Εβραϊκό κράτος ή κράτος του Ισραήλ;
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Οσοι πιστεύουµε ότι η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (1948), ευθύς µετά το Ολοκαύτωμα, αποτελεί ιστορικό γεγονός μεγάλης ηθικής σημασίας δεν μπορεί παρά να παρακολουθούμε με ανησυχία όσα συμβαίνουν εκεί τον τελευταίο καιρό, και κυρίως μετά την επιστροφή του Νετανιάχου ως πρωθυπουργού με τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2022, στις οποίες το Λικούντ πήρε 32 έδρες (η Κνέσετ έχει 120) και του πρόσφεραν άλλες τόσες τα θρησκευτικά και ακροδεξιά κόμματα, που συμμάχησαν μαζί του, προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση. Η ανησυχία δεν αφορά την οικονομική πολιτική του ή άλλο τι, μα την ίδια τη δημοκρατική υπόσταση του κράτους του Ισραήλ.
Ο πρώην πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τη σημερινή κυβέρνηση Νετανιάχου φασιστική. Οποιος γνωρίζει τι πιστεύουν, προτείνουν και επιβάλλουν αυτά τα θρησκευτικά, ακροδεξιά κόμματα διά των υπουργών τους στην κυβέρνηση Νετανιάχου δεν θα θεωρήσει υπερβολική την καταγγελία του Μπαράκ. Επί παραδείγματι, ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, αρχηγός ενός τέτοιου κόμματος, καταδικασμένος από τη Δικαιοσύνη για υποκίνηση μίσους, υπουργός Εθνικής Ασφάλειας σήμερα, κηρύττει την προσάρτηση της Δυτικής Οχθης και τον εκτοπισμό όλων των Αράβων πολιτών του Ισραήλ, ενώ ο Μπεζαλέλ Σμότριx, αρχηγός ενός άλλου παρόμοιου κόμματος, υπουργός Οικονομικών τώρα, δεν πιστεύει απλώς στη φυσική ανωτερότητα των Εβραίων έναντι των Αράβων, αλλά υποστηρίζει καθαρά ένα καθεστώς απαρτχάιντ στο Ισραήλ και παρουσιάζει χάρτες του Μεγάλου Ισραήλ, όπου περιλαμβάνεται και η Ιορδανία.
Το ευρύ φάσμα των θρησκευτικών κομμάτων στο Ισραήλ δεν είναι ομοιογενές, συναποτελείται από διάφορα ρεύματα (τους θρησκευτικούς σιωνιστές, τους υπερορθόδοξους Ασκενάζι, τους Σεφαραδίτες παραδοσιολάτρες), που πάντως συγκλίνουν, παρά τις πολλές επιμέρους διαφορές τους, σε ορισμένα κρίσιμα σημεία: ζητούν την εφαρμογή της Χαλάχα, του θρησκευτικού νόμου, πιστεύουν πως δεν υπάρχουν αραβικά εδάφη στην Παλαιστίνη και ότι ανήκει στους Εβραίους κατά θεία κληρονομία, άρα πρέπει να επεκταθούν οι εποικισμοί και να προσαρτηθεί κάποτε και όλη η Δυτική Οχθη, είναι, επιπλέον, όλα τους μισογυνικά, ομοφοβικά και ευθέως ρατσιστικά. Η απήχηση των κομμάτων αυτών στην κοινωνία συνολικά διευρύνεται διαρκώς, ενώ υπερτερούν συντριπτικά στους μετανάστες από τη Ρωσία και την Ουκρανία, που έφτασαν μαζικά στη χώρα μετά το τέλος του κομμουνισμού, και βεβαίως στους εποίκους.
Η σύγκρουση που διεξάγεται σήμερα στο Ισραήλ είναι ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο προτάσεις για το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας αυτής.
Εμπόδιο στα αντιδημοκρατικά έργα και σχέδια του Νετανιάχου στέκεται η Δικαιοσύνη, με την οποία έχει σοβαρά προσωπικά προβλήματα και ο ίδιος, και ειδικότερα το Ανώτατο Δικαστήριο, γι’ αυτό και αποφάσισε να περικόψει δραστικά τις αρμοδιότητές του. Το θεσμικό αυτό πραξικόπημα δεν έμεινε χωρίς απάντηση. Από την αρχή του έτους είμαστε μάρτυρες τεράστιων διαδηλώσεων, που ανάλογες δεν έχουν ξαναγίνει ποτέ στο Ισραήλ από το 1948 έως σήμερα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν κατεβαίνουν στους δρόμους και στις πλατείες για να διαμαρτυρηθούν εναντίον μιας νομοθετικής ρύθμισης, ξέρουν καλά ότι εκείνο που διακυβεύεται είναι η ίδια η δημοκρατική ζωή στη χώρα τους.
Το Ισραήλ καυχάται ότι είναι το μόνο δημοκρατικό κράτος στη Μέση Ανατολή. Πράγματι είναι και μάλιστα υπό την εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη της διαρκούς εμπόλεμης κατάστασης. Είναι, πάντως, κράτος ιδιόμορφο, διαφορετικό από τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες, γιατί αυτοπροσδιορίζεται ως εβραϊκό και δημοκρατικό ταυτόχρονα. Τα θρησκευτικά κόμματα αδιαφορούν εντελώς για τη δημοκρατική ταυτότητα του κράτους και τα ενδιαφέρει αποκλειστικά η εβραϊκή. Ακριβέστερα: επιδιώκουν την όσο γίνεται περαιτέρω ενίσχυση της εβραϊκής ταυτότητας εις βάρος της δημοκρατικής. Το Λικούντ, έχοντας αποβάλει προ πολλού τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και συμμαχώντας με τα κόμματα αυτά –γιατί αλλιώς δεν μπορεί να κυβερνήσει, λόγω της σχεδόν απόλυτης απλής αναλογικής– συντάσσεται και αυτό στη γραμμή της ενίσχυσης της εβραϊκής ταυτότητας του κράτους εις βάρος της δημοκρατικής, που κορυφώθηκε με την ψήφιση από την Κνέσετ, επί πρωθυπουργίας Νετανιάχου πάλι, ενός νέου θεμελιώδους νόμου –το Ισραήλ δεν έχει σύνταγμα–, στις 19 Ιουλίου 2018 (βλ. Samy Cohen, «Israël. Une démocratie fragile», Fayard, 2021) για το Ισραήλ ως έθνος – κράτος του εβραϊκού λαού. Το 20%, όμως, των πολιτών του Ισραήλ δεν είναι Εβραίοι αλλά Αραβες, που είναι αποφασισμένοι να μείνουν εκεί και οι οποίοι δεν μπορούν να αναγνωριστούν στην εβραϊκή ταυτότητα του κράτους, η οποία συγκεκριμενοποιείται με σειρά νόμων που τους θίγουν στην καθημερινή ζωή τους. Ας προσθέσω ότι στη θέση τους θα μείνουν και οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Οχθης, όσο και αν πολλαπλασιάζονται εκεί οι εποικισμοί (700.000 έποικοι ζουν σήμερα στη Δυτική όχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, έναντι 250.000 το 1993, τον καιρό των μακαρία τη λήξει συμφωνιών του Οσλο), γεγονός που καθιστά μη πραγματοποιήσιμη σήμερα τη λύση των δύο κρατών.
Η σύγκρουση που διεξάγεται σήμερα στο Ισραήλ είναι ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο προτάσεις για το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας αυτής. Η μία πρόταση είναι του Νετανιάχου και των συμμάχων του για ένα κράτος θρησκευτικά φονταμενταλιστικό και ταυτοτικό, για ένα εβραϊκό κράτος όπου δεν έχει θέση κανείς άλλος εκτός από τους Εβραίους, ενώ η άλλη είναι για ένα κράτος ουδετερόθρησκο και καθολικό, για ένα κράτος του Ισραήλ, όπου θα μπορούν να ζουν και να αναπνέουν όλοι οι πολίτες του, ανεξαρτήτως εθνότητας και θρησκείας. Η πρώτη πρόταση αυτή τη στιγμή προχωράει επιθετικά και κερδίζει διαρκώς έδαφος, ενώ η δεύτερη αμύνεται. Θέλω να ελπίζω –αφελώς ίσως– ότι ο αγώνας δεν έχει κριθεί οριστικά. Η πρώτη πρόταση, ακραία εθνικιστική, δεν απειλεί μόνο τη δημοκρατία στο Ισραήλ, αλλά και κάθε προοπτική ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ