Έλεγχο και διαπλοκή των ελληνικών ΜΜΕ διαπιστώνει το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας

Έλεγχο και διαπλοκή των ελληνικών ΜΜΕ διαπιστώνει το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας

Δευτέρα, 29/01/2024 - 23:52

Επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ ιδιοκτησίας τους για να πλήξουν αντίπαλα συμφέροντα, και αξιοποίηση της κρατικής ή εμπορικής διαφήμισης ως «όπλο» επηρεασμού, καταγράφονται στην έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου για τον έλεγχο των ΜΜΕ στην Ελλάδα.

Η Ηλιάννα Παπαγγελή γράφει στο Solomon τα βασικά σημεία της έκθεσης του International Press Institute για το media capture στην Ελλάδα ή αλλιώς για τον έλεγχο που ασκείται στα δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ στην χώρα μας, που μόλις δημοσιεύτηκε.

Ο έλεγχος των Μέσων στην Ευρώπη λαμβάνει διάφορες μορφές, με το πιο «προηγμένο» μοντέλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει αναπτυχθεί στην Ουγγαρία. Τι συμβαίνει εκεί; 

Το «φαινόμενο του ελέγχου» στα Μέσα Ενημέρωσης περιλαμβάνει τον έλεγχό τους από πολιτικά ή επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία συνεργάζονται προκειμένου να ασκήσουν επιρροή, να ελέγξουν το αφήγημα και να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Οι κυβερνήσεις επωφελούνται από τη θετική κάλυψη με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση με τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων ή και επικερδών συμβάσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας.

«Ο έλεγχος των Μέσων Ενημέρωσης για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, είτε πολιτικών είτε επιχειρηματικών, είναι θέμα βαθιάς ανησυχίας για όλους όσοι πιστεύουν στην ισχυρή, ανεξάρτητη δημοσιογραφία», σχολίασε στο Solomon ο Oliver Money-Kyrle, υπεύθυνος Συνηγορίας του IPI για την Ευρώπη, με αφορμή τη δημοσίευση της έκθεσης. «Η  δημοσιογραφία πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις ή προπαγάνδα».

Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης για την Ελλάδα είναι τα εξής:

  • Η «τοξική» αλληλεξάρτηση των Μέσων, του κράτους, και των τραπεζών είναι ανεξέλεγκτη παρά τις μέτριες προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης τα τελευταία χρόνια.
  • Η αδύναμη ή ανύπαρκτη ρύθμιση του μιντιακού τοπίου τις προηγούμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη μερική έλλειψη διαφάνειας ως προς την πραγματική ιδιοκτησία τους, συνέβαλε επίσης στον έλεγχο τους.
  • Η κρατική χρηματοδότηση χρησιμοποιείται παραδοσιακά από τις κυβερνήσεις ως όπλο επηρεασμού των Μέσων. Ο αντίκτυπος των πρόσφατων κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει φανεί ακόμα.
  • Η ιδιωτική διαφήμιση και τα τραπεζικά δάνεια δημιουργούν ένα τοπίο όπου η οικονομική εξάρτηση από τις τράπεζες και τις εταιρείες θέτει τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία σε υψηλό κίνδυνο.
  • Από το 2010, παρατηρείται σταθερά η εμφάνιση ανεξάρτητων Μέσων δίχως δεσμούς με κυβερνήσεις ή επιχειρηματικά συμφέροντα. Προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού μέσω του ερευνητικού ρεπορτάζ, παρά τις έντονες πολιτικές και οικονομικές πιέσεις, αλλά δεν έχουν ορατότητα και επιρροή.
  • Μια μικρή μερίδα δημοσιογράφων που εργάζονται σε μεγαλύτερα Μέσα προσπαθούν να γράψουν για υποθέσεις διαφάνειας και διαφθοράς. Την ίδια στιγμή, η αυτολογοκρισία είναι σε υψηλά επίπεδα.
  • Παρότι η ΕΡΤ έχει σταθεροποιηθεί μετά από χρόνια κρίσης και αποκτήσει έναν λιγότερο κομματικό χαρακτήρα, τόσο αυτή όσο και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων εξακολουθούν να υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο και επιρροή.

Μεταξύ άλλων, οι προτάσεις της έκθεσης του IPI εστιάζουν στην ανάγκη να υπάρξει διαφάνεια γύρω από: την πραγματική ιδιοκτησία των Μέσων και τον βαθμό συγκέντρωσής τους, τη διανομή της κρατικής διαφήμισης, καθώς και τον διορισμό των διοικητικών συμβουλίων σε ΕΡΤ και Αθηναϊκο-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ).

Παράλληλα, η έκθεση καλεί για τη δημιουργία ενός -ανεξάρτητου από παρεμβάσεις- ισχυρού ταμείου για την υποστήριξη της περιφερειακής, της κοινοτικής και της ερευνητικής δημοσιογραφίας δημοσίου συμφέροντος στην Ελλάδα.

Όσον αφορά την εξάρτηση των ΜΜΕ η έκθεση τονίζει πως κεντρικό στοιχείο στη διαδικασία ελέγχου των Μέσων αποτελεί η οικονομική εξάρτησή τους από την κρατική στήριξη και τη διαφήμιση, η οποία τα καθιστά ευάλωτα σε παρεμβάσεις ή και σε αυτολογοκρισία.

Η σχέση μεταξύ των τραπεζών και των Μέσων είναι επίσης συνυφασμένη με πολιτικά συμφέροντα. Επί δεκαετίες, οι ελληνικές τράπεζες έδιναν δάνεια που τα μεγάλα Μέσα αδυνατούσαν να αποπληρώσουν. Όταν ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση το 2009, η φούσκα έσκασε, προκαλώντας την κατάρρευσή τους.

Όσον αφορά στη χαμηλή η εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ, η έκθεση επισημαίνει πως, ο έλεγχος στα Μέσα μεταξύ άλλων επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη του κοινού. Στην ετήσια παγκόσμια μελέτη που διεξάγει το Ινστιτούτο Reuters, τα ελληνικά Μέσα κατατάσσονται σταθερά στις χαμηλότερες θέσεις.

Το 2016, σε σύνολο 26 χωρών, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση, με μόνο το 20% των ερωτηθέντων να επιβεβαιώνει ότι μπορεί να εμπιστεύεται τα Μέσα τις περισσότερες φορές.

Στην έκθεση του Reuters Institute Digital News Report για το 2023 η Ελλάδα ήταν και πάλι ανάμεσα στις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης, με 19%.

Διαβάστε αναλυτικά τα πρώτα ευρήματα και συμπεράσματα της έκθεσης, στο σχετικό δημοσίευμα του Solomon.

[Το πλήρες κείμενο της έκθεσης, που επιμελήθηκε η δημοσιογράφος του Solomon Δανάη Μαραγκουδάκη, και στο οποίο περιλαμβάνονται βελτιωτικές συστάσεις, είναι διαθέσιμο εδώ]

  

Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας: Δώστε τα ύποπτα έγγραφα της «λίστας Πέτσα»

Παρασκευή, 01/07/2022 - 11:53

To Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας επικρίνει την πρόσφατη απόφαση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας της Ελλάδας να αγνοήσει δικαστική απόφαση και να συνεχίσει να εμποδίζει τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την πολιτικά υποκινούμενη κατανομή της κρατικής διαφημιστικής χρηματοδότησης στα μέσα ενημέρωσης

Σοβαρές ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα εκφράζει για ακόμα μία φορά το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας (International Press Institute, IPI) σχολιάζοντας αυτή τη φορά την υπόθεση της λεγόμενης «λίστας Πέτσα» που μοίρασε εκατομμύρια σε ΜΜΕ της χώρας στο πρώτο κύμα της πανδημίας, το 2020.

«Η συνεχιζόμενη απόκρυψη εγγράφων έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πρόσβαση στην πληροφόρηση και στην ελευθερία των Mέσων ενημέρωσης» τονίζει το Ινστιτούτο και καλεί την Εθνική Αρχή Διαφάνειας της χώρας μας να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου για την καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» και να δώσει στη δημοσιότητα τα έγγραφα, τα όπως «πιστεύεται ευρέως ότι θα καταδείξουν την πολιτική επιρροή στην εκστρατεία» ενημέρωσης.

Παρά τη δικαστική απόφαση για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που αφορούν τη «λίστα Πέτσα», η ΕΑΔ αρνείται τα σχετικά στοιχεία με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογο ενδιαφέρον το γενικό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων των υπηρεσιών και την τήρηση των νόμων» και ότι το Vouliwatch δεν είχε «νόμιμο συμφέρον» να ζητάει τις πληροφορίες.

Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών είχε κάνει δεκτή τον Ιανουάριο του 2022 την αίτηση του ανεξάρτητου οργανισμού υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα και εκείνα τα στοιχεία που έμειναν απόρρητα ακόμα και για την εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου.

Μία... εύγλωττη σύνοψη για την αδιαφανή «πέτσινη» χρηματοδότηση

Το IPI αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης και κρίνει ότι η πρόσφατη απόφαση της ΕΑΔ έχει σημαντικές επιπτώσεις στο δικαίωμα στην ελευθερία της ενημέρωσης στην Ελλάδα, καθώς και στο ευρύτερο τοπίο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, το οποίο επηρεάστηκε αρνητικά από τον τρόπο που η κυβέρνηση χορήγησε τα 20 εκατομμύρια ευρώ της καμπάνιας.

«Όπως τεκμηρίωσαν τότε το IPI και οι εταίροι της στο Media Freedom Rapid Response (MFRR), η χρηματοδότηση από την εκστρατεία για τη δημόσια υγεία κατανεμήθηκε με επιλεκτικό και αδιαφανή τρόπο. Τα μέσα που επικρίνουν την κυβέρνηση έλαβαν δυσανάλογα χαμηλότερα επίπεδα διαφήμισης σε σύγκριση με τα φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα, παρά το γεγονός ότι πολλά είχαν πολύ υψηλότερη κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα».

Σε αυτό το σημείο το Ινστιτούτο επισημαίνει πως ορισμένες εφημερίδες που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αγνοήθηκαν εντελώς και ότι μεταξύ των 1.232 ΜΜΕ που περιλαμβάνονται στη λίστα Πέτσα βρέθηκαν 200 ψηφιακές οντότητες, που δεν περιλαμβάνονται καν στο Μητρώο Ηλεκτρονικών Μέσων της χώρας, μεταξύ των οποίων ανενεργών και ανύπαρκτων ιστοσελίδων ή ιστολογίων με ελάχιστους ή καθόλου αναγνώστες, όπως επίσης και μέσα που συνδέονται με πολιτικούς του κυβερνώντος κόμματος.

Όπως διαβάζουμε, το IPI και το MFRR έστειλαν τότε επιστολή στον Έλληνα Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Στέλιο Πέτσα, τον πρώην υφυπουργό και κυβερνητικό εκπρόσωπο που ήταν υπεύθυνος για την διαφημιστική εκστρατεία, εκφράζοντας ανησυχίες για την «πολιτικοποιημένη» διανομή χρημάτων των Ελλήνων φορολογουμένων σε ευνοούμενα μέσα ενημέρωσης, αλλά πήραν καμία απάντηση.

Συνεχιζόμενες οι προσπάθειες να κρατηθούν μυστικά τα στοιχεία

Στην ανακοίνωση υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση είχε δημοσιεύσει τον πλήρη κατάλογο των μέσων και τα ποσά που έλαβαν, ύστερα από αυξανόμενες πιέσεις. Ωστόσο, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας αρνήθηκε επανειλημμένα να δημοσιεύσει έγγραφα σχετικά με τα λεπτομερή κριτήρια για τον τρόπο εκταμίευσης των χρημάτων.

«Η άρνηση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας να συμμορφωθεί με την δικαστική απόφαση είναι βαθιά ανησυχητική και έχει σημαντικές επιπτώσεις για την πρόσβαση στην ενημέρωση και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα», σχολίασε ο αναπληρωτής διευθυντής του IPI, Σκοτ Γκρίφεν. «Το κοινό έχει δικαίωμα να γνωρίζει πώς δαπανήθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων και υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον» λέει και προσθέτει χαρακτηριστικά το εξής:

«Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες να κρατηθούν μυστικές αυτές οι λεπτομέρειες αυξάνουν τις ανησυχίες των διεθνών οργανώσεων για την ελευθερία του Τύπου για το προβληματικό σύστημα της Ελλάδας σχετικά με τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης και τις προφανείς προσπάθειες να χρησιμοποιήσει την κρατική χρηματοδότηση για να διαστρεβλώσει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης διοχετεύοντας δυσανάλογα χρήματα σε μέσα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση».

Το IPI προτρέπει, λοιπόν, την ΕΑΔ, «να σταματήσει την παρεμπόδιση της διαδικασίας, να αναγνωρίσει το συντριπτικό δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων και να υποχρεώσει τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας να παρέχει αυτές τις πληροφορίες στο κοινό».

«Είναι ζωτικής σημασίας όλες οι μορφές διαφήμισης να διανέμονται μέσω μιας διαφανούς και προσβάσιμης διαδικασίας που βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε προφανείς πολιτικές πεποιθήσεις. Εάν η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρή αναφορικά με το να βελτιωθεί το τοποίο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η επίλυση αυτής της υπόθεσης με την παροχή διαφάνειας και λογοδοσίας επιτέλους, είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει» αναφέρει ο Γκρίφεν.