Σικάγο - Ο ματωμένος Μάης του 1886

Τιμώντας την παγκόσμια εργατική Πρωτομαγιά, δημοσιεύουμε αποσπάσματα ενός χρονικού, που έγραψε ο μεγάλος επαναστάτης και ποιητής της Κούβας, Χοσέ Μαρτί (1850-1895), για τα γεγονότα του ματωμένου Μάη του 1886, στο Σικάγο.

Ο Χοσέ Μαρτί υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Επαναστάτης και διανοούμενος, έδωσε και τη ζωή του στον αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας του. Παράλληλα, ασχολήθηκε με όλα τα είδη τέχνης. Δεν ήταν μόνον ο μεγάλος ποιητής της Κούβας, ο οποίος άνοιξε καινούριους δρόμους για την ποίηση. Ηταν και σπουδαίος πεζογράφος. Εγραψε δοκίμια, χρονικά και άρθρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από πολιτικό στοχασμό και ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά γεγονότα, που συγκλόνιζαν την εποχή του.

Έζησε στις ΗΠΑ, προετοιμάζοντας τον αγώνα της ανεξαρτησίας της πατρίδας του Κούβας, και βίωσε όλη την ένταση της εργατικής εξέγερσης την Πρωτομαγιά του 1886, στο Σικάγο.

Σχετικά με τα γεγονότα του Μάη του 1886, ο Χοσέ Μαρτί έγραψε δύο χρονικά, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα του Μπουένος Αϊρες, «Nacion». Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε είναι από το 2ο χρονικό, το οποίο ο Μαρτί το έγραψε μετά την εκτέλεση των διαδηλωτών εργατών, και το έστειλε, το Νοέμβρη του 1887, στην «Nαcion», στην οποία δημοσιεύτηκε τη 1η Γενάρη του 1888. Με δυνατό και παραστατικό ύφος περιγράφει την επίθεση των απεργών ενάντια στους απεργοσπάστες.

 

«Νέα Υόρκη, Νοέμβρης 1887

Κύριε διευθυντά της "Nacion"

Ούτε ο φόβος προς την κρατική δικαιοσύνη, ούτε η τυφλή συμπάθεια προς αυτούς που την απορρίπτουν, πρέπει να οδηγεί την κριτική σκέψη των λαών, καθώς και αυτόν που αφηγείται τα γεγονότα.

Την ελευθερία υπηρετεί άξια μόνον αυτός που την προφυλάσσει από εκείνους που την καταστρέφουν με τα λάθη τους. Δεν αξίζει τον τίτλο του υπερασπιστή της ελευθερίας εκείνος που από φόβο δικαιολογεί τα βίτσια και τα εγκλήματά τους.

Ούτε, επίσης, αξίζουν συγνώμη εκείνοι, που, ανίκανοι να δαμάσουν το μίσος και την αντιπάθεια που τους προκαλεί το έγκλημα, κρίνουν τα κοινωνικά εγκλήματα χωρίς να γνωρίζουν και να εκτιμούν τις ιστορικές αιτίες που τα γέννησαν.

Με επιβλητική πορεία, και σκεπασμένα τα φέρετρά τους με λουλούδια και τα πένθιμα πρόσωπα των οπαδών τους, έφτασαν στον τάφο οι 4 "αναρχικοί" εργάτες, οι οποίοι εκτελέστηκαν στην αγχόνη, καθώς και εκείνος που αυτοκτόνησε με μια βόμβα δυναμίτη, που είχε κρυμμένη στα μαλλιά του.

Οι νεκροί είχαν κατηγορηθεί σαν δράστες και συνένοχοι του θανάτου ενός αστυνομικού, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας για το θάνατο έξι εργατών από τα χέρια της αστυνομίας, στη σύγκρουση που έγινε γύρω από το μοναδικό εργοστάσιο που δούλευε, παρά και ενάντια στην απεργία.

Είχαν κατηγορηθεί ότι κατασκεύασαν και εκσφενδόνισαν τη βόμβα που σκότωσε τον αστυνομικό, και μετά προκάλεσε το θάνατο άλλων έξι και τραυμάτισε πολλούς.

Το δικαστήριο καταδίκασε τον έναν σε 15 χρόνια φυλακή και τους άλλους 6 με ποινή το θάνατο στην αγχόνη.

Σαν σταγόνες αίματος που φέρνει η θάλασσα, ήταν στις ΗΠΑ οι επαναστατικές θεωρίες των Ευρωπαίων εργατών. Ομως, ήλθαν μετά ο διαβρωτικός πόλεμος, η δύναμη και η κυριαρχία των ισχυρών, η δημιουργία κολοσσιαίων περιουσιών, η μετανάστευση από την Ευρώπη και η επάρκεια εργατών διατεθειμένων να υπηρετούν τα ανόσια συμφέροντα. Η Δημοκρατία μετατράπηκε σε μια καμουφλαρισμένη μοναρχία. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες κατήγγειλαν με οργή τα δεινά που πίστευαν ότι είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους, στη δεσποτική πατρίδα τους.

Συνηθισμένοι οι εξουσιαστές αυτής της χώρας να χρησιμοποιούν την ψήφο σαν μέσο πίεσης, ούτε καταλαβαίνουν, ούτε δικαιολογούν εκείνους που μιλάνε για αίμα και για ένοπλη εξέγερση των εργαζομένων.

Ομως, αν και οι ουσιαστικές διαφορές στις πολιτικές πρακτικές, η ασυμφωνία και η αντιπαλότητα των φυλών που διεκδικούν την υπεροχή εμπόδιζαν την άμεση δημιουργία ενός εργατικού κόμματος με ομόφρονες μεθόδους και σκοπούς, η ομοιότητα του πόνου τους επέσπευσε τη συντονισμένη δράση όλων όσοι υπέφεραν.

Εφτασε η άνοιξη χωρίς φόβο. Χωρίς το φόβο του κρύου, με τη δύναμη που δίνει το φως και με την ελπίδα ότι θα καλύψουν με τις αποταμιεύσεις του χειμώνα τις πρώτες πείνες, αποφάσισαν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, σε όλη τη χώρα, να απαιτήσουν από τα εργοστάσια να μην ξεπερνάει η δουλιά τις 8 νόμιμες ώρες.

Οποιος θέλει να ξέρει, αν αυτό που ζητούσαν ήταν δίκαιο, ας έρθει εδώ. Να τους δει να επιστρέφουν σαν κουρασμένα βόδια, στα βρώμικα σπίτια τους, ενώ έχει φτάσει η νύχτα. Να τους δει να έρχονται από μακριά, τουρτουρίζοντας οι άνδρες, χλωμές και ξεχτένιστες οι γυναίκες.

Στο Σικάγο η Αστυνομία χτυπάει τους εργαζόμενους

Οι εργάτες, αποφασισμένοι να αποκτήσουν με το νόμιμο μέσο της απεργίας τα δικαιώματά τους, γύριζαν την πλάτη στους σκοτεινούς ρήτορες του αναρχισμού και σ' εκείνους που τραυματισμένοι από το ξυλοκόπημα και τις αστυνομικές σφαίρες αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν στο επικείμενο χτύπημα με σίδερο στο σίδερο. Εφτασε ο Μάης. Οι εργάτες μαζικά εγκατέλειψαν τα εργοστάσια. Ομως, στο εργοστάσιο του Mc Cormick οι εργάτες δούλευαν. Η φτώχεια τούς έκανε να στρέφονται ενάντια στα αδέλφια τους. Ενα συννεφιασμένο απόγευμα, ο μαύρος δρόμος, έτσι ονομάζεται αυτός του Mc Cormick, γέμισε από εξαγριωμένους εργάτες που ύψωναν τη γροθιά τους ενάντια στον καπνό που έβγαινε από το εργοστάσιο.

 

Στ' αλήθεια, θέλουμε να δούμε πού θα στρέψουν το πρόσωπο αυτοί οι προδότες!

Τις οχτώ χιλιάδες έφτασαν μέχρι που νύχτωσε. Καθισμένοι σ' ομάδες πάνω στα ξεφλουδισμένα βράχια, δείχνοντας με οργή τα άθλια σπιτάκια, που ξεχώριζαν σαν κηλίδες λέπρας, μέσα από το άγριο τοπίο. Χτύπησε η καμπάνα της λήξης της δουλιάς στο εργοστάσιο. Οι εργάτες ξεριζώνουν όλες τις πέτρες του δρόμου, τρέχουν προς το εργοστάσιο, σπάνε όλα τα κρύσταλλα.

Πίσω τους η Αστυνομία...

"Εκείνοι, εκείνοι είναι. Αυτοί που, για το μεροκάματο μιας ημέρας, βοηθάνε να καταπιέζονται τα αδέλφια τους".

Πέτρες!

Οι εργάτες στον πύργο του εργοστασίου, φοβισμένοι, μοιάζουν με φαντάσματα. Ξερνώντας φωτιά, μέσα σε λυσσασμένο πετροβόλημα, οι αστυνομικοί αδειάζουν τα πιστόλια τους πάνω στο πλήθος, που αμύνεται με πέτρες. Οταν το πλήθος απομακρύνεται προς τις συνοικίες του, αργά το βράδυ, κρυφά οι εργάτες θάβουν 6 πτώματα.

Βράζουν τα στήθη από οργή...

Να ενωθούν με τους "αναρχικούς";

"Στα όπλα, εργαζόμενοι!" κραυγάζουν οι "αναρχικοί", σε μια φλογερή προκήρυξη που όλοι διαβάζουν με θλίψη.

"Στα όπλα ενάντια σ' αυτούς που σας σκοτώνουν, γιατί ασκείτε τα ανθρώπινα δικαιώματά σας".

"Αύριο, θα συγκεντρωθούμε" - συμφωνούν οι "αναρχικοί" - "και αν μας χτυπήσουν θα τους κοστίσει ακριβά".

"Ολοι πρέπει να πάμε οπλισμένοι".

Και από το τυπογραφείο της "Arbeiter" βγήκε η προκήρυξη που καλούσε τους εργάτες να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Haymarket, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις δολοφονίες της αστυνομίας.

Συγκεντρώθηκαν γύρω στις 50.000 εργάτες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να ακούσουν εκείνους που έδιναν φωνή στον πόνο τους.

Ο Spies από το βήμα μίλησε για την προσβολή, με καυστική ευγλωττία και με σκοπό να δυναμώσει το φρόνημά τους για τις αναγκαίες αλλαγές. "Είναι εδώ η Γερμανία, η Ρωσία, ή η Ισπανία;", έλεγε ο Spies. Τη στιγμή που ο Rekjen ρωτούσε, αν ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν πολεμώντας ενάντια στην κτηνώδη εργασία που τους επέβαλαν, έγινε γνωστό ότι έφτασε η αστυνομία.

Εχουν πιστόλια στα χέρια. Φτάνουν στο βήμα. Διατάζουν τη διάλυση της συγκέντρωσης. Δεν υποχωρούν αμέσως οι εργαζόμενοι.

"Τι έχουμε κάνει ενάντια στην τάξη;", ρωτά ο Fielden, πηδώντας από το βήμα. Αρχίζει η αστυνομία να πυροβολεί.

Και τότε φάνηκε να κατεβαίνει πάνω στα κεφάλια τους, γλιστρώντας στον αέρα, μια κόκκινη κλωστή.

Τρέμει η γη, βυθίζεται το βλήμα τέσσερα πόδια στο στήθος της. Πέφτουν βρυχώμενοι ο ένας πάνω στον άλλο οι στρατιώτες των πρώτων γραμμών. Οι κραυγές ενός ετοιμοθάνατου ξεσχίζουν τον αέρα.

Η αστυνομία με υπεράνθρωπη προσπάθεια, πηδάει πάνω από τους συγκεντρωμένους και ρίχνει χειροβομβίδες ενάντια στους εργαζόμενους που αντιστέκονται.

"Ας φύγουμε, χωρίς να ρίξουμε ένα πυροβολισμό", λένε κάποιοι.

"Ας αντισταθούμε", λένε άλλοι.

Μερικά λεπτά αργότερα δεν υπήρχαν στην πλατεία παρά φορεία, μπαρούτι και καπνός. Σε εισόδους και στα υπόγεια έκρυβαν για άλλη μια φορά οι εργάτες τους νεκρούς τους. Να περιγράψεις τον τρόμο του Σικάγου και της Δημοκρατίας; Ο Spies τούς φαίνεται Ροβεσπιέρος, ο Engel, Μαρά και ο Parsons, Δαντόν. "Στην αγχόνη οι γλώσσες και οι σκέψεις!".

Οι "αναρχικοί", ο ένας μετά τον άλλο, συλλαμβάνονται. Τριακόσιες συλλήψεις σε μια ημέρα. Είναι τρομαγμένη η χώρα, οι φυλακές γεμάτες.

Η δίκη; Ολα όσα ειπώθηκαν, αποδείχτηκαν. Ομως, δεν αποδείχτηκε ότι οι οκτώ "αναρχικοί", που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία αστυνομικών, είχαν προετοιμάσει και καλύψει μια συνωμοσία, η οποία τελείωσε με το θάνατό τους.

Οι εφτά καταδικάστηκαν σε θάνατο στην αγχόνη. Ο Neebe σε 15 χρόνια φυλακή. Ομως, δεν πρέπει να πεθάνουν οι εφτά. Ο χρόνος περνάει. Το Σικάγο, από τύψεις ή φόβο, ζητάει επιείκεια με την ίδια ζέση που πριν ζητούσε τιμωρία.

Οι δικηγόροι, οι απεσταλμένοι των εργατικών ενώσεων, οι συγγενείς των καταδικασμένων ικετεύουν τον κυβερνήτη να δώσει χάρη. Ναι! Ο κυβερνήτης δε δίνει χάρη. Θα εκτελεστούν για παραδειγματισμό.

Ηδη μπήκε η νύχτα.

Μέσα από θορύβους και μουρμουρητά ακούγονταν οι τελευταίες σφυριές του ξυλουργού στο ικρίωμα.

Στο τέλος του διαδρόμου της φυλακής υψωνόταν το ικρίωμα. "Ωχ, τα σχοινιά είναι καλά, τα δοκίμασε, ήδη, ο διοικητής!".

"Ναι, η αστυνομία είναι στο πόδι: δε θα αφήσει κανένα να πλησιάσει στη φυλακή".

Γέλια, τσιγάρα, ποτά, καπνός πνίγουν τα κελιά των ξύπνιων υπόδικων. Στον πηχτό αέρα τα ηλεκτρικά φώτα σπιθοβολούν. Ακίνητος πάνω στα κάγκελα των κελιών κοιτάζει το ικρίωμα ένας γάτος, όταν ξαφνικά μια μελωδική φωνή ενός απ' αυτούς τους ανθρώπους, που τους θεωρούν θηρία, τρεμουλιαστά στην αρχή, παλλόμενη στη συνέχεια, ήρεμη στο τέλος, ακούστηκε από ένα κελί.

Ο Engel τραγουδούσε τον "Υφαντή" του Χάινε.

"Τρέχα, τρέχα χωρίς φόβο, αργαλειέ μου!

Τρέχα καλά μέρα και νύχτα

Χώρα καταραμένη, χώρα χωρίς τιμή

Με σταθερό χέρι τα ρούχα σου μαντάρουμε

Τρεις φορές, τρεις, την κατάρα υφαίνουμε

Μπροστά, μπροστά ο υφαντής!"

Και ξεσπώντας σε λυγμούς, ο Engel έπεσε στην κουκέτα του, βυθίζοντας στις παλάμες του το γερασμένο πρόσωπό του.

Βγαίνουν από το κελί στο στενό διάδρομο

"Καλά;", "καλά"...

Δίνουν τα χέρια, χαμογελούν...

"Πάμε!"

Βάζουν το πόδι στην καταπακτή.

Τους δένουν τα πόδια, τον ένα μετά τον άλλον, με ένα σχοινί.

Τους καλύπτουν το πρόσωπο με κουκούλες...

Και ηχεί η φωνή του Spies που τρυπάει κόκαλα:

"Η φωνή που πάτε να πνίξετε θα είναι πιο δυνατή στο μέλλον απ' όσες λέξεις θα μπορούσα να πω εγώ τώρα".

Ο Engel λέει: "Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου".

"Ανδρες και γυναίκες της αγαπημένης μου Αμερικής", αρχίζει να λέει ο Parsons.

Ενα σινιάλο, ένας θόρυβος, η καταπακτή υποχωρεί, τα σώματα αιωρούνται στον αέρα.

Στο κοιμητήριο, όταν μέσα στο σκοτάδι κατέβαζαν τα πτώματα των εκτελεσμένων, ακούστηκε μια φωνή βαριά και εξαγριωμένη:

"Εγώ δεν κατηγορώ ούτε τον δήμιο, ούτε τον διοικητή, ούτε το έθνος... κατηγορώ τους εργαζομένους του Σικάγου, που επέτρεψαν να πεθάνουν οι λαμπροί φίλοι τους".

Το πλήθος επέστρεψε στα σπίτια του...

Και έγραφε την επομένη η "Arbeitez Zeitung": "Εχουμε χάσει μια μάχη, φίλοι μας, όμως θα δούμε στο μέλλον τον κόσμο οργανωμένο με δικαιοσύνη. Ας είμαστε έξυπνοι όπως τα ερπετά, και άκακοι όπως τα περιστέρια"».

 

 

Από την ένθετη έκδοση «7 μέρες μαζί» του Ριζοσπάστη, όπως δημοσιεύτηκε το Σάββατο 30 Απρίλη 2005

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 01/05/2014 - 10:48