«ΕΡΤ: Η Φαλκονέρα του ελληνικού νεοσυντηρητισμού»
Του Γιώργου Πλειού
καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Συμπληρώθηκαν πάνω από τέσσερις μήνες που η κυβέρνηση επιχείρησε να κλείσει την ΕΡΤ και επίσης πάνω από τρεις που «λειτουργεί» η κυβερνητικο-ιδιωτική ΔΤ. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε τις προεκτάσεις αυτών των γεγονότων πλέον όχι μόνο στο ραδιοτηλεοπτικό αλλά και στο πολιτικό σύστημα.
Στο διάγγελμά του της 11ης.6.2013 ο κ. Κεδίκογλου φανέρωσε πολλές από τις προκαταλήψεις των (Ελλήνων) νεοσυντηρητικών για τα δημόσια αγαθά, οι οποίες μετατράπηκαν σε παγίδα για τους ίδιους. Μια από αυτές είναι πως οι δημόσιοι οργανισμοί δεν είναι παραγωγικοί. Από άγνοια ή σκοπιμότητα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προσπέρασε τα στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της ΕΡΤ. Ότι π.χ. το πρώτο εξάμηνο του 2013 η ΕΡΤ είχε 55 εκατομμύρια ευρώ κέρδη και μάλιστα σε μια περίοδο μείωσης των εσόδων (λόγω χαρατσιού της ΔΕΗ και μείωσης των διαφημιστικών δαπανών) που προκάλεσε η κρίση. Γεγονός που συνηγορούσε υπέρ της διατήρησης της ΕΡΤ, ακόμα και με τα νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα περί (οικονομικής) αποδοτικότητας ενός οργανισμού.
Δεύτερον, ο κ. Κεδίκογλου, η Ν.Δ., η Χρυσή Αυγή αλλά και το ΠΑΣΟΚ, κατηγόρησαν την ΕΡΤ για αδιαφάνεια. Εδώ ισχύει αυτό που λένε «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». Διότι, όπως έγινε γρήγορα και ευρέως αντιληπτό, αν κάποιος πότισε την ΕΡΤ με αδιαφάνεια, ήταν οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις του δικομματισμού, οι οποίες άλλαζαν τους εγκάθετούς τους χωρίς να πειράζουν τις παχυλές αμοιβές τους ή τις λογοκριτικές πρακτικές τους. Έτσι φάνηκε ότι Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ τιμωρούν έναν οργανισμό και την τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων για ένα έγκλημα που τα ίδια διέπραξαν. Όπως κατ' αναλογία συνέβη πρόσφατα στο Μπαγκλαντές με το 14χρονο κορίτσι που μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου επειδή το βίασε ο εξάδελφός του. Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ έπαιξαν στην περίπτωση της ΕΡΤ και τον ρόλο του «εξάδελφου» και τον ρόλο του δήμιου.
Τρίτον, οι νεοσυντηρητικοί διακατέχονται από τη, μανιώδη σχεδόν, ιδέα πως οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα και όσοι είναι υπέρ αυτού ενδιαφέρονται κυρίως για τα δικαιώματά τους και λιγότερο για τις υποχρεώσεις τους και την αποδοτικότητα των δημόσιων οργανισμών. Γι' αυτό και βλέπουν σχεδόν όλη την κοινωνία ως μολυσμένη από «αριστερές» ιδέες, στην οποία θα πρέπει να επιβάλουν, όπως οι πεζοναύτες σε εχθρικό έδαφος, την «αλήθεια» τους. Δεν είναι τυχαίο πως επιτομή των επιχειρημάτων της κυβέρνησης, της Χρυσής Αυτής, αλλά και του κ. Πάγκαλου κ.ά., αποτέλεσε ο (ψευδής) ισχυρισμός ότι για το «χάλι» της ΕΡΤ έφταιγε το γεγονός ότι είχε «πολλούς αριστερούς». Κι όμως, όπως έδειξε λίγο παλαιότερα σχετική μελέτη, η παραγωγικότητα της ΕΡΤ ήταν περίπου στον μέσο όρο της παραγωγικότητας των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών της Ευρώπης. Από την άλλη, το «μόρφωμα ΔΤ» που έφτιαξε η κυβέρνηση με τους πολιτικούς της όρους μετά βίας καταφέρνει σήμερα να εκπέμψει ένα δελτίο ειδήσεων, ενώ η ΕΡΤ χωρίς πόρους και αμοιβές «βγάζει» τέσσερα δελτία ημερησίως.
Έτσι κατέρρευσε ένα κομβικό σημείο στην ιδεολογία των νεοσυντηρητικών ότι μόνο η ιεραρχία, η πειθαρχία και βεβαίως ο φόβος (της απόλυσης) μπορούν να καταστήσουν παραγωγικό έναν οργανισμό. Αντιθέτως, φάνηκε η υπεροχή μιας άλλης ιδεολογικής στρατηγικής, σύμφωνα με την οποία δεν είναι η οικονομική βία της απόλυσης και η θεσμική βία της ιεραρχίας που μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα ενός οργανισμού, αλλά η ταύτιση των εργαζόμενων με τον οργανισμό, το όραμα και η αγωνία για την τύχη του, που εξασφαλίζονται με τη συμμετοχή τους στην οργάνωση και τις διοικητικές ευθύνες. Η οριζόντια ιεραρχία (ή αυτοδιαχείριση) αποδείχθηκε πιο παραγωγική και πιο ασφαλής βάση για την πορεία και το έργο του Ρ/Τ οργανισμού σε σύγκριση με την ελεγχόμενη από την κυβερνητική πλειοψηφία ιεραρχία της προ 11ης.6.2013 ΕΡΤ ή τώρα του «μορφώματος ΔΤ».
Τέταρτον, και ίσως το πιο εντυπωσιακό, που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Όταν ο Κεδίκογλου «αξιολογούσε» την ΕΡΤ στο προαναφερθέν διάγγελμα, τη συνέκρινε διαρκώς με την ιδιωτική τηλεόραση. Εξ αυτού δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι είδους «δημόσια» τηλεόραση επιχειρεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση. Όμως το σπουδαίο εδώ είναι άλλο. Αυτή η σύγκριση, στην οποία προέβη ο κ. Κεδίκογλου και την οποία αναμασά με άγνοια και ακρισία η ελληνική «νέα Δεξιά» αλλά και οι νεοφιλελεύθεροι, φανερώνει πως δεν έχουν ιδέα τι είναι, πώς λειτουργεί και τι αποστολή έχει, γενικά και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η δημόσια τηλεόραση. Δείχνει πως αγνοούν η περιφρονούν το γεγονός ότι η δημόσια τηλεόραση δεν ανταγωνίζεται με όρους ποσότητας (τηλεθέασης) αλλά με όρους ποιότητας - στο πρόγραμμα και στα αποτελέσματα που φέρνει στο κοινό της και στην κοινωνία. Είναι λ.χ. σαν να συγκρίνεις τον απολογισμό μιας δημόσιας υπηρεσίας υγείας με τον απολογισμό ενός ιδιωτικού νοσοκομείου. Συνεπώς, δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε πως η κυβέρνηση χρησιμοποιεί εντελώς υποκριτικά και για τα «μάτια του κόσμου», της EBU, αλλά και της Ε.Ε., τον όρο «δημόσια τηλεόραση».
Όμως τα σπουδαία δεν τελειώνουν εδώ. Με τους χειρισμούς του στη δημόσια τηλεόραση, ο νεοσυντηρητικός κύκλος του πρωθυπουργού πέτυχε να την κομματικοποιήσει και έτσι να δημιουργήσει αφενός μια κυβερνητική τηλεόραση, τη ΔΤ (που τη στηρίζουν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ) και αφετέρου μια αυτοδιαχειριζόμενη, την ΕΡΤ (που τη στηρίζει η αντιπολίτευση, εκτός φυσικά από τη Χρυσή Αυγή). Πέτυχε να δημιουργήσει μια ιδιότυπη «γραμμή Μαζινό» στη δημόσια τηλεόραση και στην πολιτική περί αλλά και πέραν αυτής, ανάμεσα σε δυο «εχθρικά» και αδύναμα τμήματα (όπως άλλωστε μετέδωσε και σε πρόσφατη είδησή του το BBC). Είναι λοιπόν ορατός ο κίνδυνος η κυβέρνηση να προεκτείνει και να πολλαπλασιάσει αυτή τη διαίρεση σε όλη την έκταση της δημόσιας ζωής με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.
Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της ΕΡΤ προσέκρουσαν και διαλύθηκαν όλες οι προκαταλήψεις και τα αδιέξοδα του (ελληνικού) νεοσυντηρητισμού, που στριμωγμένος τώρα ψάχνει μια οποιαδήποτε έξοδο, ίσως και την απονενοημένη. Αλλά θα πρέπει να θυμάται ότι, εκτός από τον υπόλοιπο κόσμο που μας παρακολουθεί, κάτω από τα νερά της Φαλκονέρας βρίσκεται μόνο ο πάτος της, από τον οποίο δεν ξεκόλλησε ποτέ κανένα ναυάγιο.
Αναδημοσίευση από την Αυγή