Ομιλία Ζωής Κωνσταντοπούλου στη Συνέλευση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Κυρίες και κύριοι δικαστές,
κυρίες και κύριοι προσκεκλημένοι,
Με έναν τρόπο αισθάνομαι ανακούφιση που θα πω τα ίδια που είπα και πριν από περίπου έναν χρόνο ως Πρόεδρος της Βουλής και πριν από δύο χρόνια ως υπεύθυνη Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενός κόμματος, στο οποίο δεν ανήκω πια και το οποίο δεν λέει πια τα ίδια.
Με έναν τρόπο αισθάνομαι ανακούφιση που άκουσα και τον κ. Φαϊτά ως συντονιστή της εκδήλωσης και οικοδεσπότη και την κα Γιανναδάκη Πρόεδρο της Ένωσης να λένε τα ίδια.
Όχι γιατί τίποτε δεν έχει διορθωθεί, αυτό δεν είναι καθόλου ανακουφιστικό ούτε αποδεκτό, αλλά τουλάχιστον γιατί κάποιοι άνθρωποι από θεσμική θέση και από το μετερίζι το οποίο υπηρετούν ή από την κοινωνία, την εργασία και το λειτούργημά τους δεν παύουν να μάχονται για όσα κατοχυρώθηκαν συνταγματικά, για όσα είναι ιερά και όσια του πολιτεύματός μας και τα οποία δεν επιτρέπεται με κανένα πρόσχημα, με κανένα αντάλλαγμα και για καμία εξουσία να τα ξεπουλάμε ή να τα τσαλαπατάμε.
Η αξιοπιστία και η θεσμική αξιοπιστία είναι ζητούμενο. Και η αλήθεια είναι ότι η Δικαιοσύνη αποτελεί ίσως το τελευταίο προπύργιο αξιοπιστίας, με πάρα πολλές βέβαια αδυναμίες, αλλά και την τελευταία ελπίδα των πολιτών. Γιατί γνωρίζετε καλύτερα απ' όλους, το βιώνετε μέσα από την καθημερινότητά σας, το βιώνετε μέσα από την επαφή με τους πολίτες ως διαδίκους, απέναντι στο κράτος, απέναντι σε υπηρεσίες του κράτους, ότι η αδικία και ειδικά η αδικία που προέρχεται από την εξουσία είναι πράγμα αφόρητο για μία κοινωνία. Η αδικία είναι παράγοντας διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής, είναι παράγοντας υπονόμευσης της Δημοκρατίας.
Κυρίες και κύριοι δικαστές,
Δεν μπορούμε να παριστάνουμε ότι ζούμε σε μία τρέχουσα καθημερινότητα συνταγματικής ομαλότητας. Ζούμε σε καθεστώς κατάλυσης της Δημοκρατίας από το 2010, όταν στη χώρα επιβλήθηκε το καθεστώς των Μνημονίων. Και την κατάλυση της Δημοκρατίας την βιώνετε εμπειρικά εσείς οι δικαστές μέσα από την αμφισβήτηση της ανεξάρτητης δικαστικής λειτουργίας, μέσα ακόμη και από τη διεκδίκηση των δανειστών να παρακάμπτονται οι αποφάσεις των δικαστών και, μάλιστα, εκείνες οι αποφάσεις που εγγυώνται τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι σήμερα στη χώρα εφαρμόζονται εντολές, παραγγελίες και ουσιαστικά διαμορφωμένες αντιδημοκρατικές στρατηγικές, που θέλουν ακόμη και την εξοικονόμηση παραβίασης των δικαστικών αποφάσεων μέσα από την κοινοβουλευτική και εκτελεστική λειτουργία. Αυτό έχει ξεκάθαρα διατυπωθεί στην αλληλογραφία των δανειστών, της πρώην Τρόικας που αντί να φύγει επέστρεψε ενισχυμένη ως κουαρτέτο, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και την σημερινή. Γνωρίζετε ότι το πρόγραμμα που εφαρμόζεται σήμερα, το τρίτο Μνημόνιο, εφαρμόζεται για να παρακαμφθούν οι δικαστικές αποφάσεις, που αφορούν την αντισυνταγματικότητα των περικοπών των συντάξεων του 2012. Γνωρίζετε ότι η Δικαιοσύνη έχει κρίνει αντισυνταγματικές τις τότε περικοπές, του 2012, και η σημερινή Κυβέρνηση, εκείνη που θα αποτίνασσε τον μνημονιακό ζυγό και θα αποκαθιστούσε την δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των πολιτών, έχει αναλάβει και να παρακάμψει τις δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή να παραβιάσει την ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία και να φέρει νέες, μεγαλύτερες, εφιαλτικότερες, αβίωτες περικοπές στις συντάξεις, και έχει το θράσος να ονομάζει ένα τέτοιο νομοσχέδιο «ασφαλιστικό».
Στις 22 Ιουλίου 2015 και το λέω γιατί χρειάζεται μια αιδώς όταν απευθυνόμαστε σε γνωρίζοντες, άκουσα τον εκπρόσωπο του Πρωθυπουργού να μιλά για την κακονομία και την πολυνομία, και τον Υπουργό Δικαιοσύνης να μιλά για μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Όμως υπήρχε νομοπαρασκευαστική επιτροπή και για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αλλά στις 22 Ιουλίου 2015, με ένα άρθρο, σε ένα νόμο 997 σελίδων που ήρθε για να ψηφισθεί σε λιγότερο από 24 ώρες, συμπεριελήφθησαν για να ψηφισθούν και δυστυχώς ψηφίσθηκαν, 1008 άρθρα, ενός Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που είχε αποσύρει ο προηγούμενος Υπουργός Δικαιοσύνης, ο κύριος Αθανασίου, το Δεκέμβριο 2014 μετά από το πανηγυρικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος των δικηγόρων με 93% στον Κώδικα αυτόν. Και σήμερα, αν θεσμοθετείται η διαταγή πληρωμής κατά του Δημοσίου, η εντύπωση δεν είναι ότι αυτό γίνεται για να δικαιωθούν οι άμοιροι πολίτες, που δεν έχουν καν την δυνατότητα συμψηφισμού των εκατέρωθεν οφειλών, αλλά για να διευκολυνθούν οι δανειστές και οι Τράπεζες.
Οι ίδιοι που διευκολύνονται από τον τερατώδη Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έφερε ο παριστάμενος Υπουργός Δικαιοσύνης, αρθρογραφήσας εναντίον του κειμένου αυτού, λέγοντας «δεν έχω άλλη επιλογή». Υπέγραψε τον νόμο τον οποίο είχε κατακρίνει, τον έφερε στη Βουλή και ζήτησε να ψηφισθεί, ρωτήθηκε αν μπορούν να γίνουν από την Βουλή αλλαγές σε αυτό το κείμενο, επιφυλάχθηκε να ρωτήσει τους δανειστές, και επανήλθε στην Βουλή, λέγοντας ότι λυπάται πολύ αλλά δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές. Δεν μπορεί λοιπόν να μιλούμε εδώ σαν να είναι όλα ομαλά. Δεν μπορεί να μην αναγνωρίζεται η κατάλυση την δημοκρατικής λειτουργίας. Και αν για ένα λόγο έπρεπε να είναι απολογητικός ο κύριος υπουργός, αν και για τον ίδιο θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί, είναι ακριβώς, η κατάλυση αυτής της Δημοκρατίας. Λυπάμαι που άκουσα, για την αρχή της επιεικείας έναντι της εξουσίας. Ως δικηγόρος του ποινικού δικαίου, γνωρίζω ότι η αρχή της επιεικείας αφορά τον κατηγορούμενο. Τον πολίτη, όχι την εξουσία. Και η αρχή της επιείκειας σίγουρα δεν αφορά την κυβερνητική ασυδοσία. Λυπάμαι πολύ που άκουσα και μια απόπειρα επηρεασμού δικαστικής κρίσης, υπήρξαν ευτυχώς τα αντανακλαστικά αμέσως, σε σχέση με την εκτροπή που σημειώθηκε ως προς την διάλυση, με κυβερνητική απόφαση, των ανεξάρτητων αρχών.
Κύριε Υπουργέ,
Δεν επιτρέπεται εσείς που γνωρίζετε να λέτε ότι δεν υπάρχει Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Γνωρίζετε ότι υπάρχουν τέσσερις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, και η Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όλες συναφείς και με το έργο της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Όλες προοριζόμενες ακριβώς να αντιμετωπίσουν εκείνα τα οποία δεν θα έπρεπε να απασχολούν την Διοικητική Δικαιοσύνη. Είναι ψευδές, και πραγματικά οχληρό, να ισχυρίζεστε ότι δεν υπάρχει Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ενώ γνωρίζετε ότι η Κυβέρνηση με εκπρόθεσμη τροπολογία της τελευταίας στιγμής, την οποία ονόμασε «νομοτεχνική βελτίωση» έπαυσε όλα τα μέλη, όλα τα εν ενεργεία μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και με αυτήν τη διάταξη, που προοριζόταν φωτογραφικά για τα εν ενεργεία μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, κατάφερε να διαλύσει και να απενεργοποιήσει όλες τις Ανεξάρτητες Αρχές.
Γνωρίζετε ότι μέλη της κυβέρνησης είπαν «τι τις θέλουμε τις Ανεξάρτητες Αρχές»; και το λέω σε αυτήν εδώ τη Γενική Συνέλευση γιατί ίσως να ακούσουμε και αντίστοιχες διατυπώσεις για τη Δικαιοσύνη, «τι τη θέλουμε τη Δικαιοσύνη όταν μπορούμε να αποφασίζουμε και να διατάσσουμε;». Γνωρίζετε ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα σε επίπεδο Ανεξαρτήτων Αρχών, Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και των λοιπών Ανεξαρτήτων Αρχών είναι μία εκτροπή, την οποία η Κυβέρνηση αποφάσισε Δεν προέκυψε ούτε από τον κακό καιρό ούτε από την κακή μοίρα μας.
Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Mε χαροποίησε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι επισημάνθηκε σε αυτήν την εκδήλωση εισηγητικά ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί για τους πολίτες αλλά η Δικαιοσύνη σήμερα είναι απρόσιτη, οικονομικά απρόσιτη για τους πολίτες. Και τα χαράτσια στη Δικαιοσύνη, που επιβλήθηκαν με αντισυνταγματικούς τρόπους, όχι απλώς δεν καταργήθηκαν αλλά εξακολουθούν να εμποδίζουν τους πολίτες από το να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Εξακολουθούν, δηλαδή, να καταλύουν το δικαίωμα, το συνταγματικά και υπερνομοθετικά θεσμοθετημένο και εγγυημένο, προσφυγής στο φυσικό δικαστή, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Και είναι μη ανεκτό να συμβαίνει αυτό την ίδια ώρα που με κραυγαλέο τρόπο διαπιστώνεται μια ασύδοτη κυβερνητική συμπεριφορά: Δηλώσεις «πόθεν έσχες» στις οποίες παραλείπονται εκατομμύρια ευρώ, διορισμοί ημετέρων και ,γενικότερα, μία κυβερνητική διαγωγή, η οποία ουδόλως δικαιολογεί την ρητορεία περί έλλειψης εναλλακτικής.
Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Eίχα την χαρά και την τιμή, πριν από λιγότερο έναν χρόνο στις 8 Μαρτίου 2015 σε μια εκδήλωση για την Ημέρα της Γυναίκας, ως Πρόεδρος τότε της Βουλής, να τιμήσω μεταξύ άλλων εκ μέρους της Βουλής την Πρόεδρο της Ενώσεώς σας, την κα Ειρήνη Γιανναδάκη, μεταξύ των γυναικών που η Βουλή τίμησε για την προσφορά τους στους αγώνες για Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Δικαιώματα, Δημοκρατία. Και με αυτήν την αφορμή θα ήθελα να σας πω ότι επειδή οι καιροί έχουν αλλάξει, έχουν αλλάξει και οι ρόλοι. Συνηθίζω να αναφέρομαι στον εαυτό μου και στους συναδέλφους μου, τους δικηγόρους εννοώ γιατί έχουμε διαφορετικά λειτουργήματα, ως μαχόμενους δικηγόρους και να τιμώ τους μαχόμενους δικηγόρους. Νομίζω ότι μέσα από τη συγκυρία των Μνημονίων έχει αναδυθεί και αναδειχθεί, έχει γίνει πιο διακριτή και η λειτουργία του μαχόμενου δικαστή, των μαχόμενων δικαστών, που σε πείσμα των συνθηκών, σε πείσμα της υπονόμευσης της θεσμικής λειτουργίας, σε πείσμα ακόμη ακόμη της κατάλυσης της Δημοκρατίας, επιμένουν να προστατεύουν το Σύνταγμα και την κοινωνία. Κλείνοντας, λοιπόν, αυτόν τον χαιρετισμό θα ήθελα να σας καλέσω, όπως έχω κάνει και πέρυσι και πρόπερσι, και αντιπρόπερσι από αυτό εδώ το βήμα με άλλες ιδιότητες, να προστατεύσετε την κοινωνία και την Δημοκρατία, να προστατεύσετε εντέλει την Δικαιοσύνη από αυτήν την μνημονιακή απολυταρχία που απειλεί και, τελικά, σκοτώνει.
Σας ευχαριστώ.
κυρίες και κύριοι προσκεκλημένοι,
Με έναν τρόπο αισθάνομαι ανακούφιση που θα πω τα ίδια που είπα και πριν από περίπου έναν χρόνο ως Πρόεδρος της Βουλής και πριν από δύο χρόνια ως υπεύθυνη Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενός κόμματος, στο οποίο δεν ανήκω πια και το οποίο δεν λέει πια τα ίδια.
Με έναν τρόπο αισθάνομαι ανακούφιση που άκουσα και τον κ. Φαϊτά ως συντονιστή της εκδήλωσης και οικοδεσπότη και την κα Γιανναδάκη Πρόεδρο της Ένωσης να λένε τα ίδια.
Όχι γιατί τίποτε δεν έχει διορθωθεί, αυτό δεν είναι καθόλου ανακουφιστικό ούτε αποδεκτό, αλλά τουλάχιστον γιατί κάποιοι άνθρωποι από θεσμική θέση και από το μετερίζι το οποίο υπηρετούν ή από την κοινωνία, την εργασία και το λειτούργημά τους δεν παύουν να μάχονται για όσα κατοχυρώθηκαν συνταγματικά, για όσα είναι ιερά και όσια του πολιτεύματός μας και τα οποία δεν επιτρέπεται με κανένα πρόσχημα, με κανένα αντάλλαγμα και για καμία εξουσία να τα ξεπουλάμε ή να τα τσαλαπατάμε.
Η αξιοπιστία και η θεσμική αξιοπιστία είναι ζητούμενο. Και η αλήθεια είναι ότι η Δικαιοσύνη αποτελεί ίσως το τελευταίο προπύργιο αξιοπιστίας, με πάρα πολλές βέβαια αδυναμίες, αλλά και την τελευταία ελπίδα των πολιτών. Γιατί γνωρίζετε καλύτερα απ' όλους, το βιώνετε μέσα από την καθημερινότητά σας, το βιώνετε μέσα από την επαφή με τους πολίτες ως διαδίκους, απέναντι στο κράτος, απέναντι σε υπηρεσίες του κράτους, ότι η αδικία και ειδικά η αδικία που προέρχεται από την εξουσία είναι πράγμα αφόρητο για μία κοινωνία. Η αδικία είναι παράγοντας διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής, είναι παράγοντας υπονόμευσης της Δημοκρατίας.
Κυρίες και κύριοι δικαστές,
Δεν μπορούμε να παριστάνουμε ότι ζούμε σε μία τρέχουσα καθημερινότητα συνταγματικής ομαλότητας. Ζούμε σε καθεστώς κατάλυσης της Δημοκρατίας από το 2010, όταν στη χώρα επιβλήθηκε το καθεστώς των Μνημονίων. Και την κατάλυση της Δημοκρατίας την βιώνετε εμπειρικά εσείς οι δικαστές μέσα από την αμφισβήτηση της ανεξάρτητης δικαστικής λειτουργίας, μέσα ακόμη και από τη διεκδίκηση των δανειστών να παρακάμπτονται οι αποφάσεις των δικαστών και, μάλιστα, εκείνες οι αποφάσεις που εγγυώνται τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι σήμερα στη χώρα εφαρμόζονται εντολές, παραγγελίες και ουσιαστικά διαμορφωμένες αντιδημοκρατικές στρατηγικές, που θέλουν ακόμη και την εξοικονόμηση παραβίασης των δικαστικών αποφάσεων μέσα από την κοινοβουλευτική και εκτελεστική λειτουργία. Αυτό έχει ξεκάθαρα διατυπωθεί στην αλληλογραφία των δανειστών, της πρώην Τρόικας που αντί να φύγει επέστρεψε ενισχυμένη ως κουαρτέτο, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και την σημερινή. Γνωρίζετε ότι το πρόγραμμα που εφαρμόζεται σήμερα, το τρίτο Μνημόνιο, εφαρμόζεται για να παρακαμφθούν οι δικαστικές αποφάσεις, που αφορούν την αντισυνταγματικότητα των περικοπών των συντάξεων του 2012. Γνωρίζετε ότι η Δικαιοσύνη έχει κρίνει αντισυνταγματικές τις τότε περικοπές, του 2012, και η σημερινή Κυβέρνηση, εκείνη που θα αποτίνασσε τον μνημονιακό ζυγό και θα αποκαθιστούσε την δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των πολιτών, έχει αναλάβει και να παρακάμψει τις δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή να παραβιάσει την ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία και να φέρει νέες, μεγαλύτερες, εφιαλτικότερες, αβίωτες περικοπές στις συντάξεις, και έχει το θράσος να ονομάζει ένα τέτοιο νομοσχέδιο «ασφαλιστικό».
Στις 22 Ιουλίου 2015 και το λέω γιατί χρειάζεται μια αιδώς όταν απευθυνόμαστε σε γνωρίζοντες, άκουσα τον εκπρόσωπο του Πρωθυπουργού να μιλά για την κακονομία και την πολυνομία, και τον Υπουργό Δικαιοσύνης να μιλά για μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Όμως υπήρχε νομοπαρασκευαστική επιτροπή και για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αλλά στις 22 Ιουλίου 2015, με ένα άρθρο, σε ένα νόμο 997 σελίδων που ήρθε για να ψηφισθεί σε λιγότερο από 24 ώρες, συμπεριελήφθησαν για να ψηφισθούν και δυστυχώς ψηφίσθηκαν, 1008 άρθρα, ενός Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που είχε αποσύρει ο προηγούμενος Υπουργός Δικαιοσύνης, ο κύριος Αθανασίου, το Δεκέμβριο 2014 μετά από το πανηγυρικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος των δικηγόρων με 93% στον Κώδικα αυτόν. Και σήμερα, αν θεσμοθετείται η διαταγή πληρωμής κατά του Δημοσίου, η εντύπωση δεν είναι ότι αυτό γίνεται για να δικαιωθούν οι άμοιροι πολίτες, που δεν έχουν καν την δυνατότητα συμψηφισμού των εκατέρωθεν οφειλών, αλλά για να διευκολυνθούν οι δανειστές και οι Τράπεζες.
Οι ίδιοι που διευκολύνονται από τον τερατώδη Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έφερε ο παριστάμενος Υπουργός Δικαιοσύνης, αρθρογραφήσας εναντίον του κειμένου αυτού, λέγοντας «δεν έχω άλλη επιλογή». Υπέγραψε τον νόμο τον οποίο είχε κατακρίνει, τον έφερε στη Βουλή και ζήτησε να ψηφισθεί, ρωτήθηκε αν μπορούν να γίνουν από την Βουλή αλλαγές σε αυτό το κείμενο, επιφυλάχθηκε να ρωτήσει τους δανειστές, και επανήλθε στην Βουλή, λέγοντας ότι λυπάται πολύ αλλά δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές. Δεν μπορεί λοιπόν να μιλούμε εδώ σαν να είναι όλα ομαλά. Δεν μπορεί να μην αναγνωρίζεται η κατάλυση την δημοκρατικής λειτουργίας. Και αν για ένα λόγο έπρεπε να είναι απολογητικός ο κύριος υπουργός, αν και για τον ίδιο θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί, είναι ακριβώς, η κατάλυση αυτής της Δημοκρατίας. Λυπάμαι που άκουσα, για την αρχή της επιεικείας έναντι της εξουσίας. Ως δικηγόρος του ποινικού δικαίου, γνωρίζω ότι η αρχή της επιεικείας αφορά τον κατηγορούμενο. Τον πολίτη, όχι την εξουσία. Και η αρχή της επιείκειας σίγουρα δεν αφορά την κυβερνητική ασυδοσία. Λυπάμαι πολύ που άκουσα και μια απόπειρα επηρεασμού δικαστικής κρίσης, υπήρξαν ευτυχώς τα αντανακλαστικά αμέσως, σε σχέση με την εκτροπή που σημειώθηκε ως προς την διάλυση, με κυβερνητική απόφαση, των ανεξάρτητων αρχών.
Κύριε Υπουργέ,
Δεν επιτρέπεται εσείς που γνωρίζετε να λέτε ότι δεν υπάρχει Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Γνωρίζετε ότι υπάρχουν τέσσερις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, και η Αρχή Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όλες συναφείς και με το έργο της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Όλες προοριζόμενες ακριβώς να αντιμετωπίσουν εκείνα τα οποία δεν θα έπρεπε να απασχολούν την Διοικητική Δικαιοσύνη. Είναι ψευδές, και πραγματικά οχληρό, να ισχυρίζεστε ότι δεν υπάρχει Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ενώ γνωρίζετε ότι η Κυβέρνηση με εκπρόθεσμη τροπολογία της τελευταίας στιγμής, την οποία ονόμασε «νομοτεχνική βελτίωση» έπαυσε όλα τα μέλη, όλα τα εν ενεργεία μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και με αυτήν τη διάταξη, που προοριζόταν φωτογραφικά για τα εν ενεργεία μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, κατάφερε να διαλύσει και να απενεργοποιήσει όλες τις Ανεξάρτητες Αρχές.
Γνωρίζετε ότι μέλη της κυβέρνησης είπαν «τι τις θέλουμε τις Ανεξάρτητες Αρχές»; και το λέω σε αυτήν εδώ τη Γενική Συνέλευση γιατί ίσως να ακούσουμε και αντίστοιχες διατυπώσεις για τη Δικαιοσύνη, «τι τη θέλουμε τη Δικαιοσύνη όταν μπορούμε να αποφασίζουμε και να διατάσσουμε;». Γνωρίζετε ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα σε επίπεδο Ανεξαρτήτων Αρχών, Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και των λοιπών Ανεξαρτήτων Αρχών είναι μία εκτροπή, την οποία η Κυβέρνηση αποφάσισε Δεν προέκυψε ούτε από τον κακό καιρό ούτε από την κακή μοίρα μας.
Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Mε χαροποίησε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι επισημάνθηκε σε αυτήν την εκδήλωση εισηγητικά ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί για τους πολίτες αλλά η Δικαιοσύνη σήμερα είναι απρόσιτη, οικονομικά απρόσιτη για τους πολίτες. Και τα χαράτσια στη Δικαιοσύνη, που επιβλήθηκαν με αντισυνταγματικούς τρόπους, όχι απλώς δεν καταργήθηκαν αλλά εξακολουθούν να εμποδίζουν τους πολίτες από το να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Εξακολουθούν, δηλαδή, να καταλύουν το δικαίωμα, το συνταγματικά και υπερνομοθετικά θεσμοθετημένο και εγγυημένο, προσφυγής στο φυσικό δικαστή, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Και είναι μη ανεκτό να συμβαίνει αυτό την ίδια ώρα που με κραυγαλέο τρόπο διαπιστώνεται μια ασύδοτη κυβερνητική συμπεριφορά: Δηλώσεις «πόθεν έσχες» στις οποίες παραλείπονται εκατομμύρια ευρώ, διορισμοί ημετέρων και ,γενικότερα, μία κυβερνητική διαγωγή, η οποία ουδόλως δικαιολογεί την ρητορεία περί έλλειψης εναλλακτικής.
Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Eίχα την χαρά και την τιμή, πριν από λιγότερο έναν χρόνο στις 8 Μαρτίου 2015 σε μια εκδήλωση για την Ημέρα της Γυναίκας, ως Πρόεδρος τότε της Βουλής, να τιμήσω μεταξύ άλλων εκ μέρους της Βουλής την Πρόεδρο της Ενώσεώς σας, την κα Ειρήνη Γιανναδάκη, μεταξύ των γυναικών που η Βουλή τίμησε για την προσφορά τους στους αγώνες για Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Δικαιώματα, Δημοκρατία. Και με αυτήν την αφορμή θα ήθελα να σας πω ότι επειδή οι καιροί έχουν αλλάξει, έχουν αλλάξει και οι ρόλοι. Συνηθίζω να αναφέρομαι στον εαυτό μου και στους συναδέλφους μου, τους δικηγόρους εννοώ γιατί έχουμε διαφορετικά λειτουργήματα, ως μαχόμενους δικηγόρους και να τιμώ τους μαχόμενους δικηγόρους. Νομίζω ότι μέσα από τη συγκυρία των Μνημονίων έχει αναδυθεί και αναδειχθεί, έχει γίνει πιο διακριτή και η λειτουργία του μαχόμενου δικαστή, των μαχόμενων δικαστών, που σε πείσμα των συνθηκών, σε πείσμα της υπονόμευσης της θεσμικής λειτουργίας, σε πείσμα ακόμη ακόμη της κατάλυσης της Δημοκρατίας, επιμένουν να προστατεύουν το Σύνταγμα και την κοινωνία. Κλείνοντας, λοιπόν, αυτόν τον χαιρετισμό θα ήθελα να σας καλέσω, όπως έχω κάνει και πέρυσι και πρόπερσι, και αντιπρόπερσι από αυτό εδώ το βήμα με άλλες ιδιότητες, να προστατεύσετε την κοινωνία και την Δημοκρατία, να προστατεύσετε εντέλει την Δικαιοσύνη από αυτήν την μνημονιακή απολυταρχία που απειλεί και, τελικά, σκοτώνει.
Σας ευχαριστώ.