Το σύνθημα ξαναζεί
Νοέμβρης 2013. Η Τιτίκα, με δύο μεταπτυχιακά, κοιτάζει τις τσέπες της. «520 καθαρά, 180 στις βενζίνες για να πάω στη δουλειά. Καλά είμαστε». Η Αιμιλία, αναπληρώτρια νηπιαγωγός, πηγαίνει φρούτα στα νήπια. «Δεν έχουν οι γονείς τους, ούτε για κολατσιό», λέει. Σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, πίσω από το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» βρίσκονται ονόματα και επώνυμα.
Το «Ψωμί» δεν φτάνει για όλους, η «Παιδεία» απέχει χιλιόμετρα μακριά. Ο Θανάσης, καθηγητής Μαθηματικών διανύει 280 χλμ. καθημερινά, πήγαινε-έλα στο σχολείο. Η «Ελευθερία» μιλάει σπαστά ελληνικά και περιμένει δικαίωση σε κάποιο κέντρο κράτησης μεταναστών. Κάποιες μέρες, φοράει μαύρη σακούλα στο κεφάλι και τρώει κλοτσιές στο πρόσωπο. Την ίδια ώρα, ο Γεράσιμος, κάνει σαΐτα το πτυχίο της ΑΣΟΕΕ. Σπούδασε οικονομολόγος και δουλεύει περιστασιακά ως μεταφορέας. Λίγο μετά τα 30 η Φανή και ο σύζυγός της Στέλιος, προσπαθούν να ξεκολλήσουν από τα 500 ευρώ. Τόσα ήταν τα έσοδά τους τον περασμένο μήνα. «Κάνεις παιδιά σ' αυτές τις συνθήκες; Με τίποτα», λένε. «Πήρα το πτυχίο στα 4 χρόνια, αλλά τώρα τι θα κάνω; Ποιος σου μαθαίνει πώς να βρεις δουλειά;» αναρωτιέται ο 22χρονος Βασίλης. «Θα την κυνηγάνε τη Βαλεντίνα μου όταν μεγαλώσει;» αναρωτιέται η γιαγιά της, αρμενικής καταγωγής, θίγοντας το ζήτημα της ιθαγένειας.
ΨΩΜΙ
«Ο μεγαλύτερος εφιάλτης μου»
«Καλημέρα, ντουλάπα. Καληνύχτα, ντουλάπα. Ξυπνάω, κοιμάμαι, τα λέω με την ντουλάπα. Ποιος άλλος να χωρέσει εδώ; Είναι κάπως περιορισμένος ο χώρος». Ο Γεράσιμος Β. αποφοίτησε στα 23 του από την ΑΣΟΕΕ. Εξι χρόνια μετά, ζει σε μια γκαρσονιέρα 25 τ.μ. στο Κουκάκι και δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά στον τομέα του. «Το πτυχίο κορνίζα;» τον ρωτάω. «Το πτυχίο σαΐτα. Κάπου το πέταξα και ούτε με νοιάζει πια».
Εργάζεται περιστασιακά σε «άσχετες αλλά ενδιαφέρουσες δουλειές», όπως λέει. «Κυρίως ως οδηγός-μεταφορέας. Εχω κάνει μετακομίσεις, έχω οδηγήσει ταξί, πέρυσι μοίραζα γάλατα. Σπουδαίες δουλειές, δεν αστειεύομαι. Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους». Τον ρωτάω αν το κυνήγησε αρκετά και βάζει τα γέλια. «Το κυνήγησα μέχρι που ψόφησε. Υπάρχουν κι αυτοί που δεν χωράνε στο σύστημα. Εχει προβλεφθεί αυτός ο χώρος. Δεν είμαι ο μόνος».
Οταν πήρε το πτυχίο του, ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο τροφίμων, στον τομέα παραγωγής. «Εντελώς άσχετο με τις σπουδές μου» παραδέχεται ο ίδιος. «Πλέον έχω σταματήσει να στέλνω βιογραφικά. Δεν απογοητεύτηκα. Για να απογοητευτείς, πρέπει να γοητευτείς. Είχα κάποια όνειρα παλιά· τώρα τι τα ψάχνεις, τα έχω ξεχάσει». «Οι γονείς απεβίωσαν. Ο πατέρας μου άφησε πίσω ωραιότατα χρέη. Πούλησα τα πάντα και ξεχρέωσα. Μια θεία μού έχει μείνει. Αυτή δεν πωλείται, έχει την ηλικία της Ακρόπολης. Βλεπόμαστε δυο φορές το χρόνο, τα Χριστούγεννα και όταν έρχεται η ώρα για τη φορολογική της δήλωση. Με χρησιμοποιεί ως λογιστή».
Η καθημερινότητα του Γεράσιμου έχει, όπως λέει, «χρώμα γκρι». «Είναι οι άσπρες μέρες και οι μαύρες μέρες. Ολες αυτές ανακατεύονται και βγάζουν αυτή τη μουντίλα. Φώτα σβηστά, κεράκια και τέτοια. Ρομαντικές καταστάσεις. Ζωή στο ρελαντί. Πάω δουλεύω 5 ώρες, παίρνω 25 ευρώ. Τώρα, βέβαια, ούτε αυτό δεν κάνω».
«Να μη με πούνε και γκρινιάρη»
«Συντηρώ ένα σκύλο, τον Ιεροκλή, μοιραζόμαστε το ίδιο φαγητό και έχω κι ένα παπάκι. Τις καλές περιόδους, που έχω κάνα εικοσάευρω για βενζίνη και το μετακινώ, το μαθαίνει όλη η γειτονιά. Αφήνει λάδια στη διαδρομή». Χρωστάει τη ζωή του, όπως λέει, «στον Γιώργο, που μου παραχώρησε την γκαρσονιέρα και στο φούρναρη απέναντι, που με κερνάει τις τυρόπιτες. Εχω 2-3 φιλαράκια που μου έχουν σταθεί. Με βοηθάνε και με τη δουλειά και γενικώς. Δεν έχω παράπονο από τη ζωή. Ολα καλά. Γράψε αυτό, να μη με πούνε και γκρινιάρη».
Στο κατώφλι της κρίσης, η Τιτίκα είχε μόλις ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό της στο Λονδίνο και επέστρεψε στην Ελλάδα για να βρει δουλειά. «Η προοπτική μου, όταν έκανα όνειρα, ήταν να δουλέψω στο ερευνητικό κομμάτι της πολιτικής προστασίας. Στα 30 κατάλαβα ότι αυτό δεν θα γίνει».
Σπούδασε Γεωλογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στον τομέα Φυσικών Καταστροφών και δεύτερο μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. Η ειδικότητά της είναι η διαχείριση πλημμύρας σε αστικό περιβάλλον. «Ξεκίνησα να ψάχνω στον τομέα μου. Χτύπησα την πόρτα του Αντιπλημμυρικού Σχεδιασμού, παρόλο που ήταν Δημόσιο. Είδα ότι εκεί ήταν άνθρωποι περασμένης ηλικίας που δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν υπολογιστή. Δεν είχα καμία τύχη» λέει η Τιτίκα. Εμεινε άνεργη 1,5 χρόνο και «αφού εξάντλησα τις εθνικές, κατασκευαστικές και περιβαλλοντικές εταιρείες, ξεκίνησα να στέλνω βιογραφικά σε φούρνους και σουπερμάρκετ. Αλλά και εκεί ζητάνε προϋπηρεσία. "Εχετε ξαναδουλέψει σε φούρνο;" με ρωτούσαν».
Εδώ και λίγους μήνες, ξεκίνησε να εργάζεται σε μια ιδιωτική εταιρεία που έχει σύμβαση με το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας. «Το Ταμείο θα κλείσει, οπότε δεν ξέρω πού θα με βρει ο Νοέμβριος» λέει η ίδια. Δουλεύει 24ωρο με νυχτερινές βάρδιες και Κυριακές και παίρνει καθαρά 520 ευρώ. «Τουλάχιστον μου μένουν 300 και έχω κάτι να κάνω. Δεν ξυπνάω να τρώω τους τοίχους. Σε φτάνουν στο σημείο να λες ευχαριστώ που έχεις μια απασχόληση. Γιατί αυτό δεν είναι δουλειά, απασχόληση είναι. Δεν μπορώ να ζήσω μ' αυτό το μισθό. Στηρίζομαι στη σύνταξη της μαμάς μου. Σχεδιασμό δεν μπορώ να κάνω. Είναι το σήμερα, το αύριο και το μεθαύριο. Ως εκεί».
«Πίστευα ότι στα 33 μου θα βρισκόμουν στην πιο παραγωγική μου περίοδο. Γιατί είναι η ηλικία που αντέχεις και έχεις όρεξη να δημιουργήσεις. Πίστευα ότι θα έχω ήδη κάνει παιδιά, ότι θα έχουν όλα πάρει το δρόμο τους και ότι θα είμαι σε θέση να συντηρήσω τον εαυτό μου. Τώρα πρέπει να μάθω να ζω με 500 ευρώ» λέει η Φανή Χάραρη.
Απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου, η ίδια έχει εργαστεί στο χώρο των media και τα τελευταία χρόνια δουλεύει ως μουσική παραγωγός στη διοργάνωση συναυλιών. «Δεν υπάρχει μισθός. Μπορεί να έρθει μήνας που θα βγάλεις 500 ευρώ, μπορεί να μη βγάλεις και τίποτα. Τον Σεπτέμβρη δεν είχα έσοδα από πουθενά. Ευτυχώς, ήταν το Ταμείο Ανεργίας του Στέλιου».
Ο σύζυγός της Στέλιος Καρακύκλας εργάζεται ως ηχολήπτης, σε καθεστώς ημιαπασχόλησης. Αυτή την περίοδο είναι σε διαδικασία αναζήτησης εργασίας. «Αποφάσισε να ξεκινήσει κάτι δικό του, συνεταιρικά μαζί με φίλους, για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για τους εαυτούς τους» λέει η Φανή. «Εντάξει, υπάρχουν και κάποιοι που ζουν χειρότερα από εμάς. Τουλάχιστον εμείς έχουμε να φάμε. Προσπαθούμε να σταδιοδρομήσουμε για να προχωρήσουμε τη ζωή μας. Πώς να κάνεις παιδί έτσι; Δεν γίνεται χωρίς να έχεις εξασφαλίσει τα πάγια» συνεχίζει η ίδια. Εχει αποφασίσει, όπως λέει, ότι θα είναι ήρεμη και αισιόδοξη. «Περνάνε όμως διαστήματα που κάθομαι και τα μετράω και χάνω τον ύπνο μου. Λέω "ήρθε η ΔΕΗ, πώς θα την πληρώσεις;". Δεν έχω μάθει να χρωστάω. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης μου».
ΠΑΙΔΕΙΑ
«Κάναμε μάθημα με γάντια»
Είχα στο σχολείο παιδί που, αντί για κορδόνια, είχε σύρμα στα παπούτσια του
«Τότε, ο τονισμός ήταν στην Ελευθερία. Σήμερα είναι στο Ψωμί. Από Παιδεία, κουτσά στραβά κάτι γίνεται. Βγαίνουν επιστήμονες. Υπάρχουν όμως μαθητές που δεν έχουν να φάνε» λέει ο Θανάσης Σιάντος, μαθηματικός. Κάθε ξημέρωμα, συναντά στην εθνική οδό Αθηνών - Λαμίας τρεις συναδέλφους του καθηγητές. Διανύουν καθημερινά περίπου 280 χλμ., πήγαιν'-έλα, ώς το 1ο Λύκειο της Λιβαδειάς. «Κάθε μέρα πάει εναλλάξ. Είμαστε τέσσερις, ξεκινάμε από Αθήνα και μοιραζόμαστε τις βενζίνες. Είναι κι αυτή η μείωση μισθού... 350 ευρώ μού κόψανε. Παίρνω 900 ευρώ» λέει ο ίδιος. Η μεταφορά των καθηγητών σε σχολεία μακριά από τον τόπο διαμονής τους είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, «φαινόμενο που φέτος έχει πάρει μεγάλη έκταση».
Μπαίνοντας στην τάξη, έρχεται αντιμέτωπος με την ύλη. «Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα, η μεγάλη έκταση της ύλης, η οποία είναι δύσκολο να καλυφθεί. Οι καθηγητές τρέχουμε και δεν φτάνουμε. Με το "Νέο Λύκειο" δυσκόλεψαν τα πράγματα. Μας κυνηγάει η εξέταση και μάλιστα από "τράπεζα θεμάτων"». Στο Ιλιον, όπου δίδασκε πέρυσι, «το σχολείο μάζευε τρόφιμα και διακριτικά τα μοίραζε σε παιδιά. Υπήρχε μεγάλο πρόβλημα».
Σε νηπιαγωγείο της Ηλείας, οι νηπιαγωγοί «πηγαίναμε κάθε μέρα με μια σακούλα φρούτα. Οι γονείς δεν είχαν να δώσουν στα παιδιά τους κολατσιό. Αν δεν τους πηγαίναμε εμείς, πολλά παιδιά απλώς δεν θα έτρωγαν» λέει η Αιμιλία Κοντογιώργη, 27 ετών, αναπληρώτρια νηπιαγωγός από την Κέρκυρα. Από την ιδιαίτερη πατρίδα της βρέθηκε στην Αιτωλοακαρνανία. Και από εκεί, την επόμενη χρονιά, στην Κλειτορία Αχαΐας «στους -17 βαθμούς. Το σχολείο δεν είχε θέρμανση. Κάναμε μάθημα με γάντια» λέει η ίδια. Η περυσινή χρονιά τη βρήκε στο Σιμόπουλο, «ένα φτωχό χωριό της Ηλείας. Είχα στο σχολείο παιδί που, αντί για κορδόνια, είχε σύρμα στα παπούτσια του. Πολλή φτώχεια».
Η φετινή τοποθέτησή της ως αναπληρώτριας έγινε μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. «Παρασκευή ειδοποιήθηκα ότι παρουσιάζομαι τη Δευτέρα σε ένα χωριό του Ηρακλείου Κρήτης». «Είμαστε νηπιαγωγοί-νομάδες» ισχυρίζεται η ίδια. «Σε καλούν να πας στην άλλη άκρη της Ελλάδας μέσα σε δύο μέρες. Δεν έχουμε προσωπική ζωή, δεν παίρνουμε επιδόματα όπως οι μόνιμοι. Κάθε χρονιά μας υποδέχονται ως "νέους", ως αυτούς που θα βγάλουν τη δουλειά» τονίζει η νηπιαγωγός.
«Πόσα παίρνεις;» τη ρωτάω. «Δεν έχω πληρωθεί ακόμα. Γύρω στα 800 ευρώ υπολογίζω. Εδώ και δύο μήνες μού δίνουν οι γονείς μου. Δεν μας πληρώνουν αμέσως» λέει. Το καλοκαίρι, ως αναπληρώτρια, μπήκε στο Ταμείο Ανεργίας με 360 ευρώ. Στα έξοδά της συμπεριλαμβάνονται και τα αναλώσιμα υλικά του νηπιαγωγείου. «Δεν υπάρχει υλικοτεχνική υποδομή. Αν θέλεις να βγάλεις φωτοτυπίες, πληρώνεις Α4. Αν θες ρολό υγείας ή σαπούνι, τα αγοράζεις. Ζητάμε και από τους γονείς καμιά φορά. Αλλά συνήθως ντρεπόμαστε. Δεν έχουν...».
Στην τάξη της έχει φέτος 25 παιδιά. «Αυτό λέγεται φύλαξη, όχι μάθημα. Δυσκολεύουν οι δραστηριότητες. Πώς να προσέξεις 25 παιδιά που κρατούν ψαλίδι; Το ζήτημα είναι τα παιδιά να αποκτήσουν ερεθίσματα. Και τα έχουν ανάγκη. Σε ένα από τα χωριά που βρέθηκα, τα παιδιά δεν είχαν δει ποτέ θάλασσα. Τους έδειξα βατραχοπέδιλο και μάσκα και μου είπαν ότι είναι φαράσι και βρύση με σωλήνα».
Σπουδές μετ' εμποδίων. Ανάμεσα στο πλήθος των φοιτητών που αντιμέτωποι με τις οικονομικές δυσκολίες μετά βίας καταφέρνουν να αποφοιτήσουν, ο Σπύρος Μοσχάκης, γιος πολιτικού μηχανικού από τη Θεσσαλονίκη, ξεπέρασε εαυτόν. Μέσα σε δυο χρόνια, έπεσε κεραυνός στον οικογενειακό προϋπολογισμό και η οικογένειά του, που ανήκε στη μέση αστική τάξη, δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα και να στηρίξει τις σπουδές του.
«Πέρυσι την έβγαλα με ρύζι και μακαρόνια» λέει ο Σπύρος από τη Θεσσαλονίκη, φοιτητής επί πτυχίω στο ΤΕΙ Δομικών Εργων στις Σέρρες. Με τα 200 ευρώ που του στέλνουν κάθε μήνα οι γονείς του καλύπτει τα έξοδα για το ενοίκιο ενώ κάθε έξοδος θεωρείται πολυτέλεια. «Μόνο το Ιντερνετ πληρώνω» λέει ο ίδιος. «Μόνο αυτό, το ρεύμα και το νερό. Ολα μαζί περίπου 60 ευρώ...».
Η Ανδριάνα και η Σύλβια, ατενίζουν το αύριο μέσα από κλειστά Πανεπιστήμια. «Είχα στόχο τη Νομική Αθήνας, όμως πέρασα στη Νομική Κομοτηνής. Οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να με στείλουν. Κι έτσι είμαι τώρα επί πτυχίω φοιτήτρια στη Φιλολογία» λέει η Ανδριάνα Τουρνά. Θα δώσει τα τελευταία της μαθήματα για το πτυχίο όταν ανοίξει το Πανεπιστήμιο. «Δεν νιώθω καθόλου αγανάκτηση που έχουν χαθεί τα μαθήματα. Καταλαβαίνω ότι απειλείται το Πανεπιστήμιο και συμπαραστέκομαι στους διοικητικούς υπαλλήλους.
Από την άλλη ένας φοιτητής από την επαρχία, αναγκάζεται να πληρώνει νοίκι χωρίς λόγο όλο αυτό το διάστημα» λέει η ίδια. «Απλά πράγματα μέσα στο Πανεπιστήμιο, χρειάζονται πολύ ψάξιμο. Τα πάντα αργούν» λέει η συμφοιτήτριά της Σύλβια Μπενάκη. «Αγάπησα τους καθηγητές μου και το Πανεπιστήμιο. Αυτό το "χάος" με τα σπασμένα έδρανα, την κακή οργάνωση και τους μαθητές που κάθονται στα περβάζια και παρακολουθούν το μάθημα, γιατί δεν χωράνε στην αίθουσα». Επειτα από τέσσερα χρόνια, λέει με υπερηφάνεια, «Μπόρεσα και επιβίωσα».
Ο Βασίλης Κούκης, 22 ετών, αποφοίτησε στην ώρα του από το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. «Αυτό που δεν μαθαίνεις στο Πανεπιστήμιο είναι πώς να ψάχνεις για δουλειά. Εγώ άνοιξα τις αγγελίες. Οι περισσότεροι, δουλεύουμε σε τηλεφωνικές εταιρείες ή όταν ανοίξει κάποιο πρόγραμμα του ΟΑΕΔ, τρέχουμε να προλάβουμε» λέει ο ίδιος. «Εχω πάει σε πολλές συνεντεύξεις και στέλνω συνεχώς βιογραφικά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι αφού τελειώσεις το Πανεπιστήμιο είναι δύσκολο να κάνεις το πρώτο βήμα. Είναι δύσκολο να κάνεις πλάνο και να σου βγει».
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
«Γεννήθηκε εδώ, αλλά δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά»
«Ελευθερία. Ωραία λέξη. Αυτή η λέξη μας έφερε εδώ. Αυτή η λέξη που διαβάζεις στα βιβλία που μιλάνε για το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα μας έφερε στην Ελλάδα. Ηρθαμε εδώ και ακόμα ψάχνουμε να βρούμε τα δικαιώματά μας. Αυτή τη στιγμή, πάνω από 3.000 Πακιστανοί κρατούνται σε κέντρα μεταναστών. Ανάμεσά τους ανήλικα παιδιά». Ο Τζαβέντ Ασλάμ είναι πρόεδρος της Πακιστανικής Κοινότητας στην Ελλάδα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πακιστάν και αποφάσισε να έρθει εδώ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του «στη χώρα του Σωκράτη και του Πλάτωνα». Καθημερινά καλείται να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
«Ο κόσμος ήρθε εδώ για να βρει δουλειά και να στείλει λεφτά στη γυναίκα και τα παιδιά που άφησε πίσω. Τώρα, όμως, η γυναίκα πουλάει το σπίτι για να βρει λεφτά να στείλει στο φυλακισμένο. Από τους 1.800 μετανάστες στην Αμυγδαλέζα, οι 1.000 είναι από το Πακιστάν». Ανάμεσά τους ήταν και ο Μοχάμαντ Αζίζ. Ο ίδιος καταγγέλλει ότι έχει υποστεί βασανισμό στις φυλακές. «Αν καλέσεις σε βοήθεια για κάποιον άρρωστο, σε πάνε σε ένα δωμάτιο, σου βάζουν μια μαύρη σακούλα στο κεφάλι, φοράνε γάντια και αρχίζουν και σε χτυπάνε».
Τέσσερις κούρδοι
Η κ. Βαλεντίνα ανησυχεί για το μέλλον της 8χρονης εγγονής της. «Με καταγωγή από την Αρμενία, στα 18 της θα είναι παράνομη», λέει Την ίδια στιγμή, τέσσερις πολιτικοί κρατούμενοι κουρδικής καταγωγής διεκδικούν με μέσο τη ζωή τους το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Από τις 24 Σεπτεμβρίου, ο Ερντογάν Τσακίρ βρίσκεται σε απεργία πείνας, με μοναδική απαίτηση να μην εκδοθεί στην Τουρκία, όπου κινδυνεύει άμεσα η ζωή του. Πριν από λίγες ημέρες, ο Γιάννης Μουζάλας, από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, διαπίστωσε κατά την επίσκεψή του στο Ασκληπιείο Βούλας, όπου νοσηλεύονται οι δύο από τους τέσσερις Κούρδους, τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του Ερντογάν Τσακίρ. «Το μόνο αίτημά του είναι να φυλακιστεί εδώ. Γίνεται, όμως υπάρχουν νομικές επιπλοκές οι οποίες μπορεί να στοιχίσουν τη ζωή του. Η ποινή του θανάτου δεν θα έπρεπε να υπάρχει ως παράπλευρη απώλεια» λέει ο κ. Μουζάλας.
Στο πλευρό του Ερντογάν βρίσκεται ο Μεχμέτ Γιαϊλά. Κατεβαίνει για δεύτερη φορά σε απεργία πείνας μέσα σε λίγες ημέρες, μολονότι το αίτημα έκδοσής του έχει απορριφθεί. Παίζει τη ζωή του κορόνα-γράμματα ως ένδειξη αλληλεγγύης στους συντρόφους του. Από τις Φυλακές Κορυδαλλού, οι απεργοί πείνας Αχμέτ Ντουζκούν Γιουκσέλ και Χασάν Μπιπέρ συνεχίζουν την απεργία πείνας και αρνούνται την οποιαδήποτε θεραπεία. Την ίδια ώρα, στο προαύλιο του Ασκληπιείου Βούλας, συλλαμβάνονται συμπατριώτες τους οι οποίοι συμπαραστέκονται στους απεργούς πείνας.
«Εγώ είμαι ελεύθερη. Τα έχω τα χαρτιά μου. Ηρθα στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια. Η εγγονή μου, όμως, και ο γιος μου δεν είναι» λέει η Βαλεντίνα Μανουκιάν, 63 ετών, από την Αρμενία. Ο γιος της Αρμάν και πατέρας της συνονόματης εγγονής της ήταν πολεμιστής στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Οταν ήρθε στην Ελλάδα, δούλευε σαν μάγειρας «στα καλύτερα εστιατόρια της Μυκόνου. Λίγες φορές τού κολλούσαν ένσημα. Τα εξαργύρωσε κι αυτά για να πληρώσουμε το νοσοκομείο όταν αρρώστησα». Λόγω της κατάστασης της υγείας της, έλαβε ανθρωπιστικό άσυλο και έκτοτε κατοικεί στην Κοκκινιά.
Ούτε να φύγει ούτε να μείνει
«Τα τελευταία δύο χρόνια ο Αρμάν κρυβόταν από την Αστυνομία γιατί δεν του ανανέωσαν την άδεια παραμονής. Δεν μπορεί ούτε να φύγει ούτε να μείνει. Εχασε και το διαβατήριό του και τώρα, χωρίς χαρτιά, είναι παράνομος. Ποιος θα τον πάρει για δουλειά;» λέει η κ. Βαλεντίνα. «Ομως είναι το παιδί του εδώ. Εγώ το μεγαλώνω, μόνη» συνεχίζει ίδια. Το μεγάλο άγχος της είναι αν η μικρή μεγαλώνοντας θα αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. «Γεννήθηκε εδώ, πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο, όμως δεν έχει τα ίδια δικαιώματα με τα υπόλοιπα παιδιά».
Πηγή enet.gr