Η ταινία "Θάνατος στη Βενετία" τη Δευτέρα 11 Αυγούστου στις 21:00, από την ταινιοθήκη της ΕΡΤ3, στην Αγγελάκη 14
Η ταινία "Θάνατος στη Βενετία" προβάλλεται τη Δευτέρα 11 Αυγούστου στις 21:00, από την ταινιοθήκη της ΕΡΤ3, στην Αγγελάκη 14, στη Θεσσαλονίκη.
Παραθέτουμε παρακάτω τα σχόλια δύο συναδέλφων για την ταινία.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ... ΣΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ!
σχόλιο του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου για το «Θάνατο στη Βενετία»
«Θάνατος στη Βενετία» αύριο, Δευτέρα 11 Αυγούστου, στις 9 το βράδυ, από την Ταινιοθήκη των τριών ραδιοφώνων της ΕΡΤ-3 στην «θερινή» αίθουσα στην Αγγελάκη 14. Αυτό είναι ήδη γνωστό, όπως και το ότι αν δεν προσέλθετε εκεί στις 8:45 μ.μ. το αργότερο, δεν θα βρείτε θέσεις ούτε με …κιάλια.
Όμως το να γυρίσεις, να δεις, να απολαύσεις, να συγκρίνεις και ιδίως να νοιώσεις τον «Θάνατο στη Βενετία», μια φορά στη ζωή σου συμβαίνει.
Σε αναδομημένη κόπια, με άψογα χρώματα αυτό το φιλμ ξεπερνάει το «είναι» του, μετατρέπεται σε βίωμα, σε εσχατολογικό σχόλιο για τη διαπέραση, το τέλος της τελειότητας αλλά και την τελειότητα του τέλους. Η ωρίμανση του άψογου και το άψογο της σήψης. Ο θρίαμβος του μακιγιάζ , της «ομορφιάς» αλλά και το ντεμακιγιάρισμα του θανάτου. Κι ακόμα, ένα σαράκι να κρυφοτρώει το φιλμικό σώμα , τον ήρωα, την Ευρώπη, τη νιότη, την αιώνια ηδονή, το βλέμμα.
Στα 1971 κάτι «κακό», κάτι διαβολικό, κάτι αμετάκλητα θανατηφόρο έχει εισδύσει στο κορμί της Ευρώπης. Η σηψαιμία θα είναι αργής εξέλιξης αλλά θανατηφόρα . Ο Λεόνε το επιβεβαιώνει με το «Ήταν κάποτε η επανάσταση» γυρισμένο στην ίδια χρονιά. Ταινίες ωριμότητας, ταινίες για το τέλος, για το πέρασμα των συνόρων, για τον από-χωρισμό. Μια φορά στη ζωή σου συμβαίνει να γυρίσεις μια τέτοια ταινία, μια φορά στη ζωή σου συμβαίνει να μπορέσεις να την καταλάβεις. Κι όταν νοιώσεις πως το δηλητήριο και ιδίως το σαράκι βρίσκονται στο σώμα και στο αίμα σου, τότε θα αφεθείς στο ντεμακιγιάρσμα του θανάτου (Δες και την ανάλογη φωτογραφία από την ταινία).
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΡΤ-3 ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ του Λουκίνο Βισκόντιαπό τον Γιάννη Ν. Γκακίδη
Έρωτας, Θάνατος, Ομορφιά, Αγνότητα, Κατάπτωση, καλλιτεχνική Τελεολογία. Κοντολογίς υπαρξιακές αναζητήσεις και τα συναφή αδιέξοδά τους. Ο μεγάλος Βισκόντι συναντά τον μεγάλο Τόμας Μαν. Ένας γάμος λογοτεχνίας και κινηματογράφου, όχι δα και κάτι το καινούργιο. Γάμος δύο μεγάλων με υψηλές προσδοκίες, αλλά προφανώς και με ενδεχόμενες απογοητεύσεις. Για το στόρι των μη γνωριζόντων. Ο Γκούσταβ Άσσενμπαχ, μουσικός από το Μόναχο πηγαίνει στη Βενετία για ξεκούραση, σύμφωνα και με τη σύσταση ιατρών. Εδώ τα μάτια του θα πέσουν πάνω σε έναν έφηβο, όμορφο σε μιαν εκδοχή του απόλυτου κάλλους και δεν θα ξεκολλήσουν από πάνω του, μέχρι τον θάνατό του. Εν τω μεταξύ στη Βενετία έχει έρθει επιδημία χολέρας που, οι αρχές προσπαθούν να αποκρύψουν, για ευνόητους λόγους. Ο Βισκόντι φτιάχνει ένα εξαιρετικό σκηνικό του τέλους του 19ου αιώνα στη Βενετία με τη συνδρομή του Πασκουαλίνο Ντε Σάντις και προσπαθεί με εικόνες να αποδώσει τον γλαφυρό και έμπλεο νοημάτων λόγο του Μαν. Με κεντρικό χώρο δράσης το ξενοδοχείο, την ακτή και τους δρόμους της Βενετίας, χρησιμοποιεί το φλάσμπακ για να μας κατατοπίσει για το background του Άσσενμπαχ. Ο Άσσενμπαχ γίνεται μουσικός από επιλογή του Βισκόντι, καθότι στο βιβλίο είναι συγγραφέας. Χρησιμοποιεί την μουσική του Γκούσταβ Μάλερ, μια και για το πορτρέτο του Άσσενμπαχ, λέγεται πως ο Μαν είχε στο μυαλό του τον Μάλερ. Αναζητεί το ωραίο, την αναμφισβήτητη ομορφιά, το κάλλος της νεότητας, που ωστόσο δεν σχετίζεται με το φύλο. Η επιλογή του είναι ένας έφηβος, με χαρακτηριστικά κοπέλας και την παιδικότητα ανάγλυφη στο πρόσωπό του. Ο έρωτας του Άσσενμπαχ είναι κατ’ ουσίαν με το αρχετυπικό και αδιαμφισβήτητα «ωραίο» και όχι με τον νεαρό Τάτζιου. Ωστόσο η αίσθηση που δημιουργείται δείχνει, όχι έναν έρωτα προς την «άφυλη» ομορφιά, αλλά μια διακριτική ομοφυλοφιλία με ψήγματα παιδοφιλίας. Βέβαια, πιθανότατα για τούτο επέλεξε ο Βισκόντι τον νεαρό, με αρκετά στοιχεία παιδικού παρουσιαστικού. Για να προβάλλει το ωραίο γενικώς, απαλλαγμένο από το ίδιον του φύλου και της ηλικίας. Κάτι φυσικά που κάνει και ο Τόμας Μαν στο βιβλίο του. Ωστόσο άλλο η περιγραφή μέσω ενός κειμένου και άλλο η ενσάρκωση που δίνει ένας σκηνοθέτης. Εδώ ο θεατής δεν έχει τα περιθώρια του αναγνώστη να πλάσει το δικό του μοντέλο, σύμφωνα με τις συγγραφικές οδηγίες, πασπαλισμένο με το δικό του γούστο, παρά δέχεται χωρίς απαραίτητα και να αποδέχεται, την επιλογή του σκηνοθέτη. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες του καθένα δημιουργούνται και οι ανάλογοι συνειρμοί. Μάλιστα αν παρατηρήσει κανείς τα διασταυρούμενα βλέμματα του νεαρού Τάτζιου με τον Άσσενμπαχ, διαβλέπει έστω και σε λανθάνουσα μορφή μια ερωτική διάθεση και από τον νεαρό. Κάτι που δεν συμβαίνει στο βιβλίο. Επίσης στο παιχνίδι του Τάτζιου με τον φίλο του, αφήνεται μια διακριτική πιθανότητα για εν δυνάμει ερωτική διάθεση, ανάμεσα στα δύο νεαρά παιδιά. Κατά τα άλλα παρουσιάζεται ενδιαφέρον στα φλάσμπακ, όπου εκτός από πληροφόρησή μας για τον Άσσενμπαχ, τίθενται ζητήματα αισθητικής και φιλοσοφίας. Βέβαια εδώ παρεισφρέουν όχι απαραίτητα θέσεις από το κείμενο του ομώνυμου βιβλίου του συγγραφέα, αλλά και από άλλα έργα του, όπως ο «Δόκτωρ Φάουστ».
«Είναι η ομορφιά προϊόν εργασίας ή απλώς γεννιέται αυθόρμητα;». Μάλλον γεννιέται αυθόρμητα και ερήμην ημών, και δη των καλλιτεχνών. «Η αγνότητα δεν είναι επίπονο αποτέλεσμα των γηρατειών, αλλά δώρο.». Καταραμένα γηρατειά. «Το διφορούμενο γέννησε την επιστήμη». Αυτό θα έλεγα πως, είναι μια Νιτσεϊκή αντίληψη. Όπως και το σχόλιο για το χάσιμο της αξιοπρέπειας στον κόσμο, αλλά κυρίως την μετριότητα του σύγχρονου καλλιτέχνη και του ανθρώπου γενικότερα. Στην ουσία έχουμε ένα σχόλιο για τον νεωτερικό άνθρωπο και την κατάπτωση που, έχει περιέλθει. Ο θάνατος στη Βενετία, δεν είναι μόνο θάνατος του Άσσενμπαχ, ούτε μόνο της πόλης δια της επιδημίας, αλλά του σύγχρονου ανθρώπου, αυτού που δημιούργησε ο Νεωτερισμός. Και μην ξεχνάμε αυτό το είδος ανθρώπου είμαστε σήμερα και αυτού του είδους πολιτισμό παράγουμε και σήμερα. Έστω κι αν θεωρείται πως βρισκόμαστε σε μια μετά-νεωτερική εποχή(postmodern), οι ολέθριες αντιλήψεις για το εφήμερο, επιφανειακό και χωρίς βάθος σκέψη, είναι συνέπειες του νεωτερισμού. Στην ουσία δεν άλλαξε κάτι, ή μάλλον άλλαξε προς το χειρότερο. Όσο για την καλλιτεχνική τελεολογία, απαιτείται από τον καλλιτέχνη να είναι πρότυπο ισορροπίας και δύναμης, δεν μπορεί να είναι διφορούμενος. Μα η τέχνη είναι διφορούμενη. Η επίπονη προσπάθεια του καλλιτέχνη να δημιουργήσει το ωραίο δια του πνεύματος δεν ανήκει στις δυνατότητές του, αλλά τούτο ανήκει στις αισθήσεις. Διαλέγετε και παίρνετε. Σύγκρουση δύο αντιλήψεων. Ωστόσο αμφότερες έχουν τον ίδιο στόχο, το κάλλος.
Ο Λουκίνο Βισκόντι έφτιαξε έναν εξαιρετικό καμβά, πολύχρωμο, ζωηρό, με την αυθεντικότητα μιας εποχής με την αλήθεια να αναζητείται, όπως και στο βιβλίο, αλλά η προσέγγιση περί ωραίου με φορέα τον έρωτα, έχει την προσωπική οπτική που, αποκλίνει από αυτήν του Τόμας Μαν.
Την ταινία υποστηρίζουν εκτός από τον εξαιρετική φωτογραφία του Πασκουαλίνο Ντε Σάντις και την μουσική του Μάλερ, η ερμηνευτική παρουσία του εξαιρετικού Ντιρκ Μπόγκαρτ αλλά και των Ρόμολο Βάλι, Μπιορν Άντρεσεν, Σιλβάνα Μαγκάνο, Μαρκ Μπερνς, Μαρίζα Μπέρενσον.