Ταινιοθήκη ΕΡΤ3: Συγκίνηση και ιδεολογία στο «Ήταν κάποτε η επανάσταση»
Μεγάλη παρέμβαση κινηματογραφική, αισθητική, ιδεολογική, κοινωνιολογική, επετειακή και ψυχαγωγική εγκαινιάζει ο αυτοδιαχειριζόμενος κινηματογράφος των τριών ραδιοφώνων της ΕΡΤ-3, δίνοντας και το μέτρο και τις επιδόσεις των επιλογών ενός θεσμού. Μέσα λοιπόν στον Μάιο, στη μνήμη της μεγάλης νεανικής και εργατικής εξέγερσης του Μάη του 1968, που παρά λίγο να ανέτρεπε το καθεστώς, η Ταινιοθήκη έχει ετοιμάσει ένα εξαιρετικό αφιέρωμα με θέμα Τιμή στο γαλλικό Μάη με τις ταινίες:
1.Ήταν κάποτε η επανάσταση, (1971) του Σέρτζιο Λεόνε, προβολή Δευτέρα 28 Απριλίου, 21:00
2. Ο πόλεμος τελείωσε (1966) του Αλέν Ρενέ, προβολή Δευτέρα 5 Μαΐου 21:15
3. Οι κομπανιέρος (1970) του Σέρτζιο Κορμπούτσι (σύντομα θα οριστεί μέρα και ώρα προβολής)
Έναρξη, λοιπόν, του αφιερώματος με ένα σπάνιο αριστούργημα, που η αναπαλαιωμένη κόπια του προβλήθηκε μόνο στο φεστιβάλ Κανών του 2009 και ποτέ στην Ελλάδα.
Τη Δευτέρα 28 Απριλίου, κατ’ εξαίρεση στις 20:00, στον Αλέξανδρο, με ελεύθερη πάντα είσοδο προβάλλεται το Ήταν κάποτε η επανάσταση (il etait une fois la revolution, 1971, έγχρωμο, Ιταλία- ΗΠΑ) του Σέρτζιο Λεόνε σε δικό του σενάριο. Πρωταγωνιστούν οι Τζέιμς Κόπμπουρν, Ροντ Στάιγκερ, ενώ η εκπληκτική μουσική είναι του Ένιο Μορικόνε.
Η καλλιτεχνική επιμέλεια γίνεται από το ΚΕΜΕΣ, ενώ η ευγενική παροχή της αίθουσας είναι από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας- Κέντρο Πολιτισμού.
Θα προλογίσει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, του οποίου θα διανεμηθεί κείμενο με κοινωνιολογικό θέμα και τίτλο Να θυμάσαι πάντα το Μάη. Επίσης, το κοινό θα παραλάβει κριτική ανάλυση της ταινίας του Δημήτρη Κολιοδήμου (μέλους της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου). Μετά το τέλος της προβολής θα ακολουθήσει συζήτηση, που θα αφορά και στο Μάη του `68.
Στο επαναστατημένο Μεξικό συναντιούνται ένας λούμπεν Μεξικανός (Χουάν) και ένας ιδεολόγος Ιρλανδός δυναμιτιστής (Τζον). Δράση, επαναστατικότητα, ένταση, ανατροπές, διλήμματα σ’ ένα κορυφαίο γουέστερν- σπαγγέτι, που είναι μεν πεσιμιστικό αλλά και ιδιαίτερα ψυχαγωγικό και συγκινητικό.
Η κριτική του Δημήτρη Κολιοδήμου είναι η ακόλουθη:
«Το Ήταν κάποτε η επανάσταση (1971) ακολουθεί το αφηγηματικό σχήμα των «ώριμων» πολιτικών σπαγγέτι: την «πλοκή των Ζαπάτα-σπαγγέτι», σύμφωνα με την ονομασία του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Οι ήρωες είναι κι εδώ δύο: ο ειδικός στις ανατινάξεις Ιρλανδός (Τζέιμς Κόμπερν) και ο Μεξικανός χωρικός/ληστής (Ροντ Στάιγκερ). Ο πρώτος προσφέρει τις υπηρεσίες του στον δεύτερο, για να ληστέψει την τράπεζα της Μέζα Βέρντε και τον βοηθά να «βρει» την εθνικήτου συνείδηση, ωθώντας τον να ακολουθήσει το δρόμο του «κοινωνικού ληστή» και να επαναστατήσει κατά των διεφθαρμένων ανθρώπων της εξουσίας. Η στάση που τηρούν και οι δύο απέναντι στην Επανάσταση (στην ιδέα της Επανάστασης, ορθότερα) είναι απόρροια «οικογενειακών» αξιών, η σχέση του ειδικού με το ληστή είναι απροκάλυπτα «πατερναλιστική» και η συμπεριφορά των ίδιων των επαναστατών είναι ασυνήθιστα κυνική. Επιπλέον, η διαλεκτική ανάμεσα στο χρήμα και την Επανάσταση είναι κάθε άλλο παρά «έντιμη». Ο Λεόνε δεν ενδιαφέρεται για το «ρομάντζο του σομπρέρο»:ασχολείται με το «θέμα της φιλίας», που του είναι ιδιαίτερα αγαπητό. Έτσι, αυτή τη φορά η «κριτική» του δεν στρέφεται μόνο κατά της αναπαράστασης της Επανάστασης στα γουέστερν του Χόλιγουντ, αλλά και σχολιάζει τον «τοπικισμό» των πολιτικών γουέστερν-σπαγγέτι…
…Ο Σον του Κάτω τα κεφάλια μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί, υπό το πρίσμα της λεονικής στερεοτυπίας και χαρακτηριολογίας, ως «προέκταση» του Αρμόνικα (Κάποτε στη Δύση). Είναι ένας Ιρλανδός πρώην επαναστάτης,ειδικός στις εκρηκτικές ύλες, ένας Ξένος στον κόσμο του ληστή Χουάν, ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο του παρελθόντος που, μέσα στον «κύκλο» της προκαθορισμένης φιλμικής δράσης, ασκεί ελάχιστο έλεγχο στα γεγονότα, κουβαλώντας τις τραυματικές εμπειρίες του. Όπως όλοι οι λεονικοί χαρακτήρες, έχει το παρατσούκλι του, ένα όνομα που απορρέει από (και αντανακλά) τα γνωρίσματα και τις ιδιότητές του: επειδή χειρίζεται άριστα το δυναμίτη, ο «θρησκόληπτος» Μεξικανός τον βαπτίζει Χόλι Γουότερ (Αγιασμός). Προσφέρει την τεχνική του στο ληστή και τον εξωθεί στη στράτευση, αν κι ο ίδιος «βλέπει» την Επανάσταση μέσα από τις δικές του αναμνήσεις, τις προσωπικές του μνήμες και τις συνειδησιακές τύψεις για τη δολοφονία του φίλου του. Ο Σον είναι ένας χαρακτήρας πολλαπλά καταδικασμένος, αντίθετα από τον Χουάν, τον λούμπεν χωρικό, που έγινε ληστής για να θρέψει την οικογένειά του. Ο πολύτεκνος, φωνακλάς, αγράμματος Μεξικανός, που θεωρεί τη ληστεία της Τράπεζας οικογενειακή υπόθεση τιμής, μέσα από τη συνεργασία του με τον Ιρλανδό και την «απώλεια» των παιδιών του, θα μάθει να σκέπτεται με βάση τα συλλογικά «δεινά», θα γίνει… «μία χούφτα δυναμίτης» (ο αμερικανικός τίτλος της ταινίας). Η επαφή του με τον Σον θα τον μετατρέψει από «αφελή» Τούκο σε «εκδικητικό» Μόρτιμερ, ο θάνατος του «φίλου» του θα τον κάνει να απαρνηθεί τον ατομισμό του και να δει τη σκληρή πραγματικότητα, μέσα στη μοναξιά του θα πάψει να είναι φιλόδοξος, θα αντιληφθεί τη σημασία του επαναστατικού αγώνα και θα συνειδητοποιήσει τους πόθους των συμπατριωτώντου».
Το κείμενο του Αλέξη Δερμεντζόγλου είναι το ακόλουθο:
Να θυμάσαι πάντα το Μάη
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες…»
Οι εργάτες τους δρόμους. Το κόκκινο από το αίμα των πυροβολισμών στη Θεσσαλονίκη.
Ο Λαμπράκης είναι νεκρός.
Αναζητώ τα παιδιά του γαλλικού Μάη κι όλα έχουν πάρει σύνταξη 36 χρόνια μετά. Ο Κον Πετί είναι πάντα εδώ. Να πεθαίνεις στα 30 σου. Ίσως καλύτερα.
Ο Λαμπράκης και η Θεσσαλονίκη το βράδυ της Μεγάλης Βροχής.
Η επανάσταση που πνίγεται στο αίμα. Η επανάσταση που ήταν ουτοπία, ο Τσε νεκρός.
Κι εγώ τι θα απογίνω; Μα Μια χούφτα δυναμίτες.
Ο γαλλικός Μάης ήταν η αρχή μιας αστικής επανάστασης με ενσωματωμένους και εργάτες. Απέτυχε, γιατί δεν συγκέντρωσε πέραν της φαντασίας την ουσιαστική δράση.
Όλος ο πεσιμισμός που εκκίνησε με το τέλος του όπως και το φινάλε των διαδηλώσεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια, εξαιτίας του Βιετνάμ καταγράφηκε ως βία σ’ όλο το σινεμά.
Οι φρανέλες συνοδεύονται από αίμα, όπου θα πνιγούν οι Κομπανιέρος θα πνιγούν στο αίμα, ο Μεξικανός Χουάν θα μείνει μονάχος χωρίς τον …Ιρλανδό Τζον.
Ήταν, λοιπόν, κάποτε η επανάσταση, αλλά τουλάχιστον τη θυμόμαστε ως παρελθόν, ως δυνητικότητα.
Και τώρα τι θα απογίνω;
Τιμή στο γαλλικό Μάη. Πύρωσε το φαντασιακό εκατομμυρίων, έκαναν το σύμπαν να ανατριχιάσει.
Μπορεί, όμως, να μην φλογίζεσαι ακόμα από το γαλλικό Μάη. Μπορεί να μην υποκλίνεσαι μπροστά του.
Ήταν, λοιπόν, κάποτε η επανάσταση.
Αλλά τουλάχιστον υπήρξε.
Να μην ξεχνάμε το γαλλικό Μάη.
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες…»