτο πράγμα. Οπότε, από κει που μιλούσα αλβανικά, γιατί η πρώτη μου γλώσσα ήταν η αλβανική, σταδιακά άρχισα να μαθαίνω τα ελληνικά χωρίς προφορά, να βελτιώνω την προφορά μου διαρκώς, και καταλάβαινα ότι το πρώτο πράγμα [ήταν πως] έπρεπε να μιλήσω, μετά έπρεπε να μιλήσω χωρίς προφορά, μετά έπρεπε να αποτινάξω οτιδήποτε που θα θύμιζε Αλβανία από πάνω μου. Και όλον αυτό τον μηχανισμό τον κατάλαβα υποσυνείδητα. Δηλαδή έβλεπες ότι όσο διαφέρεις σε κοιτάνε περίεργα, οπότε άρχισα να παρατηρώ ότι όταν μιλούσα ελληνικά γινόμουν αποδεκτή, όταν ντυνόμουν όπως οι άλλοι γινόμουν πιο αποδεκτή. Οπότε καταλάβαινα ότι πρέπει να γίνεις όμοιος για να είσαι οκέι και ασφαλής».

Το μάθημα αυτό είχε αποκτηθεί κάθε άλλο παρά ανώδυνα: «Με τη βοήθεια των νονών μου, των ανθρώπων που με βάφτισαν στη συνέχεια, καταφέραμε να μπω στο νηπιαγωγείο. Και εκεί εγώ δεν ήξερα να μιλάω ελληνικά. Οπότε ξαφνικά δε μιλούσα καθόλου, ήμουν σιωπηλή, δεν ήξερα κανέναν. […] Και θυμάμαι πάντα καθόμουν στη γωνία, κάτω σκυμμένη και θυμάμαι κάπως λίγο να με κλοτσάνε τα άλλα παιδιά ή να με κοιτάνε περίεργα, να προσπαθούν να καταλάβουν τι είμαι, τι κάνω, να με χτυπάνε να μιλήσω, να αντιδράσω, να… δεν ξέρω. Πιστεύω όχι με κακία, αλλά για να καταλάβουν κι αυτά τι ήμουνα εγώ. Γιατί δεν ήμουν σαν τους άλλους».

Η διαδρομή από τις εφημερίδες-τραπεζομάντιλο στο κέτερινγκ, καταγεγραμμένη σ’ ένα από τα οικογενειακά άλμπουμ που εκτέθηκαν στον Ταύρο | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Από κει και πέρα, οι ρυθμοί της ένταξης ταυτίζονται σχεδόν με τα βιώματα μιας δύσκολης και σταδιακής κοινωνικής ανόδου που βίωνε και μια μερίδα παιδιών της ντόπιας εργατικής τάξης:

«Υπήρχε η αίσθηση ότι ακολουθούμε το ότι κάνουν οι άλλοι, αλλά όχι ακριβώς όπως το κάνουν οι άλλοι. Δηλαδή, προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε στην κοινωνία και σε αυτά που έχει θέσει η ελληνική κοινωνία, αλλά εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε, αλλά το προσπαθούμε. Κι αυτό συνέβαινε σε πολλά πράγματα. […] Θυμάμαι, η συμμαθήτριά μου η Εύη κάθε χρόνο άλλαζε τσάντα. Εγώ δεν άλλαζα κάθε χρόνο, άλλαζα χρονιά παρά χρονιά. Εντάξει, εντέλει δεν με πήρε… θυμάμαι ότι ήθελα να αλλάζω σαν τα άλλα παιδιά τσάντα, τα ελληνόπουλα, γιατί υπήρχαν και παιδιά από την Αλβανία που δεν άλλαζαν καν τσάντα. Οπότε αντιλαμβανόμουν ότι ήμουνα σε μια μέση κατάσταση κι αυτό δε με στεναχωρούσε τόσο. […]

Οταν έβλεπα τις φωτογραφίες, παρατηρούσα την εξέλιξή μας από ένα πολύ βασικό πράγμα: από τα τραπεζομάντιλα. […] Υπήρχε πάντοτε η θέληση να είμαστε κανονικοί και να κάνουμε τα γλέντια όπως στην Αλβανία, στην κοινωνικοποίησή μας με το φαγητό μας, με το κρασάκι μας, με την μπίρα μας, αλλά μας έλειπαν βασικά αγαθά όπως το τραπεζομάντιλο. Οπότε είχαμε τις εφημερίδες να λειτουργούν σαν τραπεζομάντιλο. […] Σιγά σιγά αυτό εξελισσόταν. Οι εφημερίδες έγιναν τραπεζομάντιλο, το τραπεζομάντιλο σταδιακά άρχισε να γίνεται πιο καλό τραπεζομάντιλο, μετά όσο περνούσαν τα χρόνια εξελιχθήκαμε ακόμα περισσότερο, κάναμε γιορτές με catering, δηλαδή ανθρώπους που μας στήνανε πλέον τα τραπεζομάντιλα και τα τραπέζια […]. Και το φαγητό αντίστοιχα, από ελιές και τυρί και λίγο λουκάνικο ψητό, πήγαμε σε catering με φαγητά λίγο πιο εκλεπτυσμένα, από διάφορες κουζίνες».

Πηγή: efsyn.gr

«Θα πάρουμε ποτέ σύνταξη; – Α do të marrim ndonjëherë pension?»: Η ρατσιστική διάταξη για τις συντάξεις των μεταναστ(ρι)ών

Τετάρτη, 19/07/2023 - 20:25

Το ζήτημα της ρατσιστικής διάταξης στις προϋποθέσεις χορήγησης της εθνικής σύνταξης αναλύει η Πρωτοβουλία Αλβανών Μεταναστ(ρι)ών και Αλληλέγγυων, παραθέτοντας και σχετικά παραδείγματα. Όπως εξηγεί η Πρωτοβουλία, από το 2016 έχει θεσμοθετηθεί μία δυσμενής διάκριση κατά των μεταναστρών/στριών στο ασφαλιστικό. Πέρα από τα 20 χρόνια εργασίας για να πάρουν ολόκληρη την εθνική σύνταξη των 414 ευρώ, το ελληνικό κράτος απαιτεί και 40 χρόνια νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, ειδάλλως η σύνταξη μειώνεται. Με το καθεστώς που ισχύει σήμερα, «ένας μετανάστης, ένας ομογενής και ένας Έλληνας που έχουν δουλέψει το ίδιο διάστημα με τον ίδιο μισθό θα πάρουν άλλη σύνταξη» τονίζει η Πρωτοβουλία στο κείμενό της, διαθέσιμο σε ελληνικά και αλβανικά.

Ολόκληρο το κείμενο της Πρωτοβουλία Αλβανών Μεταναστ(ρι)ών και Αλληλέγγυων, σε ελληνικά και αλβανικά

Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τα πρώτα κύματα αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα. Πολλές και πολλοί από εμάς ήρθαμε σε νεαρή ηλικία, γεμάτοι ελπίδες που γρήγορα διαψεύστηκαν. Με πολύ κόπο, ιδρώτα και θυσίες διεκδικήσαμε μια αξιοπρεπή ζωή. Το σίγουρο είναι πως όλα αυτά τα χρόνια δουλέψαμε, δουλέψαμε πάρα πολύ σε κάθε λογής δουλειά. Οι περισσότερες από εμάς “μαύρα” ή με ελάχιστα ένσημα. Μέσω της εκμετάλλευσής μας συνεισφέραμε και με το παραπάνω στο “οικονομικό θαύμα” του 2000.

Τώρα όμως, που εμείς φτάνουμε σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνειδητοποιούμε πως μάλλον δε θα πάρουμε ποτέ σύνταξη ή θα πάρουμε ψίχουλα. Κι αυτό εξαιτίας των ρατσιστικών διατάξεων σε βάρος των μεταναστών που ψηφίστηκαν το 2016 επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Δυστυχώς, οι πιέσεις της δεξιάς και της ακροδεξιάς όρισαν τότε, για άλλη μια φορά, την πολιτική ατζέντα, όπως συμβαίνει έως τώρα. Η κυβέρνηση της ΝΔ, ενέτεινε και μελλοντικά θα συνεχίζει να εντείνει τις ρατσιστικές διακρίσεις εις βάρους μας.

Ποιος δικαιούται σύνταξη;

Στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, σύνταξη δικαιούνται να πάρουν τα άτομα που έχουν ορισμένα ελάχιστα χρόνια εργασίας με ασφάλιση και νόμιμη διαμονή στη χώρα. Ο υπολογισμός του ποσού που λαμβάνει το κάθε άτομο γίνεται βάσει αυτών των παραγόντων. Δυστυχώς, οι όροι αυτοί χειροτέρεψαν, όπως προείπαμε, από το νόμο Κατρούγκαλου που ψήφισε το 2016.

Τι ίσχυε πριν το νόμο Κατρούγκαλου το 2016;

Με τον προηγούμενο νόμο, για να πάρει κάποιο άτομο σύνταξη, έπρεπε να:
– έχει τουλάχιστον 4500 ένσημα (15 χρόνια εργασίας με πλήρη ασφάλιση)
-έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας (67 χρόνια)

Με αυτές τις 2 προϋποθέσεις λάμβανε το ελάχιστο ποσό των 484€ προ κρατήσεων που σήμαινε περίπου 450€καθαρά.

Τι ισχύει με τον νόμο Κατρούγκαλου (2016 και μετά)

Ο νόμος αυτός έσπασε τη σύνταξη σε δύο κομμάτια. Το ένα κομμάτι ονομάστηκε εθνική σύνταξη που την χορηγεί το κράτος και το άλλο ανταποδοτική που την χορηγούν τα ασφαλιστικά ταμεία. Το τελικό ποσό υπολογίζεται ως άθροισμα αυτών των δύο.Για να μπορέσει ένα άτομο να συνταξιοδοτηθεί πρέπει να πληροί τις ίδιες περίπου προϋποθέσεις που υπήρχαν και πριν.

Αυτό που αλλάζει δραματικά είναι ο τρόπος υπολογισμού του ποσού της εθνικής σύνταξης διότι ο νόμος Κατρούγκαλου προσέθεσε έναν ακόμα παράγοντα. Τα έτη μόνιμης και νόμιμης διανομής στην Ελλάδα.
Η εθνική σύνταξη έχει μέγιστο ποσό τα 414€.

Για να λάβει κάποιος αυτό το ποσό πρέπει να έχει6000 ένσημα (20 χρόνια εργασίας με πλήρη ασφάλιση) 40 χρόνια μόνιμης και νόμιμης διανομής στην Ελλάδα εκτός των ομογενών που είναι 30.

Να έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας (67)

Για κάθε χρόνο από τα 40 έτη που δε μπορεί να αποδείξει ότι ζούσε νόμιμα στην Ελλάδα η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40. Επίσης μειώνεται κατά 2% για κάθε χρόνο που λείπει από τα 20 (με κατώτατο όριο τα 15 έτη).

Δηλαδή αν κάποιος/α έχει 15 έτη ασφάλισης η εθνική σύνταξη διαμορφώνεται στα 373€ αρχικά. Αλλά και πάλι μειώνεται για κάθε έτος που λείπει από τα 40 έτη νόμιμης διαμονής (εκτός αν είναι ομογενής όπου ζητώνται 30).

Στην εθνική προστίθεται η ανταποδοτική σύνταξη που υπολογίζεται από τα έτη και είδη ασφάλισης. Σε γενικές γραμμές το ποσό αυτό για τους μετανάστες και μετανάστριες κυμαίνεται από τα 80€ ως τα 150€ περίπου.Θα κάνουμε 2 παραδείγματα για τον κατά προσέγγιση υπολογισμό της σύνταξης μεταναστών/στριών που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

Παράδειγμα 1.

Μετανάστης/στρια που ήρθε στην Ελλάδα το 1992. Νομιμοποιήθηκε το 2001 και μένει από τότε με άδεια παραμονής, άρα 22 χρόνια νόμιμης διαμονής. Εργάζεται με πλήρη ασφάλιση από το 2003 (20 χρόνια). Το ποσό που θα πάρει είναι :414*(22/40) ή 227,7€ από την εθνική σύνταξη + περίπου 158.7€ από την ανταποδοτική = 386,4€

Παράδειγμα 2.

Μετανάστης/στρια που ήρθε στην Ελλάδα το 1997. Νομιμοποιήθηκε το 1999, έμεινε στην Ελλάδα μέχρι το 2010 (11 χρόνια νόμιμα). Γύρισε ξανά νόμιμα το 2017 (μέχρι σήμερα 6 χρόνια) και έχει 15 χρόνια νόμιμης εργασίας (4500 ένσημα). Το ποσό που θα πάρει είναι :373*(18/40) ή 168€ από την εθνική σύνταξη + περίπου 115€ από την ανταποδοτική = 283€

*Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής θεωρήσαμε σενάριο μέσου μικτού μισθού 1000€ (820 € καθαρά)

Γιατί ο νόμος αυτός είναι ρατσιστικός;

Ο νόμος αυτός είναι ρατσιστικός, γιατί συνδέοντας το διάστημα νόμιμης παραμονής στην χώρα με το ποσό της σύνταξης, κάνει δυσμενή διάκριση προς τους μετανάστες. Ένας μετανάστης, που έχει συνεισφέρει ακριβώς τα ίδια λεφτά στα ταμεία, θα πάρει πολύ μικρότερη σύνταξη.

Αν στο Παράδειγμα 1 βάλουμε στη θέση του μετανάστη ένα Έλληνα η σύνταξη που προκύπτει είναι περίπου 530€.

Το ίδιο το ελληνικό κράτος κατάλαβε το πρόβλημα που προκύπτει με τα 40 χρόνια νόμιμης διαμονής και μείωσε το διάστημα για τους ομογενείς στα 30 χρόνια για να μην μειωθούν οι συντάξεις τους. Με το νόμο αυτόν δηλαδή, οι αλλοδαποί κρίνονται με διαφορετικά κριτήρια διαμονής. Δεύτερον, ένας μετανάστης, ένας ομογενής και ένας Έλληνας που έχουν δουλέψει το ίδιο διάστημα με τον ίδιο μισθό θα πάρουν άλλη σύνταξη!

Τα ποσά που προκύπτουν για τις συντάξεις των μεταναστών είναι σχεδόν στο σύνολό τους κάτω από το ποσό των 360€ που το ελληνικό κράτος δίνει ως επίδομα – ελεημοσύνη για όσους υπερήλικες δεν έχουν δικαίωμα συνταξιοδότησης. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, έχει μπει ως διάκριση το κριτήριο των 35 χρόνων διαμονής που κουτσουρεύει το επίδομα για τους μετανάστες.

Τι ζητάμε;

Για εμάς είναι προφανές πως με αυτά τα λεφτά δε μπορούμε να ζήσουμε. Θεωρούμε κατάφωρη αδικία και πρωτοφανή ληστεία του κόπου μας τον νόμο Κατρούγκαλου.Επιφυλασσόμαστε για νομικές διεκδικήσεις.

• Απαιτούμε εδώ και τώρα να αποσυνδεθεί ο χρόνος νόμιμης διαμονής από τον υπολογισμό της σύνταξης
κοινωνικής ασφάλισης!

• Απαιτούμε τη σύναψη διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας που να συμψηφίζει δίκαια τον χρόνο εργασίας σε κάθε χώρα!

Α do të marrim ndonjëherë pension?

Kanë kaluar më shumë se 30 vjet nga hapat e para të emigracionit shqiptarë në Greqi. Shumë prej nesh erdhën në moshë të re, plot shpresa që u shuan shpejt. Me shumë mundime, djersë e sakrifica kërkuam një jetë dinjitoze. Pa dyshim, gjatë gjithë këtyre viteve kemi punuar jashtëzakonisht shumë, pothuajse në të gjitha frontet e punës, kryesisht të atyre që konsiderohen të rëndomta. Shumica prej nesh kanë punuar në punë “të zezë” pa siguracione e të drejta sociale ose në rastin më të mirë me siguracione minimale.
Nëpërmjet shfrytëzimit të ushtruar ndaj nesh u arrit “mrekullia ekonomike” e 2000 -tës. Dhe tani që plotësojmë moshën e pensionit e kuptojmë se ndoshta nuk do të marrim asnjëherë pension ose në rastin më shpresëdhënës do marrin thërrime. Dhe kjo për shkak të ligjit racist që u miratua në vitin 2016 nën qeverinë SYRIZA-ANEL. Është e qartë se presioni që u ushtrua prej forcave të djathta dhe ekstremit të djathtë vendosi atëherë axhendën politike ashtu siç po bën edhe tani. Qeveria Demokracia e RE, intenson dhe do vazhdojë të intensoj dallimet raciale në kurrizin tonë.
Kush ka të drejtë për pension?

Sistemi Grek i sigurimeve parashikon se kanë të drejtë pensioni personat që kanë një numër minimal të caktuar vitesh në marrëdhënie pune me sigurime shoqërore si edhe leje qëndrimi në Greqi. Llogaritja e të ardhurave mujore të pensionit që duhet të marrë çdo person varet nga faktorët e sipërpërmendur. Fatkeqësisht, siç e përmendëm më lart, këto kushte u përkeqësuan nga ligji Katrugalo i cili u miratua në vitin 2016.

Çfarë parashikohej para ligjit Katrugalo?

Sipas ligjit të mëparshëm, që një person të përfitojë pension, duhej të dispononte të paktën:
4500 pulla të sigurimeve shoqërore (15 vite pune me sigurim të plotë) Të ketë plotësuar moshën e duhur (67 vjeç). Me këto 2 kushte personi do të merrte shumën minimale prej 484 euro, përveç tatimit mbi të ardhurat që do të thotë pothuajse 450 euro neto.

Çfarë zbatohet nën ligjin Katrugalo (2016 e në vazhdim)

Ky ligj e ndau pensionin në dy pjesë. Një pjesë u quajt pension kombëtar që jepet nga shteti dhe pjesa tjetër u quajt pension kompensues që jepet nga fondet e sigurimeve. Shuma totale përfundimtare llogaritet duke i mbledhur këto të dyja. Νjë person që të mund të dalë në pension duhet të plotësojë afërsisht të njëjtat kushte si më parë.

Ajo që ndryshon në mënyrë dramatike është mënyra e llogaritjes të të ardhurave të pensionit kombëtar, sepse ligji Katrougalo shtoi një tjetër faktor. Vitet e qëndrimit të përhershëm dhe të ligjshëm në Greqi.

Pensioni kombëtar arrin një shumë maksimale prej 414 euro. Që të marrë këtë shumë personi duhet të plotësojë këto kushte:

• 6000 pulla sigurimesh shoqërore (20 vjet punë me sigurim të plotë)

• 40 vjet qëndrim të përhershëm dhe të ligjshëm në Greqi (përveç minoritarëve grek për të cilët
parashikohen 30 vjet)

• Të kenë arritur moshën e nevojshme (67)

Për çdo vit të 40-të viteve që personi nuk mund të vërtetojë se ka qënë i ligjshëm në Greqi, pensioni kombëtar ulet në 1/40 (dmth 1/40 x 414 = 414/40 = 10,35 euro). Gjithashtu zvogëlohet në 2% për çdo vit që mungon nga të 20-tat (me kushtin minimal 15 vite).
Domethënë, nëse dikush ka 15 vite sigurime shoqërore, pensioni kombëtar fillimisht është 373 euro. Porgjithsesi zvogëlohet për çdo vit që i mungon nga 40 vjet të qëndrimit të ligjshëm (veçse nëse është minoritar dhe i kërkohen 30 vjet).
Pensionit kombëtar i shtohet pensioni kompensues i llogaritur nga vitet dhe mënyrat e sigurimeve. Në përgjithësi, shuma e këtij pensioni për emigrantët/tet rezonon përafrësisht nga 80 deri në 150 euro.
Po paraqesim 2 shembuj për llogaritjen e përafërt të pensionit të emigranteve/emigrantëve të cilët kanë krijuar
të drejtë pensioni:

Shembulli 1.

Një emigrant/te i ardhur në Greqi në vitin 1992. U legalizua në vitin 2001 dhe që atëherë ka jetuar me leje qëndrimi, pra 22 vite me qëndrim të ligjshëm. Punon me sigurim të plotë që nga viti 2003 (20 vite). Pensioni që do të marrë është: 414 x 22/40 = 227,7€ nga pensioni kombëtar + rreth 158,7€ nga pensioni kompensues = 386,4€!

Shembulli 2.

Një emigrant/te i/e ardhur në Greqi në vitin 1997. U legalizua në vitin 1999, qëndroi në Greqi deri në vitin 2010 (11 vjet i ligjshëm). Është rikthyer në Greqi legalisht në vitin 2017 (6 vjet deri më sot) dhe ka 15 vite pune të siguruara (4500 pulla).
Pensioni që do të marrë është: 373 x 18/40 = 168€ nga pensioni kombëtar + afërsisht 115€ nga pensioni kompensues = 283€!

Për llogaritjen e pensionit kompensues morrëm si shembull skenarin e mesatares së pagës bruto 1000euro (820 € neto).

Pse ky ligj është racist?

Ligji është racist sepse duke e lidhur kohëzgjatjen e qëndrimit të ligjshëm në Greqi me shumën e pensionit bën dallim diskriminues ndaj emigrantëve. Një emigrant që ka kontribuar konkretisht me të njëjtat të ardhura në fondet e sigurimeve sociale do të marr një pension shumë më të vogël. Nëse në shembullin 1 vendosim një Grek në vend të emigrantit, pensioni që rezulton është afërsisht 530 euro.
Vetë shteti grek e kuptoi problemin që lind me 40 vitet e qëndrimit të ligjshëm dhe e reduktoi periudhën për minoritarët në 30 vite në mënyrë që të mos zvogëlohet pensioni i tyre. Domethënë me këtë ligj, të huajt vlerësohen me kritere të ndryshme qëndrimi.

Gjithashtu, një emigrant, një minoritar dhe një grek që kanë punuar për të njëjtën periudhë kohore, me të njëjtën pagë do të marrin pension të niveleve të ndryshme midis tyre!
Shumat që rezultojnë për pensionet e emigrantëve gjenden pothuajse nën nivelin e shumës së 360 euro-ve që shteti grek jep si ndihmesë – një lloj lëmoshe për të moshuarit të cilët nuk themelojnë të drejtë pensioni. Por edhe në këtë rast, është futur si dallim kriteri i 35 viteve qëndrimi, gjë që gjymton ndihmesën për emigrantët.

Cilat janë kërkesat tona?

Është e qartë se me këto të ardhura pensioni ne nuk mund të jetojmë. Ne e konsiderojmë ligjin Katrugalo një padrejtësi të hapur dhe një grabitje të punës sonë. Rezervojmë të drejtën e kërkesave të mëtëjshme ligjore.

• Kërkojmë që të shkëputet menjëherë koha e qëndrimit të ligjshëm nga llogaritja e pensionit!

• Kërkojmë formimin e një marrëveshjeje midis Greqisë dhe Shqipërisë për kompensimin e drejtë të
kohës së punës në çdo vend!

Όχι αλβανικά στα παιδιά!

Δευτέρα, 01/11/2021 - 17:04
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν και ήρθαμε μετανάστες στην Ελλάδα, από συγκυρία και λόγω γνωριμίας με μια οικογένεια από την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, βρεθήκαμε στη Δράμα. Νέοι γονείς τότε και μακριά από τους δικούς μας γονείς, βρέθηκαν δίπλα μας άνθρωποι που ως τότε, ούτε μας ήξεραν, ούτε τους ξέραμε. Ανοίξανε την αγκαλιά τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και μας έκαναν να νιώσουμε μια κάποια οικογενειακή θαλπωρή και ασφάλεια.

ΓΡΑΦΕΙ Ο NIKO AGO

«Το καλύτερο για εκείνα θα είναι να τους μιλάτε στα ελληνικά. Ακόμα κι αν εσείς οι ίδιοι, δεν μιλάτε καλά ακόμα. Διότι έτσι, όταν πάνε στο παιδικό και μετά στο σχολείο, τα παιδιά δεν θα πέφτουν θύματα ρατσισμού. Κανείς δεν θα μπορεί να τα αποκαλεί αλβανάκια», μας συμβούλεψε η πιο κοντινή μας φίλη. Κι επειδή εκείνη και η οικογένειά της, μας είχε βοηθήσει πραγματικά, την ακούγαμε με ευλάβεια. Η λέξη “Αλβανός”, είχε προλάβει να γίνει συνώνυμο του “ένοχος”. Εξάλλου, και άπειροι γονείς ήμασταν, και νέοι σε ηλικία, και σε ξένη χώρα είχαμε βρεθεί. Όταν είσαι νέος μετανάστης, μέχρι να πάρεις “μυρωδιά” από την κοινωνία που έχεις βρεθεί, χάνονται μερικά πολύ χρήσιμα χρόνια.

Έτσι λοιπόν και έγινε. Μιλήσαμε ελληνικά στις δυο μας κόρες, “για να μην υποστούν ρατσισμό”. Με αυτό τον τρόπο, “κερδίσαμε” εμείς και αυτές για κάποιο διάστημα την σιωπή των ρατσιστών αλλά χάσαμε κάτι πολύ σπουδαίο: Οι γονείς μου, μέχρι που πέθαναν, δεν μπόρεσαν να μιλήσουν με τις μεγάλες μου κόρες άνετα στα αλβανικά, στη γλώσσα που ήξεραν και ήθελαν. Ευτυχώς, οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας τους, μιλούσαν (και) ελληνικά. Στην Ελλάδα, δεν υπήρχε τότε η δυνατότητα, ούτε και τώρα υπάρχει, τα παιδιά των μεταναστών να διδάσκονται στα σχολεία και τη μητρική γλώσσα των γονιών τους.

Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, η ζωή μου πήρε άλλη κατεύθυνση και αναγκαζόμενος να αφήσω την Ελλάδα, βρέθηκα στη Σουηδία. Ξανά μετανάστης, ξανά από την αρχή. Όλα. Εδώ μεγαλώνουν οι δυο μικρότερες κόρες μου.

Έχοντας την “πικρή” εμπειρία της Ελλάδας, αποφασίσαμε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, από την κοιλιά της μητέρας τους ακόμα, αλβανικά και ελληνικά. Εξάλλου, τα ελληνικά έγιναν πια η γλώσσα μας και δεν την θεωρούμε ξένη.

Όπως και στην Ελλάδα, βρήκαμε εδώ φίλους που μας συμπαραστάθηκαν στα πρώτα βήματα. Παρά το γεγονός πως είχαμε αποφασίσει πώς θα μιλάμε στα παιδιά, πήραμε και τη γνώμη των καινούργιων μας φίλων, για το πώς θα ήταν καλύτερα να μιλάμε στα παιδιά.

«Να μιλάτε στις γλώσσες σας, εννοείται. Και τις γνωρίζετε καλύτερα, και τα παιδιά θα πάνε στο παιδικό και στο σχολείο μετέπειτα, “οπλισμένα” με δυο επιπλέον γλώσσες. Θα καταλάβουν όταν μεγαλώσουν, τι “πλούτο” τους έχετε προσφέρει», μας συμβούλεψαν.

Έτσι κι έγινε. Οι μικρές μιλάνε αλβανικά, ελληνικά και σουηδικά. Καθόμαστε στο τραπέζι μας και μιλάει ο καθένας τη γλώσσα του. Αλλά μιλάμε μεταξύ μας. Και στο σχολείο, το σουηδικό κράτος πληρώνει δάσκαλο και η μεγαλύτερη από τις μικρές, που πάει πρώτη δημοτικού, διδάσκεται εκτός των σουηδικών, αλβανικά και ελληνικά. Και θύμα ρατσισμού δεν έχει πέσει, και η ένταξη όλων μας, μάλλον δεν έχει πάει άσχημα ως τώρα. Μάλλον το αντίθετο. Η δε καλύτερη φίλη της, που έχει και τους δυο γονείς Σουηδούς και έρχεται συχνά σπίτι μας, έχει μάθει και αυτή αρκετές λέξεις στα ελληνικά και αλβανικά.

Το λυπηρό της υπόθεσης είναι πως δεν ζουν πια οι γονείς μου, να μπορούν να μιλήσουν μαζί τους. Έφυγαν με την εντύπωση πως, όταν τα παιδιά μεταναστεύουν, τα εγγόνια δεν μιλάνε καλά τη γλώσσα τους. Λανθασμένη αλλά το φταίξιμο ήταν δικό μου και των φίλων μας. Που φυσικά, ήθελαν να μας προστατέψουν. Για να μην υποστούν τα παιδιά ρατσισμό...


*Ο Niko Ago είναι Δημοσιογράφος της Δημόσιας Σουηδικής Τηλεόρασης, SVT

Πηγή: 2020mag.gr

Τα δακτυλικά αποτυπώματα «αποκάλυψαν» δύο κρησφύγετα των Αλβανών

Τετάρτη, 24/07/2013 - 20:14

Η ταυτοποίηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, που βρέθηκαν σε εγκαταλειμμένο σπίτι στο Άνω Ζάλογγο, υποδεικνύει τους κακοποιούς Μαριάν Κόλα και Ιλίρ Κούπα. Όπως όλα δείχνουν το εγκαταλειμμένο σπίτι, ήταν κρησφύγετο των δραπετών έως τα ξημερώματα της Κυριακής, όταν επιχείρησαν να διαφύγουν προς την Αλβανία και έπεσαν σε ενέδρα ανδρών της ΕΚΑΜ, με τους οποίους συνεπλάκησαν με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του Μ. Κόλα.

Ωστόσο, ένα άλλο δακτυλικό αποτύπωμα, το οποίο ταυτοποιήθηκε σε σπίτι στο χωριό Πολύδροσο Θεσπρωτίας και ανήκει στον Ιλίρ Κούπα -τον κακοποιό που κατάφερε να διαφύγει μετά τη συμπλοκή στη Βροσίνα -, εστιάζει τις έρευνες στην περιοχή. Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές το αποτύπωμα του Ι. Κούπα βρέθηκε στο ψυγείο και σε άλλα σκεύη που υπήρχαν στο σπίτι.