Ήρθε στην αυλή της ΕΡΑ, να συμπαρασταθεί με το μπουζούκι του στους αγώνες των εργαζομένων
Συνήθως «κάτι» είναι αυτοί και όχι οι άλλοι! Που το παλεύουν χωρίς καβάντζα καμιά, έχουν δυό μάτια κάρβουνα αναμμένα, κι όταν η ζωή τους χτυπά και μια και δυό και τρεις και δέκα, ακουμπούν τα δυό τους χέρια και σηκώνονται! Ήρθε στην αυλή της ΕΡΑ, να συμπαρασταθεί με το μπουζούκι του στους αγώνες των εργαζομένων που χάνουν τις δουλειές τους, κι ήταν οι φίλοι του μεταξύ αυτών. Αυτοί τον έπεισαν να μιλήσει.
Τον συνάντησα στο καφενεδάκι του « Ήχος και Φως» απόγευμα. «Αλλά να μην πούμε για μουσική, μου ζήτησε, να το πάμε όπου πάει η κουβέντα».
«Μια έκπληξη είναι η ζωή, άλλα θέλεις, άλλα σου ρχονται
»!
«Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχω εγώ, μου είπε, δεν είμαι κάτι»!
Παίζετε από μικρός;
Μπουζούκι μ΄ έμαθε η ξαδέλφη μου η Αργυρώ, στα 17 μου χρόνια. Ένα κομμάτι μου ΄μαθε «Τα τρένα που φύγαν», σημαδιακό τραγούδι. Ήταν ταλέντο η Αργυρώ, πάντα στην Ικαρία
τώρα ψέλνει στην εκκλησία.
Σε δάσκαλο δεν πήγατε;
Καθόλου, τι δάσκαλο; Πού να τους βρούμε στο νησί; Ο φίλος μου ο Νίκος ο Κόνδυλας, ο Πέτρος ο Λαρδάς, ο Λούης ο Αμάξης, ο Γιώργος ο Μπρατσής, ο Γιώργος ο Γλαρός-θέλω να τους γράψεις αυτούς- αυτοί ήτανε τότε μια παρέα, κι ακούγανε Θεοδωράκη κρυφά. Είχανε μια αισθητική άλλη. Πήρα τα ερεθίσματα απ΄ αυτούς, κι από τους παραδοσιακούς μουσικούς της Ικαρίας, κι έμαθα να γρατζουνάω. Κι ακόμα αυτό κάνω, γρατζουνάω. Η αγάπη που παίρνω από τον κόσμο είναι υπερβολική γι αυτό το λίγο που κάνω. Μου λένε: «παίζεις μπουζούκι», λέω «τίποτα δεν παίζω, με τον εαυτό μου παίζω». Κι εσύ τώρα τι θες να μάθεις από μένα, δεν είμαι «κάτι». Ανεβαίνω στο πάλκο, παίζω και ζηλεύω- με την καλή την έννοια ζηλεύω- αυτούς που παίζουν καλά.
Είστε από την Ικαρία! Άλλοι άνθρωποι εκεί
.
Μισός Καριώτης, από τον πατέρα μου από την Παναγιά Αγίου Κηρύκου. Η μάνα μου Θυμαινιώτισσα, (Φούρνους). Εκεί θα πας και θα τρελαθείς.
Τι έχει εκεί δηλαδή;
Τίποτα. Ούτε χωροφύλακα, ούτε αγροφύλακα, ούτε λιμενοφύλακα, ούτε παπά, καμιά υπηρεσία κρατικιά. Είσαι εσύ, κι ο Θεός. Έχω τα ξαδέλφια μου εκεί, που ΄χουν τη βάρκα. Εκεί να φύγεις με 8-9 μποφόρ να πας στο Καρλόβασι τον άρρωστο ή στην Ικαρία
Όμως η Θύμαινα έχει μια αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, κι ένα σεβασμό, όχι επιτηδευμένο. Είναι η ανάγκη να ζήσουν, κι αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν ο ένας είναι κοντά στον άλλο. Κάθαρση της ψυχής. Έχω ένα αρμιδάκι
Ξέρεις τι είναι το αρμίδι; Βγάζεις τις πεταλίδες, τα κοχυλάκια, τους αχινούς. Αυτό το συζητούσαμε δύο χρόνια πριν πεθάνει, με το Νίκο Παπάζογλου, ένα πρωί στη Νίσυρο, που αγναντεύαμε το Γυαλί και λέγαμε πώς θέλουμε να ζήσουμε! Το κάναμε τραγούδι: «να μαζεύω πεταλίδες, κοχυλάκια, κι αχινούς,
. κάτι άλλο λέγαμε μετά και κλείναμε
μες στους αχινούς να ταξιδεύει ο νους
»! Έτσι απλά.
Ήσασταν φίλοι με τον Παπάζογλου
.
Βρισκόμασταν στο καρνάγιο, εδώ στη Ρόδο συχνά με το Νίκο, που φτιάχναμε το καΐκι μου. Ερχόταν με το δικό του, με όλη την κομπανία, τηγανίζαμε ψάρια, τους μεζέδες μας, τα ούζα μας. Το Νίκο δεν τον έβλεπα σαν καλλιτέχνη, ένας χρυσοχέρης άνθρωπος ήτανε, ό,τι έπιανε το μεταμόρφωνε.
Κι εσείς όμως, ψαρεύετε, φυτεύετε, μαζεύεστε με τους φίλους
.
Στην Κρεμαστή είμαστε καμιά δεκαπενταριά, με είκοσι Καριώτες και μαζευόμαστε όσο πιο συχνά μπορούμε. Μένουμε κολλητά. Είναι Καριώτικη συνοικία. Είναι ο τρόπος ζωής μας διαφορετικός, δεν έχουμε πολλά-πολλά. Ο μεζές μας μια ελιά, μια ντομάτα, μια σαρδελίτσα. Μας αρκούν τα λίγα, ό,τι βγάζει η γη. Τα χόρτα της φύσης, τα μανιτάρια το μήνα Νοέμβριο, τα σπαράγγια μας τους βολβούς. Το κρέας μας είναι το κατσίκι. Δεν έχω υπολογιστή, δεν έχω Facebook, έχω ένα παλιό κινητό άμα θέλει πιάνει, άμα δεν θέλει δεν πιάνει. Μα το καΐκι το έχω
Πείτε μου για το καΐκι σας;
Έχω ένα καϊκάκι, ένα τρεχαντηράκι. ʼ, ξέρεις τι ήθελα να σου πω; Η αρμύρα της θάλασσας είναι η ζωή μου όλη, κι η ρετσίνα του πεύκου
Αν έρθεις στο καΐκι και ξύσεις τους ρόζους από το ξύλο, θα μυρίσεις ρετσίνι και τώρα, μετά από 20 χρόνια. Κουπί τραβάμε και τώρα.
Αγαπάτε τη θάλασσα, αγαπάτε και τη φύση, δεν τα ξεχωρίζετε!
Θα πάω στα μανιτάρια, στα σπαράγγια, στα χόρτα, στα βότανα. Έχεις πάει στη φύση της Ρόδου στ΄ Απόλλωνα, στα Λάερμα, στην ʼμαρτο μετά την Κρητηνία;
Πήρατε πολύ πόνο πριν χρόνια. Είπατε πριν για τον Παπάζογλου, είχε χάσει κι αυτός την αδελφή του, την παρέσυρε από τη στάση λεωφορείο! Έγραψε γι αυτήν το «πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου, θαρρείς σε άρπαξε το λεωφορείο»
Χάσατε πολλούς κι εσείς στην πυρκαγιά, μες στο κακό και την αντάρα της φωτιάς
.
Πρώτα έχασα το 1966 την αδελφή μου, μικρή. Και στη φωτιά έχασα τους υπόλοιπους: έχασα το φίλο μου το Γιώργο, το φίλο μου τον Ηλία, το Δημήτρη κι αυτός μουσικός, μια μεγάλη παρέα ήμασταν απ΄ την οποία χάθηκαν δεκατρείς!
Πότε ήταν;
Το 1993, στις 29 Ιουλίου τώρα είναι τα 20 χρόνια. Αυτό που με κράτησε ήταν ότι έφτιαχνα το καΐκι μου. Ένα μήνα πριν το είχα ξεκινήσει με τον μαστρο-Μιχάλη, φτιάχναμε τα ξύλα. Ήταν η ψυχοθεραπεία μου.
Δεν θέλετε να μιλήσετε για την καταστροφή, καταλαβαίνω.
Μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Οι γονείς μου κάηκαν, ο θείος μου, ξαδέλφια μου, οι γειτόνοι
Από πού ξεκίνησε η φωτιά;
Κανείς δεν ξέρει. Μέρα ήταν. Ένα χρόνο πριν είχε ξαναπιάσει πάλι. Μου είπε ο πατέρας μου «θα είχαμε καεί»
Ένα χρόνο μετά κάηκαν. Κατέβηκε 500 μέτρα κάτω στον οικισμό και κάηκαν άνθρωποι. Οκτώ από την οικογένειά μου, κι οι φίλοι μου. ʼλλαξε η ζωή μου, πήρε στροφή. Ματαιότης, ματαιοτήτων. Τους ετοιμάζαμε να ΄ρθουνε τους γονείς μου. Είχαμε αγοράσει ένα κτήμα στην Κρεμαστή να ΄ρθουνε, να καλλιεργούν. Ήταν μια εποχή που όλα πηγαίνανε καλά.
Ετσι έρχεται το κακό; Απροειδοποίητα;
Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. Είναι οι φίλοι, κι οι γνωστοί στη Ρόδο που μου συμπαραστάθηκαν και τους ευγνωμονώ. Θέλω να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Θα ΄ρχόταν σε δυό μέρες οι γονείς μου, κι είχα πει στον πατέρα μου να μην ξεχάσει η μάνα να μου φτιάξει τραχανά. Έλεγε όμως ο πατέρας μου όταν έπινε με τους φίλους για τους πεθαμένους τους: «οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς». Πρέπει να ζήσουμε, να προχωρήσουμε. Να με λυπούνται; Όχι, τον πόνο τον κρατάς περήφανα μέσα σου. ΄Εγραφα και κάτι παράταιρα τότε: Μοίρα μου με είχες άχτι και μου τα ΄χεις κάνει στάχτη»
Ζεις με τις αναμνήσεις τους, τριγυρίζουν γύρω σου. Κι όπως λένε κι οι Καριώτες «τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε
». Το λένε στους χορούς τους, στα πανηγύρια τους. Είχα ένα τραγούδι τότε που παίζαμε: «Φεγγάρι μάγια μου κανες και περπατώ και περπατώ στα ξένα | Είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό και τα βουνά και τα βουνά κλαμένα |Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή»
Τρέχω σε όλες τις φωτιές στη Ρόδο. Όσο μπορώ. Την κάψανε κι αυτήν, τη ρημάξανε.
Στη Ρόδο πότε ήρθατε;
Στα 19 μου, φαντάρος. Το 1978 γνώρισα στη Ρόδο τον Βασίλη Κουμπή, κι έγινε ο μέντοράς μου. Τι πα να πει ματζόρε, τι πα να πει μινόρε, αυτός μου τα μαθε. Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτα, έπαιζα ενστικτωδώς. Ασχολήθηκε πολύ μαζί μου και του τα χρωστάω όλα. Ήρθα στη Ρόδο να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα και γνώρισα τον Τάκη Βούη ο οποίος με πήρε και μου ΄κανε την τιμή να με βάλει να παίξω στο «Ζορμπά». Εκεί γνώρισα τον Κουμπή. Τι θυμήθηκα τώρα! Κάπου στα 11 θα ΄μουνα κι ο θείος μου από τη Θύμαινα, μου φερε ένα ραδιάκι. Ξέρεις τι σήμαινε ένα ράδιο τότε; Ακόμη μέχρι σήμερα στο πατρικό μου δεν έχω ρεύμα, δεν έχω νερό, το κουβαλάω από τη στέρνα. Μαζευόμασταν όλοι στην πεζούλα τ΄ απογεύματα ν΄ ακούσουμε μουσική, τον Γιώργο Παπαστεφάνου, τα τραγούδια της ΛΥΡΑ τότε, τον Πουλόπουλο, τον Βιολάρη, την Κουμιώτη, ακούγαμε και Καζαντζίδη, Περπινιάδη, Μενιδιάτη, κι ένα τραγούδι που με συγκίνησε μόλις το άκουσα «Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο | στα μάτια είχα τη χαρά, στα χέρια το βιβλίο, Κι όταν η βαρυχειμωνιά μου πάγωνε τα χέρια στον ουρανό τα σήκωνα να ζεσταθούν στ΄ αστέρια»
Και σκεφτόμουνα και απορούσα, πόσο μεγάλα χέρια πρέπει να ΄χεις για να φτάνουν ως τον ουρανό! Αυτό μου έχει μείνει και τα «Καβουράκια» με το οποίο μ΄ έπιανε μελαγχολία. Η μαμά τους η κυρία Καβουρίνα πήγαινε με το Σπάρο στην Αθήνα, «κι όλο κλαίνε τα καβουράκια στου γιαλού τα βοτσαλάκια»… Και μετά σε ένα σημείο έλεγε «το τσαρδί ρημάδι», τι στίχος κι αυτός
Δίνετε μεγάλη σημασία στον στίχο παρότι μουσικός!
Εγώ δεν παίζω μουσική, δεν είμαι μπουζουξής. Ο στίχος με κάνει να παίζω, είναι ο αγώνας μου στη ζωή. Είναι το φάρμακό μου, το βάλσαμο της ψυχής μου. Κανείς δεν μπορεί αυτό να το αλώσει, να μου το πάρει. Είναι αγχολυτικό. Χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλους τους δημιουργούς, στιχουργούς, μουσικούς γιατί από το έργο τους εγώ έχω ζήσει, έχω φάει ψωμί απ΄ αυτούς. Κι όπως έλεγε κι ο Ρίτσος στο «Καπνισμένο Τσουκάλι»: «εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίζουμε αδερφέ από τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο»…
Το «Καφέ Σαντάν» στη Ρόδο, οι μπουάτ στην Αθήνα, πόσα χρόνια, πόσα τραγούδια
Έχει τεράστιο υλικό η Ρόδος, μουσικούς, τραγουδιστές
Εικοσιπέντε χρόνια στο «Καφέ Σαντάν» που γινόταν το αδιαχώρητο. Ένας χώρος με ήθος, σεβασμό στον πελάτη και μέχρι σήμερα ένας φάρος για τη Ρόδο σ΄ αυτή την κρίση των αξιών. Τους χειμώνες στην Αθήνα. Ποτέ σε μεγάλη πίστα. Δεν έκανα γι αυτά εγώ, με τέτοιες τρίχες δεν ήθελα να παίζω για τρίχες. Σε μπουάτ έπαιζα, στο «Σχόλιο», στο «Σούσουρο», στην «Απανεμιά», στη «Νεφέλη». Από το 1978.
Και διδάσκατε στο Μουσικό Γυμνάσιο, δέκα χρόνια, μέχρι που σταματήσατε!
Έπαιρνα από τα παιδιά, την αύρα τους, τη φρεσκάδα και ξαναμάθαινα το μπουζούκι απ΄ την αρχή. Ένα σχολείο κόσμημα.
Το δάχτυλο γιατί το χάσατε;
Μου το φαγε ένας ποντικός! Σκέψου, να προσέχω τα δάχτυλά μου τριάντα χρόνια στο καρνάγιο, εκεί που έφτιαχνα το καΐκι και ένα βράδυ ξαφνικά ήτανε 8 Αυγούστου, να με πιάσει ένας πόνος, τέτοιο πόνο τρομερό δεν έχω ξανανιώσει. Ένα τσίμπημα χορδής, κι από κει ξεκίνησαν όλα. Νοσοκομείο τρεις μήνες, μόλυνση, αντιβιώσεις, απροχώρητο, κόψιμο. Όλο εκείνο τον καιρό δεν έπαψα να σκέφτομαι «τι πάει να πει μπουζουξής, αφού έτσι τα φερε η μοίρα».
Τώρα σας λείπει το μπουζούκι; Την κλείσατε την καριέρα σας;
Ποια καριέρα, δεν είχα εγώ τέτοια πράματα. Και τα λεφτά τα τρωγα, τα κανα εργαλεία, τρεχαντήρι
Επειδή ασχολούμαι με πολλά δεν μου λειψε. Το έκανα καταναγκαστικά, βιοποριστικά δεν είμαι άνθρωπος της πίστας εγώ. Τώρα είμαι στον κήπο μου, στις κότες μου, κι όταν οι φίλοι μου, μου λένε να παίξω, τσαντίζομαι. Πάντα έτσι ήμουν, ντρεπόμουν στις παρέες.
Με τη σύζυγό σας δεν κάνατε παιδιά, δεν θέλατε;
Είχαμε κάποια προβλήματα, αλλά και πάλι λέω «άξιζα για πατέρας εγώ; ». Τα παιδιά τα λατρεύω, έχουμε βαφτιστήρια, αλλά σήμερα βλέπω τα παιδιά του κόσμου και λέω, τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά
Με τόσα που σας έφερε η ζωή για τη ζωή τι λέτε;
Η ζωή είναι μια έκπληξη, άλλα θέλεις κι άλλα σου ΄ρχονται. Όμως όπως ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται έτσι κι εσύ πρέπει να ξέρεις να ταξιδεύεις τη ζωή. Και να τη ζεις. Μέχρι τα μπούνια.
Γράφει: Pοδούλα Λουλουδάκη
Πηγές: http://www.rodiaki.gr, http://www.ikariaki.gr