Ποιό χρέος και ποιά "διαπραγμάτευση";
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αντισταθμίσει τις οδυνηρές δεσμεύσεις του τρίτου Μνημονίου με την προβολή ως μείζονος επιτυχίας της «δέσμευσης» των δανειστών να συζητήσουν τους προσεχείς δύο μήνες- εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η πρώτη θηριώδης αξιολόγηση των 51 προαπαιτούμενων- κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Δημοσίευμα του Reuters χθες, επικαλούμενο αξιωματούχους της Κομισιόν, παρουσίασε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υποτιθέμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (σήμερα κοντά στο 180% του ΑΕΠ), με κεντρική ιδέα ένα πλαφόν15% του ΑΕΠ στο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του. Δηλαδή, οι τόκοι και τα χρεολύσια που πληρώνει κάθε χρόνο η χώρα να μην υπερβαίνουν αυτό το ποσοστό, πράγμα που θα επηρεάζεται από το ονομαστικό ύψος του ΑΕΠ.
Για παράδειγμα, με σημερινές τιμές ΑΕΠ το πλαφόν 15% μεταφράζεται σε περίπου 27 δισ. τον χρόνο. Αν το ΑΕΠ σε λίγα χρόνια φτάσει τα 200 δισ. το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να ανέβει μέχρι τα 30 δισ.
Στην πραγματικότητα η εισήγηση των δανειστών για πλαφόν 15% του ΑΕΠ περισσότερο διασφαλίζει την εξόφλησή τους, παρά ελαφρύνει την ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 2021- 2024 το αθροιστικό κόστος χρεολυσίων και τόκων κυμαίνεται από 28 – 35 δισ. ευρώ, δηλαδή πολύ πάνω από το πλαφόν 15%. Με την τεχνική του πλαφόν αποσυμφορίζονται οι χρονιές με υψηλό κόστος εξόφλησης, αλλά φορτώνονται οι αμέσως επόμενες χρονιές. Έτσι, οι δανειστές διασφαλίζονται ότι θα πάρουν τα λεφτά τους και ότι η μηχανή εξόφλησης του χρέους κάθε χρόνο θα τους αποδίδει το μέγιστο δυνατό, αποστραγγίζοντας την οικονομία από κάθε ευκαιρία κοινωνικής και παραγωγικής αξιοποίησης των όποιων πλεονασμάτων της.
Φυσικά, με τον μηχανισμό αυτό, εφόσον υιοθετηθεί, εγκαταλείπεται και επίσημα το κριτήριο της βιωσιμότητας του χρέους- που μέχρι τώρα το ΔΝΤ θεωρούσε αδιαπραγμάτευτο, πιέζοντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να προχωρήσουν σε μια ριζικότερη αναδιάρθρωση, με μεγάλη επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων και, ιδεωδώς, και κούρεμα- και υποκαθίσταται από το απατηλό κριτήριο της «εξυπηρετησιμότητας».
Προφανής σκοπός της πρότασης είναι να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις των αυστηρών εκτιμήσεων του ΔΝΤ για το μη βιώσιμο του ελληνικού χρέους και, τελικά, να διασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στον νέο δανεισμό των 83-86 δις. ευρώ, αφού ο ESM έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί και να δεν θέλει να το αναλάβει στο σύνολό του. Ποσό μέχρι 20 δισ. προορίζεται να αναληφθεί από το ΔΝΤ, με τους δικούς όρους σύντομης αποπληρωμής ( 5-10 χρόνια, ανάλογα με την πρόβλεψη περιόδου χάριτος) και με τα δικά του υψηλά επιτόκια ( κατά μ.ο. 3,8%). Πρακτικά, το ΔΝΤ θα έχει έτσι τη δυνατότητα να κάμψει αντιρρήσεις χωρών μελών του, ιδιαίτερα από το μπλοκ των BRICS και των αναπτυσσόμενων, και να διαστείλει την ερμηνεία των κανόνων του ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους- το περίφημο 120% του ΑΕΠ- με τα κριτήρια της «εξυπηρετησιμότητας». Έτσι, θα έχει το πρόσχημα να μπει και στο τρίτο δάνειο προς την Ελλάδα.
Αυτή η διεργασία, όμως, αποκαλύπτει και κάτι άλλο: ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά διαπραγμάτευση για το χρέος με τη συμμετοχή και της ελληνικής πλευράς, όπως διατείνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει διαπραγμάτευση μόνο μεταξύ των ίδιων των δανειστών:
πρώτα, ανάμεσα στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς φορείς που κατέχουν το ελληνικό χρέος (EFSF, ESM, ΕΚΤ) κι έπειτα ανάμεσα στους ευρωπαίους δανειστές και το ΔΝΤ. Πρόκειται για ένα παζάρι διασφάλισης εαυτών και αλλήλων, κι όχι ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Άλλωστε, η ελληνική πλευρά, με ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης και όλου του μνημονιακού τόξου που υπερψήφισε το τρίτο μνημόνιο, έχει απεμπολήσει το δικαίωμα να αμφισβητήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το χρέος: καταθέτοντας την αίτηση δανεισμού από τον ESM έχει –τουλάχιστον τυπικά- αποδεχθεί ότι το χρέος είναι «βιώσιμο»! Χωρίς αυτή την αποδοχή ο ESM, βάσει των κανονισμών του, δεν μπορούσε να αποδεχθεί το αίτημα δανεισμού.
Οι ηγεσίες ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ισχυρίζονται ότι, ως επόμενη κυβέρνηση, θα «διαπραγματευτούν κάπου, κάτι, με κάποιους». Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για πρόταση «απομείωσης» (σ.σ. η διαγραφή του χρέους έχει… διαγραφεί προ πολλού), και η ΝΔ ζητάει «Εθνική Ομάδα Διαπραγμάτευσης». Ας τους ενημερώσει κάποιος ότι, πρώτον, είναι αμφίβολο αν έστω και για λόγους διπλωματικής ευγενείας θα τους καλέσει σε διαπραγμάτευση και, δεύτερον, ότι η «Λέσχη των Πιστωτών» θέλει να τους αφήσει απερίσπαστους στη μόνη δουλειά που τους εμπιστεύεται για την προσεχή τριετία: την πλήρη εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
rproject.gr
Δημοσίευμα του Reuters χθες, επικαλούμενο αξιωματούχους της Κομισιόν, παρουσίασε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υποτιθέμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (σήμερα κοντά στο 180% του ΑΕΠ), με κεντρική ιδέα ένα πλαφόν15% του ΑΕΠ στο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του. Δηλαδή, οι τόκοι και τα χρεολύσια που πληρώνει κάθε χρόνο η χώρα να μην υπερβαίνουν αυτό το ποσοστό, πράγμα που θα επηρεάζεται από το ονομαστικό ύψος του ΑΕΠ.
Για παράδειγμα, με σημερινές τιμές ΑΕΠ το πλαφόν 15% μεταφράζεται σε περίπου 27 δισ. τον χρόνο. Αν το ΑΕΠ σε λίγα χρόνια φτάσει τα 200 δισ. το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να ανέβει μέχρι τα 30 δισ.
Στην πραγματικότητα η εισήγηση των δανειστών για πλαφόν 15% του ΑΕΠ περισσότερο διασφαλίζει την εξόφλησή τους, παρά ελαφρύνει την ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 2021- 2024 το αθροιστικό κόστος χρεολυσίων και τόκων κυμαίνεται από 28 – 35 δισ. ευρώ, δηλαδή πολύ πάνω από το πλαφόν 15%. Με την τεχνική του πλαφόν αποσυμφορίζονται οι χρονιές με υψηλό κόστος εξόφλησης, αλλά φορτώνονται οι αμέσως επόμενες χρονιές. Έτσι, οι δανειστές διασφαλίζονται ότι θα πάρουν τα λεφτά τους και ότι η μηχανή εξόφλησης του χρέους κάθε χρόνο θα τους αποδίδει το μέγιστο δυνατό, αποστραγγίζοντας την οικονομία από κάθε ευκαιρία κοινωνικής και παραγωγικής αξιοποίησης των όποιων πλεονασμάτων της.
Φυσικά, με τον μηχανισμό αυτό, εφόσον υιοθετηθεί, εγκαταλείπεται και επίσημα το κριτήριο της βιωσιμότητας του χρέους- που μέχρι τώρα το ΔΝΤ θεωρούσε αδιαπραγμάτευτο, πιέζοντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να προχωρήσουν σε μια ριζικότερη αναδιάρθρωση, με μεγάλη επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων και, ιδεωδώς, και κούρεμα- και υποκαθίσταται από το απατηλό κριτήριο της «εξυπηρετησιμότητας».
Προφανής σκοπός της πρότασης είναι να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις των αυστηρών εκτιμήσεων του ΔΝΤ για το μη βιώσιμο του ελληνικού χρέους και, τελικά, να διασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στον νέο δανεισμό των 83-86 δις. ευρώ, αφού ο ESM έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί και να δεν θέλει να το αναλάβει στο σύνολό του. Ποσό μέχρι 20 δισ. προορίζεται να αναληφθεί από το ΔΝΤ, με τους δικούς όρους σύντομης αποπληρωμής ( 5-10 χρόνια, ανάλογα με την πρόβλεψη περιόδου χάριτος) και με τα δικά του υψηλά επιτόκια ( κατά μ.ο. 3,8%). Πρακτικά, το ΔΝΤ θα έχει έτσι τη δυνατότητα να κάμψει αντιρρήσεις χωρών μελών του, ιδιαίτερα από το μπλοκ των BRICS και των αναπτυσσόμενων, και να διαστείλει την ερμηνεία των κανόνων του ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους- το περίφημο 120% του ΑΕΠ- με τα κριτήρια της «εξυπηρετησιμότητας». Έτσι, θα έχει το πρόσχημα να μπει και στο τρίτο δάνειο προς την Ελλάδα.
Αυτή η διεργασία, όμως, αποκαλύπτει και κάτι άλλο: ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά διαπραγμάτευση για το χρέος με τη συμμετοχή και της ελληνικής πλευράς, όπως διατείνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει διαπραγμάτευση μόνο μεταξύ των ίδιων των δανειστών:
πρώτα, ανάμεσα στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς φορείς που κατέχουν το ελληνικό χρέος (EFSF, ESM, ΕΚΤ) κι έπειτα ανάμεσα στους ευρωπαίους δανειστές και το ΔΝΤ. Πρόκειται για ένα παζάρι διασφάλισης εαυτών και αλλήλων, κι όχι ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Άλλωστε, η ελληνική πλευρά, με ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης και όλου του μνημονιακού τόξου που υπερψήφισε το τρίτο μνημόνιο, έχει απεμπολήσει το δικαίωμα να αμφισβητήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το χρέος: καταθέτοντας την αίτηση δανεισμού από τον ESM έχει –τουλάχιστον τυπικά- αποδεχθεί ότι το χρέος είναι «βιώσιμο»! Χωρίς αυτή την αποδοχή ο ESM, βάσει των κανονισμών του, δεν μπορούσε να αποδεχθεί το αίτημα δανεισμού.
Οι ηγεσίες ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ισχυρίζονται ότι, ως επόμενη κυβέρνηση, θα «διαπραγματευτούν κάπου, κάτι, με κάποιους». Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για πρόταση «απομείωσης» (σ.σ. η διαγραφή του χρέους έχει… διαγραφεί προ πολλού), και η ΝΔ ζητάει «Εθνική Ομάδα Διαπραγμάτευσης». Ας τους ενημερώσει κάποιος ότι, πρώτον, είναι αμφίβολο αν έστω και για λόγους διπλωματικής ευγενείας θα τους καλέσει σε διαπραγμάτευση και, δεύτερον, ότι η «Λέσχη των Πιστωτών» θέλει να τους αφήσει απερίσπαστους στη μόνη δουλειά που τους εμπιστεύεται για την προσεχή τριετία: την πλήρη εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
rproject.gr