Φωνές μιας αόρατης εργατικής τάξης
Δευτέρα, 14/10/2024 - 16:03ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Μια ματιά «από τα μέσα» σε τρεις δεκαετίες αλβανικής μετανάστευσης
Τρεισήμισι σχεδόν δεκαετίες έχουν περάσει από τον Γενάρη του 1991, όταν ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός άλλαξε ανεπάντεχα σελίδα, με τη μαζική έλευση χιλιάδων Αλβανών να σηματοδοτεί τη μετατροπή της Ελλάδας από χώρα εξαγωγής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Τάση που προϋπήρχε βέβαια τα προηγούμενα χρόνια, με άλλα -σαφώς μικρότερα- μεταναστευτικά ρεύματα (Πολωνοί πολιτικοί και οικονομικοί πρόσφυγες, Φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί κ.λπ.), αλλά που το άνοιγμα των αλβανικών συνόρων της προσέδωσε πλέον τον χαρακτήρα δομικού φαινομένου.
Αντικείμενο απίστευτου ρατσισμού, που εν μέρει τουλάχιστον οφειλόταν στην ενόχληση των «εξευρωπαϊσμένων» ντόπιων μικροαστών από το γεγονός πως οι επήλυδες γείτονες θύμιζαν ενοχλητικά τους δικούς τους παππούδες, οι Αλβανοί εκείνοι μετανάστες, άντρες και γυναίκες, δούλεψαν σκληρά και ρίζωσαν στον τόπο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις κοινότητες που εκπατρίζονται αναζητώντας καλύτερη τύχη σε κάποιον πλουσιότερο (κι όχι πάντα ιδιαίτερα φιλόξενο) «παράδεισο».
Η βαλκάνια πολιτισμική εγγύτητά τους προς τους γηγενείς, που τη δεκαετία του 1990 «πρόσβαλλε» τον νεοπλουτισμό μιας μεγάλης μερίδας αυτών των τελευταίων, διευκόλυνε κι αυτή τούτη την ένταξη: οι κώδικες επικοινωνίας ήταν κοινοί, το ίδιο και οι αξίες.
«Να ξαναδούμε, μέσα από τα μάτια των μεταναστ(ρι)ών, την Ελλάδα των τελευταίων 30-και-κάτι χρόνων» | Δελτίο Τύπου της έκθεσης «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες»
Ποιος θυμάται πλέον εκείνους τους ανεκδιήγητους «συλλόγους ληστευθέντων», εκπρόσωποι των οποίων καλούνταν κάθε τρεις και λίγο στα τηλεοπτικά παράθυρα της ύστερης δεκαετίας του 1990, αμέσως μετά το πρώτο κύμα νομιμοποίησης των ξένων εργατών με την παροχή «πράσινης κάρτας» από την κυβέρνηση Σημίτη; Και, κυρίως, ποιος θυμάται την επιχειρηματολογία που ξεδίπλωναν τότε, μέσα από τα φιλόξενα ιδιωτικά κανάλια, συκοφαντώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σαν συλλογικό κοινωνικό κίνδυνο: «Εμείς δεν είμαστε ρατσιστές. Το πρόβλημά μας είναι ειδικά οι Αλβανοί, επειδή είναι ράτσα φύσει εγκληματική. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τους υπόλοιπους, φιλήσυχους κι εργατικούς μετανάστες. Ποιον ενοχλούν λ.χ. οι Πακιστανοί; Αν χρειάζονται εργατικά χέρια, να φέρουμε Πακιστανούς, όχι Αλβανούς».
Η ισλαμοφοβία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι δημοφιλείς δε θεωρίες περί «ισλαμικού τόξου» περιέγραφαν τότε μια καθαρά γεωπολιτική και ουδόλως πολιτισμική «απειλή». Σήμερα, οι ίδιοι πατριώτες μάλλον θα λένε τα ακριβώς αντίθετα.
Η μνήμη των ορατών-αόρατων
Τρεις δεκαετίες μετά, η συλλογική εκείνη εμπειρία έχει πλέον εκατέρωθεν απωθηθεί στο αντίστοιχο συλλογικό υποσυνείδητο – περιμένοντας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες που θα την ανασύρουν ξανά στην επιφάνεια, αποκαθιστώντας κι αναλύοντάς τη. Ενα πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση έγινε ήδη, με τη συγκρότηση ενός αρχείου για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που υποστηρίχθηκε από την «Πρωτοβουλία για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες - Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος» του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι «τα βιώματα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα συγκροτούν μια ιστορία που, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει ακόμα λεχθεί» και πως «οι εμπειρίες, η φωνή και η πολιτισμική παραγωγή της εν λόγω κοινότητας παραμένουν, από θεσμικής απόψεως, στο κοινωνικό περιθώριο παρά τον σημαντικό ρόλο της στην αναδιάταξη της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας», τα ΑΣΚΙ -διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του προγράμματος- αποφάσισαν «να σπάσουν τη σιωπή γύρω από το ζήτημα αυτό» μέσα από τη «διαμόρφωση ενός δυναμικού αρχείου επικεντρωμένου στα βιώματα των Αλβανών μεταναστών».
Τη συγκρότηση αυτού του αρχείου ανέλαβαν Αλβανοί φοιτητές που ανήκουν στη δεύτερη μεταναστευτική γενιά κι έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν τη διάσωση της συγκεκριμένης συλλογικής εμπειρίας· διάσωση εξαιρετικά κρίσιμη, προκειμένου να αντιληφθούμε «τη σύγχρονη Ελλάδα ως σημείο συνάντησης διαφορετικών και υβριδικών ταυτοτήτων».
Ενα πρώτο δείγμα δημοσιοποίησης αυτής της δουλειάς αποτέλεσε η πετυχημένη έκθεση «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες. Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης», με επιμελήτριες τις Ιλιρίντα Μουσαράι και Πάτι Βαρδάμη (Ταύρος, 18-28/9/2024), έκθεση που παρείχε και το έναυσμα για το σημερινό μας αφιέρωμα. Ενας συνδυασμός υλικών τεκμηρίων (από οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ μέχρι κάθε λογής έγγραφα που αποτυπώνουν τις περιπέτειες ενός μετανάστη με την κρατική γραφειοκρατία των δύο εμπλεκόμενων χωρών) και προφορικών μαρτυριών, αποσπάσματα των οποίων ήταν διαθέσιμα τόσο στο ηχητικό πρωτότυπο όσο και σε μεταγραφή, έδιναν στον επισκέπτη μια πρώτη εικόνα μιας ιστορίας που καθόρισε μεν σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση της σημερινής, πολυπολιτισμικής ελληνικής κοινωνίας, παραμένει όμως ακόμη άγραφη.
0104
Η έκθεση βρήκε αρκετά μαζική ανταπόκριση από ένα νεανικό, ως επί το πλείστον, κοινό· κοινό για το οποίο, ακόμη και η σακούλα με τις εκατοντάδες τηλεκάρτες που μια μετανάστρια παρέδωσε στο Αρχείο (ως πολύσημη αποτύπωση του μοναδικού μέσου επικοινωνίας που διέθετε τότε η θεσμικά «αόρατη» μερίδα της εργατικής τάξης) συνιστά κατάλοιπο μιας αρκετά μακρινής εποχής.
Ο χαρακτηρισμός των Αλβανών μεταναστών εκείνης της εποχής ως μερίδας πρωτίστως της εγχώριας εργατικής τάξης δεν είναι καθόλου τυχαίος. Επιβεβαιώνεται, αντίθετα, από τις ίδιες τις μαρτυρίες που εκτέθηκαν στον Ταύρο· μαρτυρίες όπου, αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση μια αφηρημένη κοσμοπολίτικη προσέγγιση, εκείνο που κυριαρχεί είναι το ταξικό στοιχείο: το βίωμα μιας κοινωνικά επικαθορισμένης ανισότητας, ιεραρχίας κι εκμετάλλευσης, όπου η εθνική προέλευση και η ξένη υπηκοότητα λειτουργούν πάνω απ’ όλα ως μηχανισμός ταξιθέτησης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε από πιο κοντά πώς οι συγκεκριμένες φωνές περιγράφουν αυτή τη διαδικασία.
Ο Αλβανός τα κάνει όλα
Πρώτη διαπίστωση: τα διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά (και η διαφορετική ένταση) του τραύματος, ανάλογα με την ηλικία του εκπατρισμού. Τα πιο πικρά βιώματα τα καταθέτουν όσοι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα ως ενήλικοι κι απορροφήθηκαν από την αγορά εργασίας δίχως την παραμικρή θεσμική κάλυψη και προστασία.
«Οι δουλειές που αναγκάζεσαι να κάνεις [για] να πάρεις το μεροκάματό σου δεν είναι και οι ευκολότερες», θυμάται λ.χ. μια πενηντάχρονη (σήμερα) Βλάχα από το Φιέρ, που ήρθε στην Ελλάδα το 1991 σε ηλικία 18 ετών. «Οι Αλβανοί κάνουν τα πάντα. Αυτή είναι η κουβέντα. Πάρε τον Αλβανό, γιατί ο Αλβανός θα το κάνει. Ναι, ο Αλβανός θα το κάνει, ο Αλβανός δεν λέει όχι. Ξέρεις να βάφεις; Ξέρει να βάφει. Ξέρεις να καθαρίζεις; Ξέρει να καθαρίζει. Ξέρεις να σοβαντίσεις; Ξέρει να σοβαντίσει. Ναι, και δεν ήξεραν αλλά δεν έλεγαν δεν ξέρω. Κάνανε και ζημιές. Αλλά έπρεπε να πάρουν το μεροκάματό τους, έπρεπε να μάθουνε, έτσι; Και έτσι γινόταν. Δηλαδή οι δουλειές που έχουμε κάνει και οι ώρες που έχουμε δουλέψει ήταν τόσες πολλές και κάποιες φορές λες, αντέχει άνθρωπος; Ναι, αντέχει άνθρωπος».
Τρεις δεκαετίες αργότερα, η ίδια αφηγήτρια επισημαίνει ως αρνητικότερη συνέπεια του εργασιακού εκείνου καθεστώτος την απουσία κοινωνικής ασφάλισης: «Στα Τρίκαλα εγώ έχω δουλέψει όλη μου τη ζωή χωρίς ένσημα, δεν είχα. Αμα δεν έχεις χαρτιά, πώς θα έχεις ένσημα; Αυτό ήτανε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Δεν μπορείς μια ζωή να είσαι χωρίς ασφάλεια, θα έρθει μια μέρα να συνταξιοδοτηθείς. Πώς θα ζήσεις χωρίς σύνταξη, αύριο μεθαύριο; […] Θα μου πεις, επιλογή σου να πας να δουλέψεις χωρίς ασφάλεια. Ναι, πάω δουλεύω χωρίς ασφάλεια γιατί δεν με παίρνουν [αλλιώς], θέλω να ζήσω, θα σκεφτώ την ασφάλειά μου όταν δεν έχω λεφτά να αγοράσω το γάλα για το παιδί μου;»
Τον θεσμικό αποκλεισμό συμπλήρωνε κι επισφράγιζε ο κοινωνικός: «Αλλά ναι, υπήρχε και πάρα πολύ ρατσισμός. Δε θυμάμαι να υπήρχανε κοπέλες στην ηλικία μου στη συνοικία μου να κάνουνε παρέα με μας. Αυτοί που μας πλησίαζαν ήταν μόνο οι παππούδες και οι γιαγιάδες. […] Ητανε πολύ δύσκολο να τους πλησιάσεις για να σε κάνουνε φίλο. Ναι μεν, να σε βοηθάνε, να σου δώσουνε τα πράγματα που δεν χρειάζονται. Οκέι, οκέι, θα σου φέρουνε και κάποιοι και ένα κιλό μακαρόνια μια φορά, όπως κάνανε στην αρχή κάποιοι απ’ αυτούς. Αλλά ο φίλος τους δεν ήσουν, έτσι;»
Η διαπλοκή εθνικού και κοινωνικού αποκλεισμού θα επιβεβαιωθεί πανηγυρικά από την επαφή της ίδιας πάντα γυναίκας, ως εργαζόμενης, με τον κόσμο του άλλου άκρου: «Μπαίνεις στα σπίτια των πλουσίων που κάνουν δεξιώσεις, όπως εγώ έχει τύχει και έχω δουλέψει σε πολλές δεξιώσεις. Κάθονται και μιλάνε μεταξύ τους στις συζητήσεις τους και εσύ τους σερβίρεις πάνω από το κεφάλι να κάθεσαι να ακούς αυτό το πράγμα, ότι “Ε, να τώρα στέλνει και η καθαρίστρια το παιδί της για πιάνο και για μπαλέτο. Δεν είναι πλέον μόδα […] Δεν μπορούν να γίνουν όλοι δικηγόροι, πρέπει και κάποιοι να γίνουν και κάτι άλλο τέλος πάντων”. Δηλαδή, όταν ακούς τις κυρίες του υποτιθέμενου υψηλού επιπέδου, κυρίες οι οποίες δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους και δεν ξέρουν, δεν έχουν πάρει ούτε ένα μεροκάματο… Απλά, επειδή τυχαίνει να ’χουνε κάποιους πλούσιους άνδρες και θεωρούν ότι είναι σε άλλο επίπεδο να κάνεις τέτοιες συζητήσεις. Ναι, υπάρχουνε ταξικές διαφορές μεταξύ εθνικοτήτων, πλουσίων και οπουδήποτε τέλος πάντων υπάρχουν, υπάρχει ρατσισμός».
Λες και βλέπανε εξωγήινο
Ακόμη οδυνηρότερη υπήρξε ωστόσο αυτή η μεταναστευτική εμπειρία, όταν η μετακίνηση από την Αλβανία στην Ελλάδα συνδεόταν με ένα αίσθημα προσωπικής κοινωνικής υποβάθμισης.
«Οι ώρες ήταν ατέλειωτες, δεν τελειώνανε, δεν είχα μάθει τέτοια δουλειά», θυμάται χαρακτηριστικά μια δασκάλα από το Μπεράτι που ήρθε ως οικονομική μετανάστρια στα 29 της χρόνια το 1998, ύστερα από έξι χρόνια υπηρεσίας στη γενέτειρά της, για να δουλέψει στην Ελλάδα ως οικιακή βοηθός. «Δεν ήξερα καλά τι πρέπει να κάνω. Μου έλειπε η εμπειρία. Θα έπρεπε να κάνω δουλειές που δεν είχα κάνει ποτέ στην Αλβανία. […] Ολο αυτό, αυτή η ζωή που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτό που άφησα πίσω μού κόστιζε. Μου κόστιζε και μάλλον πλήγωσε την περηφάνια μου. Ειδικά όταν βρισκόμουν στην τουαλέτα να το καθαρίσω, εκεί ένιωθα πολύ άσχημα κι έλεγα πού είμαι, πού ήρθα, αυτό θα κάνω μια ζωή; Δεν μου έχει περάσει ακόμα και σήμερα αυτό».
Την υποκειμενική αίσθηση υποβάθμισης επιδείνωνε συχνά η υπεροπτική αντιμετώπιση των ντόπιων εργοδοτών: «Θυμάμαι πολύ καλά, όπως καθάριζα τα τζάμια, [η νοικοκυρά] έρχεται μαζί με την κόρη της και με κοιτούσαν λες και βλέπανε εξωγήινο. […] Δεν ήξερα τι μου λένε και άρχισαν να γελάνε μεταξύ τους τόσο πολύ που ένιωσα, εκεί ορκίστηκα ότι έπρεπε να μάθω την γλώσσα οπωσδήποτε. Και σωστά για να μην με κοροϊδεύουν. Πολύ γρήγορα αγόρασα ένα λεξικό, αλβανο-ελληνικό μάλλον. Το έχω ακόμα. Και άρχισα να προσέχω από την πρώτη εβδομάδα κάποιες λέξεις που μου έμεναν και [είχα] και ένα τετράδιο και τα έγραφα. Και από τον κουνιάδο μου που ήξερε καλά ελληνικά τον ρωτούσα για τα πάντα και έγραφα».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανάκτηση της προσωπικής αυτοπεποίθησης θα έρθει το 2014, όταν η αφηγήτρια αρχίζει να κάνει μαθήματα αλβανικών σε μεταναστόπουλα δεύτερης γενιάς: «Τα συναισθήματα γύρισαν πίσω, στα πρώτα χρόνια που βγήκα νεαρή δασκάλα και ήμουν στις αίθουσες με τα παιδιά».
Με το πέρασμα του χρόνου, και τις αλλαγές της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τα πράγματα είναι «σαφέστατα λίγο καλύτερα, γιατί τώρα πια έχουμε νόμιμα χαρτιά. Δεν φοβάμαι καθόλου στον δρόμο. Βέβαια αυτή η σκιά της αστυνομίας που σε ξεπερνάει όταν οδηγείς με το αυτοκίνητο και περνάει δίπλα σου, ναι, υπάρχει αυτός ο φόβος, δεν φεύγει. Απλά λες και έχεις, ψάχνεσαι, τι έκανα τώρα και μπορεί να… Αλλά όχι, δεν φοβάμαι ότι θα με σταματήσουν και θα είμαι παράνομη, δεν φοβάμαι να απαντήσω και σε ρατσιστές που θα συναντήσω».
Μερέντα και χλωρίνη
Διαφορετικές είναι οι μνήμες της 34χρονης σήμερα μετανάστριας από ένα παραμεθόριο χωριό της Αλβανίας, που ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς της το 1999. Οι αναμνήσεις της πριν από τον εκπατρισμό ισοδυναμούν εδώ με τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου:
«Εγώ έζησα στην Αλβανία ώς τα εννιά [μου χρόνια] και ως παιδάκι δεν θυμάμαι να μου λείπουν υλικά αγαθά. Ημουν ευχαριστημένη με τη ζωή εκεί, με τους φίλους. Είχαμε τη γιαγιά, τον παππού, τα ξαδέλφια, ήμασταν όλοι μαζί, παίζαμε όλη μέρα στην φύση. Εχω μεγαλώσει σε χωριό, οπότε όλη μέρα παίζαμε με τα χώματα, στο ποτάμι. Μας έπαιρνε η γιαγιά και ο παππούς στο χωράφι, εμείς χαιρόμασταν. Ανεβαίναμε στο άλογο, στο γαϊδούρι. Πηγαίναμε στο δάσος όπου ο θείος μάζευε ξύλα και εμείς μαζεύαμε άγριες φράουλες και τρώγαμε. Εγώ ένιωθα ότι περνάω τέλεια. […] Το σχολείο θυμάμαι ότι δεν είχε, τι να πω, θερμαινόμενο πάτωμα, αλλά είχε μια πολύ ζεστή δασκάλα, οπότε αυτό εμένα μου έφτανε. […] Οταν ζούσαμε εκεί δεν μπορούσα να καταλάβω τις στερήσεις σε υλικό επίπεδο, γιατί δεν είχα σύγκριση, δεν μπορούσα να κάνω σύγκριση».
Η πρωτοβουλία για την οικογενειακή μετανάστευση ανήκε στη μητέρα της αφηγήτριας, που είχε ήδη δουλέψει τα προηγούμενα χρόνια ως εργάτρια στα χωράφια της Βόρειας Ελλάδας. Επιλογή που καθορίστηκε εν μέρει από ένα πλέγμα προηγούμενων αποκλεισμών και υλοποιήθηκε σε ρήξη με την πατριαρχική τοπική κοινωνία: «Στην Αλβανία οι γονείς μου ήταν αγρότες […]. Είχαν τελειώσει το γυμνάσιο εκεί πέρα, δεν σπούδασαν κάτι. Η μαμά μου, γιατί είχε ένα θείο ο οποίος το είχε σκάσει όταν τα σύνορα ήταν κλειστά, οπότε όλη η οικογένεια αμαύρωσε το όνομά της και δεν μπορούσανε να σπουδάσουνε. […] Πρώτα η μαμά μου έφυγε από την Αλβανία. Είχε ακούσει τα χειρότερα κι όταν ήταν να μας πάρει εμάς την έλεγαν πουτάνα και πού θέλει να μας πάει στην Ελλάδα και εκεί πέρα στις γυναίκες τούς φέρνονται άσχημα και εμείς θα ζήσουμε πολύ δύσκολα. Ωστόσο η μαμά μου μας έλεγε ότι θα τρώμε όλη μέρα μερέντα και ότι θα περάσουμε πολύ ωραία [δάκρυα]. […] Η μαμά μου έβλεπε ότι δεν έχουμε μέλλον, όπως λέει και τώρα, στην Αλβανία, επειδή ζούσαμε σε ακραία φτώχεια. Επειδή είχε έρθει στην Ελλάδα έστω για λίγο, είχε δει πώς ζούνε οι άνθρωποι, επέμενε πάρα πολύ στο να φύγουμε, ο μπαμπάς μου δεν ήθελε ποτέ να φύγουμε. Και έδωσε μια πολύ σοβαρή μάχη για να μας πάρει από κει».
Αποκαλυπτική για την υλική ανισότητα που υπαγόρευσε το μεταναστευτικό κύμα της εποχής είναι η περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων του ελληνικού «πλούτου» που η μετανάστρια μητέρα έφερνε κατά καιρούς στο χωριό: «Αντικείμενα που για εμάς ήταν φοβερά και τρομερά. Τύπου ένα μπουκάλι ούζο 12, το μπουκάλι της χλωρίνης, μπουκάλια από τα απορρυπαντικά, εμείς τα είχαμε βάλει σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας και όταν ήρθε μετά στην Ελλάδα έβλεπα ότι αυτά που για εμάς ήταν φοβερά αντικείμενα, ήτανε απλά στα σκουπίδια και ήτανε συσκευασίες, ενώ εμείς, εγώ θυμάμαι να τα σκουπίζω σαν κάτι ιερό στο σπίτι, να τα κοιτάμε και να λέμε».
Ο μηχανισμός της ένταξης
Η κοινωνική ένταξη των Αλβανών μεταναστών, μέσα στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν το άνοιγμα των συνόρων, υπήρξε μια διαδικασία ταυτόχρονα συλλογική και ατομική. Για τις συνθήκες που την επέβαλαν, αλλά και τις παράπλευρες πτυχές αυτής της διαδικασίας, χαρακτηριστική είναι η αφήγηση μιας 32χρονης (σήμερα) δικηγόρου, που ήρθε στην Ελλάδα το 1994 σε ηλικία δύο χρόνων, στο μεταίχμιο μετανάστευσης και δεύτερης γενιάς, και την προηγούμενη δεκαετία εργάστηκε ως φιλόλογος στον ιδιωτικό τομέα:
«Σαν παιδί αντιλαμβανόμουν υποσυνείδητα, από τα βιώματά μου, ότι δεν πρέπει να διαφέρεις. Για να μπορέσεις να ενταχθείς, πρέπει να είσαι όμοιος με τους άλλους και σίγουρα η γλώσσα, η επικοινωνία, είναι το πρώτο πράγμα. Οπότε, από κει που μιλούσα αλβανικά, γιατί η πρώτη μου γλώσσα ήταν η αλβανική, σταδιακά άρχισα να μαθαίνω τα ελληνικά χωρίς προφορά, να βελτιώνω την προφορά μου διαρκώς, και καταλάβαινα ότι το πρώτο πράγμα [ήταν πως] έπρεπε να μιλήσω, μετά έπρεπε να μιλήσω χωρίς προφορά, μετά έπρεπε να αποτινάξω οτιδήποτε που θα θύμιζε Αλβανία από πάνω μου. Και όλον αυτό τον μηχανισμό τον κατάλαβα υποσυνείδητα. Δηλαδή έβλεπες ότι όσο διαφέρεις σε κοιτάνε περίεργα, οπότε άρχισα να παρατηρώ ότι όταν μιλούσα ελληνικά γινόμουν αποδεκτή, όταν ντυνόμουν όπως οι άλλοι γινόμουν πιο αποδεκτή. Οπότε καταλάβαινα ότι πρέπει να γίνεις όμοιος για να είσαι οκέι και ασφαλής».
Το μάθημα αυτό είχε αποκτηθεί κάθε άλλο παρά ανώδυνα: «Με τη βοήθεια των νονών μου, των ανθρώπων που με βάφτισαν στη συνέχεια, καταφέραμε να μπω στο νηπιαγωγείο. Και εκεί εγώ δεν ήξερα να μιλάω ελληνικά. Οπότε ξαφνικά δε μιλούσα καθόλου, ήμουν σιωπηλή, δεν ήξερα κανέναν. […] Και θυμάμαι πάντα καθόμουν στη γωνία, κάτω σκυμμένη και θυμάμαι κάπως λίγο να με κλοτσάνε τα άλλα παιδιά ή να με κοιτάνε περίεργα, να προσπαθούν να καταλάβουν τι είμαι, τι κάνω, να με χτυπάνε να μιλήσω, να αντιδράσω, να… δεν ξέρω. Πιστεύω όχι με κακία, αλλά για να καταλάβουν κι αυτά τι ήμουνα εγώ. Γιατί δεν ήμουν σαν τους άλλους».
Από κει και πέρα, οι ρυθμοί της ένταξης ταυτίζονται σχεδόν με τα βιώματα μιας δύσκολης και σταδιακής κοινωνικής ανόδου που βίωνε και μια μερίδα παιδιών της ντόπιας εργατικής τάξης:
«Υπήρχε η αίσθηση ότι ακολουθούμε το ότι κάνουν οι άλλοι, αλλά όχι ακριβώς όπως το κάνουν οι άλλοι. Δηλαδή, προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε στην κοινωνία και σε αυτά που έχει θέσει η ελληνική κοινωνία, αλλά εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε, αλλά το προσπαθούμε. Κι αυτό συνέβαινε σε πολλά πράγματα. […] Θυμάμαι, η συμμαθήτριά μου η Εύη κάθε χρόνο άλλαζε τσάντα. Εγώ δεν άλλαζα κάθε χρόνο, άλλαζα χρονιά παρά χρονιά. Εντάξει, εντέλει δεν με πήρε… θυμάμαι ότι ήθελα να αλλάζω σαν τα άλλα παιδιά τσάντα, τα ελληνόπουλα, γιατί υπήρχαν και παιδιά από την Αλβανία που δεν άλλαζαν καν τσάντα. Οπότε αντιλαμβανόμουν ότι ήμουνα σε μια μέση κατάσταση κι αυτό δε με στεναχωρούσε τόσο. […]
Οταν έβλεπα τις φωτογραφίες, παρατηρούσα την εξέλιξή μας από ένα πολύ βασικό πράγμα: από τα τραπεζομάντιλα. […] Υπήρχε πάντοτε η θέληση να είμαστε κανονικοί και να κάνουμε τα γλέντια όπως στην Αλβανία, στην κοινωνικοποίησή μας με το φαγητό μας, με το κρασάκι μας, με την μπίρα μας, αλλά μας έλειπαν βασικά αγαθά όπως το τραπεζομάντιλο. Οπότε είχαμε τις εφημερίδες να λειτουργούν σαν τραπεζομάντιλο. […] Σιγά σιγά αυτό εξελισσόταν. Οι εφημερίδες έγιναν τραπεζομάντιλο, το τραπεζομάντιλο σταδιακά άρχισε να γίνεται πιο καλό τραπεζομάντιλο, μετά όσο περνούσαν τα χρόνια εξελιχθήκαμε ακόμα περισσότερο, κάναμε γιορτές με catering, δηλαδή ανθρώπους που μας στήνανε πλέον τα τραπεζομάντιλα και τα τραπέζια […]. Και το φαγητό αντίστοιχα, από ελιές και τυρί και λίγο λουκάνικο ψητό, πήγαμε σε catering με φαγητά λίγο πιο εκλεπτυσμένα, από διάφορες κουζίνες».
Πηγή: efsyn.gr