Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας: Δώστε τα ύποπτα έγγραφα της «λίστας Πέτσα»
To Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας επικρίνει την πρόσφατη απόφαση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας της Ελλάδας να αγνοήσει δικαστική απόφαση και να συνεχίσει να εμποδίζει τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την πολιτικά υποκινούμενη κατανομή της κρατικής διαφημιστικής χρηματοδότησης στα μέσα ενημέρωσης
Σοβαρές ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα εκφράζει για ακόμα μία φορά το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας (International Press Institute, IPI) σχολιάζοντας αυτή τη φορά την υπόθεση της λεγόμενης «λίστας Πέτσα» που μοίρασε εκατομμύρια σε ΜΜΕ της χώρας στο πρώτο κύμα της πανδημίας, το 2020.
«Η συνεχιζόμενη απόκρυψη εγγράφων έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πρόσβαση στην πληροφόρηση και στην ελευθερία των Mέσων ενημέρωσης» τονίζει το Ινστιτούτο και καλεί την Εθνική Αρχή Διαφάνειας της χώρας μας να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου για την καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» και να δώσει στη δημοσιότητα τα έγγραφα, τα όπως «πιστεύεται ευρέως ότι θα καταδείξουν την πολιτική επιρροή στην εκστρατεία» ενημέρωσης.
Παρά τη δικαστική απόφαση για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που αφορούν τη «λίστα Πέτσα», η ΕΑΔ αρνείται τα σχετικά στοιχεία με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογο ενδιαφέρον το γενικό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων των υπηρεσιών και την τήρηση των νόμων» και ότι το Vouliwatch δεν είχε «νόμιμο συμφέρον» να ζητάει τις πληροφορίες.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών είχε κάνει δεκτή τον Ιανουάριο του 2022 την αίτηση του ανεξάρτητου οργανισμού υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα και εκείνα τα στοιχεία που έμειναν απόρρητα ακόμα και για την εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου.
Μία... εύγλωττη σύνοψη για την αδιαφανή «πέτσινη» χρηματοδότηση
Το IPI αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης και κρίνει ότι η πρόσφατη απόφαση της ΕΑΔ έχει σημαντικές επιπτώσεις στο δικαίωμα στην ελευθερία της ενημέρωσης στην Ελλάδα, καθώς και στο ευρύτερο τοπίο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, το οποίο επηρεάστηκε αρνητικά από τον τρόπο που η κυβέρνηση χορήγησε τα 20 εκατομμύρια ευρώ της καμπάνιας.
«Όπως τεκμηρίωσαν τότε το IPI και οι εταίροι της στο Media Freedom Rapid Response (MFRR), η χρηματοδότηση από την εκστρατεία για τη δημόσια υγεία κατανεμήθηκε με επιλεκτικό και αδιαφανή τρόπο. Τα μέσα που επικρίνουν την κυβέρνηση έλαβαν δυσανάλογα χαμηλότερα επίπεδα διαφήμισης σε σύγκριση με τα φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα, παρά το γεγονός ότι πολλά είχαν πολύ υψηλότερη κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα».
Σε αυτό το σημείο το Ινστιτούτο επισημαίνει πως ορισμένες εφημερίδες που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αγνοήθηκαν εντελώς και ότι μεταξύ των 1.232 ΜΜΕ που περιλαμβάνονται στη λίστα Πέτσα βρέθηκαν 200 ψηφιακές οντότητες, που δεν περιλαμβάνονται καν στο Μητρώο Ηλεκτρονικών Μέσων της χώρας, μεταξύ των οποίων ανενεργών και ανύπαρκτων ιστοσελίδων ή ιστολογίων με ελάχιστους ή καθόλου αναγνώστες, όπως επίσης και μέσα που συνδέονται με πολιτικούς του κυβερνώντος κόμματος.
Όπως διαβάζουμε, το IPI και το MFRR έστειλαν τότε επιστολή στον Έλληνα Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Στέλιο Πέτσα, τον πρώην υφυπουργό και κυβερνητικό εκπρόσωπο που ήταν υπεύθυνος για την διαφημιστική εκστρατεία, εκφράζοντας ανησυχίες για την «πολιτικοποιημένη» διανομή χρημάτων των Ελλήνων φορολογουμένων σε ευνοούμενα μέσα ενημέρωσης, αλλά πήραν καμία απάντηση.
Συνεχιζόμενες οι προσπάθειες να κρατηθούν μυστικά τα στοιχεία
Στην ανακοίνωση υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση είχε δημοσιεύσει τον πλήρη κατάλογο των μέσων και τα ποσά που έλαβαν, ύστερα από αυξανόμενες πιέσεις. Ωστόσο, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας αρνήθηκε επανειλημμένα να δημοσιεύσει έγγραφα σχετικά με τα λεπτομερή κριτήρια για τον τρόπο εκταμίευσης των χρημάτων.
«Η άρνηση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας να συμμορφωθεί με την δικαστική απόφαση είναι βαθιά ανησυχητική και έχει σημαντικές επιπτώσεις για την πρόσβαση στην ενημέρωση και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα», σχολίασε ο αναπληρωτής διευθυντής του IPI, Σκοτ Γκρίφεν. «Το κοινό έχει δικαίωμα να γνωρίζει πώς δαπανήθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων και υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον» λέει και προσθέτει χαρακτηριστικά το εξής:
«Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες να κρατηθούν μυστικές αυτές οι λεπτομέρειες αυξάνουν τις ανησυχίες των διεθνών οργανώσεων για την ελευθερία του Τύπου για το προβληματικό σύστημα της Ελλάδας σχετικά με τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης και τις προφανείς προσπάθειες να χρησιμοποιήσει την κρατική χρηματοδότηση για να διαστρεβλώσει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης διοχετεύοντας δυσανάλογα χρήματα σε μέσα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση».
Το IPI προτρέπει, λοιπόν, την ΕΑΔ, «να σταματήσει την παρεμπόδιση της διαδικασίας, να αναγνωρίσει το συντριπτικό δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων και να υποχρεώσει τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας να παρέχει αυτές τις πληροφορίες στο κοινό».
«Είναι ζωτικής σημασίας όλες οι μορφές διαφήμισης να διανέμονται μέσω μιας διαφανούς και προσβάσιμης διαδικασίας που βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε προφανείς πολιτικές πεποιθήσεις. Εάν η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρή αναφορικά με το να βελτιωθεί το τοποίο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η επίλυση αυτής της υπόθεσης με την παροχή διαφάνειας και λογοδοσίας επιτέλους, είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει» αναφέρει ο Γκρίφεν.