Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή...

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή...

 Μέσα στην πανδημία του κορωνοϊού, η προσδοκία μιας υγιούς, ασφαλούς κοινότητας παραπέμπει σε μια κοινότητα αναγεννημένη, απαλλαγμένη από τις αμαρτίες και τις ύβρεις της.

 

 

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

 Η ελπίδα κάτι να μάθουμε από την πανδημία δεν είναι εντελώς μάταια.    

   Σε ένα από τα πιο επιδραστικά κείμενα της θεωρίας του κράτους και του δικαίου του 20ού αιώνα¹, ο Γερμανός πολιτειολόγος Carl Schmitt γράφει: «Η έννοια της κυριαρχίας προσανατολίζεται στην κρίσιμη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης. (…)

 Η ίδια η έννομη τάξη μπορεί να αναστέλλει από μόνη της την ισχύ της. (...) Η εξαίρεση είναι πιο ενδιαφέρουσα από την κανονική περίπτωση.

 Το κανονικό δεν αποδεικνύει τίποτε, η εξαίρεση αποδεικνύει τα πάντα. Δεν επιβεβαιώνει απλώς τον κανόνα, παρά ο κανόνας ζει από την εξαίρεση και μόνο. Μέσα στην εξαίρεση η δύναμη της πραγματικής ζωής διαρρηγνύει την κρούστα μιας μηχανικής αγκυλωμένης στην επανάληψη. Ένας προτεστάντης θεολόγος... το είπε: "Η εξαίρεση εξηγεί το γενικό και τον εαυτό της. Κι αν θέλει κανείς να μελετήσει σωστά το γενικό, χρειάζεται απλώς να αναζητήσει μια πραγματική εξαίρεση. Αυτή τα φανερώνει όλα πολύ πιο ξεκάθαρα απ' ό,τι το ίδιο το γενικό. Τελικά, αηδιάζει κανείς την ασταμάτητη φλυαρία για το γενικό. Υπάρχουν εξαιρέσεις. Αν δεν μπορούμε να τις εξηγήσουμε, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ούτε το γενικό. Συνήθως, δεν παρατηρούμε τη δυσκολία, γιατί το γενικό ούτε καν το στοχαζόμαστε με πάθος, παρά με μια βολική επιφανειακότητα. Αντίθετα, η εξαίρεση στοχάζεται το γενικό με ενεργό πάθος».

. Η πανδημία του κορωνοϊού είναι η κατεξοχήν εξαίρεση. Αυτή που επιβάλλει να ορθώσουμε το δίκαιο της ανάγκης. Μέσα από το δίκαιο της ανάγκης, στην πανδημία, τα κράτη επιστρέφουν στις ρίζες τους, στις παραδοσιακές τους οσμές.

 Αυτές που η παγκοσμιοποίηση είχε ξεθυμάνει: απαγορεύσεις εισόδου και εξόδου, περιορισμοί κυκλοφορίας και απαγόρευση συναθροίσεων, πολιτικές πρόνοιας ακόμα και από τα ξεχασμένα «παπαγαλάκια του νεοφιλελευθερισμού», που είπε και γνωστό στέλεχος της συντηρητικής παράταξης... Το παλιό, καλό κράτος, πατερούλης. Αυταρχικό αλλά και προστατευτικό συνάμα. Πατερναλιστικό, αλλά ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό. Τους πρόσφυγες τους αφήσαμε στην Κοινωνία των Πολιτών και στους ενεργούς πολίτες. Εμείς οι ντόπιοι, όμως, θέλουμε κράτος. Κράτος!

 Η επικράτεια αποκτά εκ νέου το νόημα που είχαμε ξεχάσει. Το έδαφος εντός του οποίου ασκείται η δημόσια εξουσία γίνεται πλέον ο ευλαβώς ακαταγώνιστος χώρος της δημόσιας εξουσίας, εκεί που το κράτος συνθλίβει τις ελευθερίες της μέχρι πρότινος κοσμοπολίτικης αμεριμνησίας: σύνορα, όρια, περιορισμοί, ο ένας μετά τον άλλον. Η έννοια της ασφάλειας παλεύει να επιστρέψει σε ένα νόημα ξεχασμένο: ασφάλεια ως το σύνολο των κρατικών εγγυήσεων, ως απουσία ‒έστω περιορισμό– των κινδύνων, ως αγώνα για την εξάλειψη της απειλής.

Μέσα στην πανδημία, η προσδοκία μιας υγιούς, ασφαλούς κοινότητας παραπέμπει σε μια κοινότητα αναγεννημένη, απαλλαγμένη από τις αμαρτίες και τις ύβρεις της.   Η επικράτεια αποκτά εκ νέου το νόημα που είχαμε ξεχάσει.

 Το έδαφος εντός του οποίου ασκείται η δημόσια εξουσία γίνεται πλέον ο ευλαβώς ακαταγώνιστος χώρος της δημόσιας εξουσίας, εκεί που το κράτος συνθλίβει τις ελευθερίες της μέχρι πρότινος κοσμοπολίτικης αμεριμνησίας: σύνορα, όρια, περιορισμοί, ο ένας μετά τον άλλον. Κι όμως, πάνω σε αυτή την πεποίθηση οικοδομήθηκε το κοινωνικό κράτος δικαίου του 20ού αιώνα: στην ασφάλεια που ισοδυναμεί με την εξάλειψη των κινδύνων.

 Των πάσης φύσης κινδύνων. Η ασφάλεια, όμως, αυτή κοστίζει. Δεν αφορά μόνο το πηλήκιο της αστυνομίας, αλλά ασφαλείς δρόμους, παιδικούς σταθμούς, νοσοκομεία, κ.ο.κ. Μια ολική κοινωνική ασφάλεια. Ήδη όμως, στις συνθήκες της κανονικότητας, αυτή η ασφάλεια είχε εγκαταλειφθεί. Τώρα πεισματικά επανέρχεται και δίνει το «παρών», αλλά δεν προκάμουμε... Τι να πρωτοκάνουμε; Πόσο πιθανό είναι το νυν καταρρακωμένο κράτος να αναταχθεί και να παρέχει υπηρεσίες μέσα στην ανάγκη; Το παλεύει όμως. Διότι, κακά τα ψέματα: μόνο το κράτος μπορεί να ασκήσει τέτοιες πολιτικές. Αν μη τι άλλο, η μέριμνα αντιμετώπισης μιας πανδημίας απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό. Ως σήμερα, ωστόσο, τα κράτη εναποθέτουν σε μεγάλη κλίμακα τις ευθύνες που έχουν αποποιηθεί στην «κοινωνία των πολιτών» και στους διεθνείς οργανισμούς. Αυτό που συνέβη, και εξακολουθεί να συμβαίνει, στην Ελλάδα με τη διαχείριση του προσφυγικού θα χρησιμεύει στο μέλλον ως υπόδειγμα μιας τέτοιας αποποίησης ευθυνών. Το κράτος απισχναίνεται διαρκώς εδώ και πολλά χρόνια: αδυνατεί, αρνείται να διαχειριστεί ζητήματα που μερικά χρόνια πιο πίσω θα τα θεωρούσε δική του υπόθεση και ουδείς θα διανοούνταν να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του.  

 Η τριπλή πρόκληση μιας λαβωμένης χώρας και γιατί κανείς δεν θα ήθελε να είναι στη θέση του Μητσοτάκη Αυτό αλλάζει η πανδημία. Και τώρα, που οι μέχρι χθες οπαδοί του Φρίντμαν ανακοινώνουν πολιτικές βγαλμένες από κεϊνσιανά εγχειρίδια, τι κάνουμε; Προλαβαίνουμε; Με τι απώλειες; Έχουμε ελπίδες η ανάγκη που έγινε ιστορία να μας διδάξει; Ή όχι μάλλον; Διότι αν η ιστορία διέθετε αυτό το καταπληκτικό χάρισμα, θα ήμασταν όλοι εδώ και πολλά χρόνια ώριμοι και αυτάρκεις. Δεν είμαστε όμως. Παρ' όλα αυτά, η ελπίδα κάτι να μάθουμε από την πανδημία δεν είναι εντελώς μάταια. Το γενικό το στοχαζόμαστε ανέκαθεν με μια «επιφανειακή βολικότητα». Την εξαίρεση όμως όχι.   Σε μια περιβόητη αποστροφή της, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πει: «There is no such thing as society». Κι όμως, η πανδημία δείχνει πως όχι μόνο κοινωνία υπάρχει, αλλά και κοινότητα. Κοινότητα ως όλον που ξεπερνά τα εγωιστικά δικαιώματα των μελών της. Κοινότητα συλλογικού χρέους και αλληλεγγύης, όχι μόνο άθροισμα ατομικών ευθυνών. Όλοι μέσα μας έχουμε κάτι από τους άλλους. Το ίδιο το Σύνταγμά μας κάνει λόγο για «πρόσωπα» αλλά και για «μέλη του κοινωνικού συνόλου». Αυτό εννοεί. Έχουμε πολλά να δούμε και να σκεφτούμε ακόμη. Να ξανασκεφτούμε την κοινότητα, την προοπτική και τη σύνθεσή της πιο εμφατικά παρά ποτέ.

Να σκεφτούμε, επίσης, ότι τέτοιες κρίσεις αποτελούν νοσηρή ευκαιρία για ένα γερό ξεκαθάρισμα παραγωγικών δυνάμεων και μισθωτής εργασίας στο όνομα μιας νέας, αδυσώπητης κερδοφορίας. Είναι αφέλεια να νομίσουμε πως «άμα περάσει τούτο δω»³, αυτομάτως θα πάμε σε μια δικαιότερη κατεύθυνση.

 Θα πάμε, αρκεί να το σκεφτούμε, να το επεξεργαστούμε και να το παλέψουμε. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο θύματα, αλλά και πρωταγωνιστές της ιστορίας τους. Περιμένοντας σπίτι, μόνο έτσι υπάρχει η αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί και να ξαναβρεθούμε καλύτερα. Γίνεται.            


Ο τίτλος είναι στίχος του Άλκη Αλκαίου από τη «Ρόζα» του Θάνου Μικρούτσικου σε ερμηνεία Δημήτρη Μητροπάνου από τον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» (1996).
1. «Πολιτική θεολογία - Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας» (πρώτη έκδοση, 1922), μτφρ. Παναγιώτης Κονδύλης, εκδ. Λεβιάθαν, Αθήνα, 1994
2. Πρβλ. σχετικά για τις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις της έννοιας ασφάλειας στην εξαιρετική μελέτη του F. Gros, «Η αρχή της ασφάλειας» (μτφρ. Α. Κιουπκιολής), εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2016.
3. Τραγούδι του Άκη Πάνου που ερμηνεύει ο Μανώλης Μητσιάς στον δίσκο «Παρών» (1977).

Πηγή: www.lifo.gr

 

                                        ----------------
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54