Εμβληματικά θεατρικά κοστούμια από το Εθνικό Θέατρο γίνονται γραμματόσημα
Η Αναμνηστική Σειρά Γραμματοσήμων «Κοστούμια του Θεάτρου», που κυκλοφορούν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία αυτές τις μέρες, αποτελείται από πέντε γραμματόσημα που απεικονίζουν κοστούμια κορυφαίων δημιουργών από παραστάσεις – σταθμούς του Εθνικού Θεάτρου.
Κάθε γραμματόσημο και ένα κοστούμι βγαλμένο από τον πλούτο του βεστιαρίου του Εθνικού Θεάτρου, με έμφαση στις λεπτομέρειες της ενδυμασίας, στις υφές και στους χρωματικούς συνδυασμούς αλλά και στην ποικιλία των υλικών και στην καλλιτεχνική σύλληψη του δημιουργού.
Η σειρά γραμματοσήμων μάς ταξιδεύει σε μεγάλους σταθμούς του ελληνικού θεάτρου:
ο Α’ Θεατρίνος του Αντώνη Φωκά από τον Άμλετ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή (1955). Το κοστούμι φορούσε ο Γιάννης Αποστολίδης.
ο Όμπερον του Σπύρου Βασιλείου από το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1952). Το κοστούμι φορούσε ο Θάνος Κωτσόπουλος.
ο Φιλοκτήτης του Διονύση Φωτόπουλου από τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου (1991). Το κοστούμι φορούσε ο Νίκος Κούρκουλος.
η Γκρούσα, της Ιωάννας Παπαντωνίου από Τον κύκλο με την κιμωλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου (2005). Το κοστούμι φορούσε η Λυδία Κονιόρδου.
η Χορεύτρια, του Γιώργου Βακαλό από τον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού (1952). Το κοστούμι φορούσε η Φλώρα Γεωργίου.
Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία ευχαριστούν ιδιαιτέρως το Εθνικό Θέατρο για τη συνεργασία στον σχεδιασμό αυτής της Σειράς Γραμματοσήμων.
Λίγα λόγια για τους σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς, τα έργα των οποίων απεικονίζονται στην Αναμνηστική Σειρά Γραμματοσήμων «Κοστούμια του Θεάτρου»:
Γιώργος Βακαλό (1902-1991)
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και παράλληλα με τη γυμνασιακή του εκπαίδευση, έκανε μαθήματα ζωγραφικής και μικρογραφίας με τον μινιατουρίστα ζωγράφο Λύσανδρο Πράσινο. Το 1928 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει εικαστικές τέχνες (École des Arts Décoratifs, Académie de la Grande Chaumière, Académie Julien). Εντάχθηκε στην παρισινή ζωή, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής και σκηνογραφίας και συνεργάστηκε με θέατρα. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1940. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και πολλούς θιάσους του ελεύθερου θεάτρου. Συνέχισε παράλληλα την εικαστική του εργασία συμμετέχοντας σε πολυάριθμες εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στα τέλη του 1949 συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας Στάθμη. Το 1958 με τη σύζυγό του Ελένη Βακαλό, τον Παναγιώτη Τέτση και τον Φραντζή Φραντζεσκάκη ίδρυσαν τη Σχολή Βακαλό, την πρώτη σχολή διακοσμητικής στην Ελλάδα.
Οι σκηνικές του προτάσεις με τα ζωγραφικά σκηνικά και κοστούμια έδωσαν στις παραστάσεις μια σύγχρονη, αναθεωρημένη αισθητική. Η αισθητική πρόταση του Βακαλό ενσωμάτωσε το προσωπικό του ύφος και τη σύγχρονη όψη με αναφορές σε μνήμες και παραδόσεις.
Σπύρος Βασιλείου (1902-1985)
Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι και σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Με τα σχέδιά του για τις τοιχογραφίες του Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτη, κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, με το οποίο ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ευρώπη. Κυρίως ζωγράφος, ήταν και αγιογράφος, χαράκτης, σκηνογράφος αλλά και συγγραφέας-κριτικός και δάσκαλος. Στα χρόνια της Κατοχής το χαρακτικό του έργο θα σημαδέψει την τέχνη της Αντίστασης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των ομάδων «Τέχνη» και «Σταθμός». Τα έργα του παρουσιάστηκαν σε πλήθος ατομικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές και πανελλήνιες εκθέσεις καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας του 1934 και του 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959. Τιμήθηκε με το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Η πλούσια θεατρική του δραστηριότητα ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’20.
Σε όλα του τα έργα αποδίδει το ελληνικό στοιχείο μέσα από μια ποιητική πραγματικότητα. Φυσικά, συναισθηματικά τοπία, πολυπρόσωπες συνθέσεις, νεκρές φύσεις, φαινομενικά ασυνάρτητα αντικείμενα συνθέτουν ένα απροσδόκητο κλίμα ρεμβασμού και αναπόλησης. Ένας μαγικός ρεαλισμός, όπου υποφώσκει η ιδέα της «ελληνικότητας» μεταφέρεται και στο σκηνογραφικό και ενδυματολογικό του έργο.
Ιωάννα Παπαντωνίου (1936)
Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε σκηνογραφία και ενδυματολογία στο Wimbledon School of Art στο Λονδίνο. Η συνεργασία της με τον Αλέξη Σολομό υπήρξε γόνιμη και πλούσια. Η Παπαντωνίου είναι η πρώτη γυναίκα ενδυματολόγος της Επιδαύρου που έσπασε την έως τότε ανδρική παράδοση, με τον σχεδιασμό των κοστουμιών της παράστασης Ορέστης (1971) σε σκηνοθεσία του Σολομού με τον Νίκο Κούρκουλο στον ομώνυμο ρόλο.
Το 1974 ίδρυσε το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα (νυν Ίδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου), με σκοπό την έρευνα, καταγραφή, μελέτη, διάσωση και διάδοση του νεότερου ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού. Το 1989, η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη ανέθεσε στο ΙΒΠ το Εθνικό Αρχείο Ενδυμασίας. Το 2003 η Παπαντωνίου ίδρυσε την Ελληνική Εταιρεία Ενδυμασιολογίας. Έχει διδάξει στα τμήματα Θεάτρου των Πανεπιστημίων Πατρών και Αθηνών και έχει πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ανάμεσα στις διακρίσεις που έχει λάβει είναι το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1981), ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος (2000), το Lifetime Achievement Award της European Museum Academy (2013).
Οι όψεις της Παπαντωνίου επιβάλλονται με τη χρωματική τους δύναμη, τον πλούτο και την εσωτερικότητά τους. Σκηνικοί χώροι σε διάλογο με τα κοστούμια διατυπώνουν με αμεσότητα το πνεύμα του συγγραφέα.
Αντώνης Φώκας (1889-1986)
Ενδυματολόγος, χάριν του οποίου επινοήθηκε ο όρος αυτός από τον Κωστή Μπαστιά, ορίζοντας το νέο επάγγελμα στο ελληνικό θέατρο.
Σπούδασε οικονομικά στη Λωζάννη και χρημάτισε υπάλληλος της Λαϊκής Τράπεζας. Αυτοδίδακτος, με αλάνθαστη διαίσθηση και σπάνια καλλιέργεια, πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Πέρασε τη ζωή του ανάμεσα στα εργαστήρια του Εθνικού Θεάτρου –παρακολουθώντας τις μοδίστρες ή ράβοντας κι ο ίδιος– και στην αγορά –ψάχνοντας για καινούργια υλικά και υφάσματα, ανακαλύπτοντας τη σωστή φόρμα, συνδυάζοντας την υφή του υφάσματος με το ύφος του ρόλου και χρωματίζοντας τα υλικά του με φυτικές βαφές δικής του επινόησης. Το 1932 διορίστηκε μόνιμος ενδυματολόγος του Εθνικού Θεάτρου και δούλεψε αδιάκοπα έως τη συνταξιοδότησή του (1967) και συνέχισε με σποραδικές συνεργασίες έως το 1981. Πρωτοπόρος, με εμπνεύστριά του την Εύα Σικελιανού, εκσυγχρόνισε και καθόρισε για πολλά χρόνια το ύφος της τραγικής σκευής, αναζωογονημένης με τα χρώματα της φύσης και το αίσθημα της νεοελληνικής λαογραφίας.
Για το έργο του τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1978).
Διονύσης Φωτόπουλος (1943)
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1943 και σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Εργάστηκε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, με έργο υψηλής στάθμης και διεθνή καριέρα. Από το 1966 έκανε κοστούμια για το θέατρο και τον κινηματογράφο, έχοντας βραβευτεί πολλές φορές σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ, σε διεθνείς εκθέσεις σκηνογραφίας και του έχει δοθεί ο τιμητικός τίτλος του Royal Designer for Industry of the Royal Society of Arts. Έχει καταθέσει και σημαντικό συγγραφικό έργο.
Έχει σκηνογραφήσει όλα τα είδη θεάτρου, χρησιμοποιώντας τις σύγχρονες τάσεις και τα καινούργια υλικά και δημιουργώντας χώρους θεατρικής μαγείας, οι οποίοι, ενώ φέρουν την προσωπική του αισθητική σφραγίδα, αναδεικνύουν το πνεύμα του συγγραφέα και του έργου. Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η έρευνα για την αναβίωση του αρχαίου δράματος γι’ αυτό και δούλεψε για όλες τις σωζόμενες τραγωδίες, σε ορισμένες από αυτές περισσότερο από μια φορά. Οι εκθέσεις με το σκηνογραφικό του έργο (μακέτες, κοστούμια, μάσκες, αντικείμενα, προβολές) αναδεικνύουν έναν όγκο δουλειάς ο οποίος, αυτονομούμενος από τη θεατρική τέχνη, οργανώνει ένα σύμπαν.