«Έρωτας, επανάσταση και ένα μικρό αστέρι στο έργο του Τάσου Λειβαδίτη»

Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο που μας έστειλε ο Χρήστος Αβραμίδης από την ΕΡΤ3, για το έργο του μεγάλου ποιητή, Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922. 

«Είναι πολλοί αυτοί που δημοσιεύουν Λειβαδίτη καθημερινά, και ακόμα περισσότεροι αυτοί που τον διαβάζουν. Οι κοινοποιήσεις τον κάνουν όλο και πιο γνωστό και αυτό συμβαίνει με έναν τρόπο που τα ερωτικά του ποιήματα γίνονται διαρκώς δημοφιλέστερα ενώ τα επαναστατικά του δείχνουν όλο και περισσότερο σαν δημιουργήματα μιας ξύλινης νεανικής τρέλας. Είναι όμως έτσι, το έργο του ποιητή, είναι τόσο μακρινός ο έρωτας και η επανάσταση στο έργο του;

Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, αναλύοντάς την βάσει των μεθοδολογικών εργαλείων που μας προσφέρουν πρωτοπόροι πολιτικοί φιλόσοφοι με την προειδοποίηση στον αναγνώστη ότι το κείμενο θα έχει κάποιες απαιτήσεις απέναντί του... Στην κουβέντα μας o Σεβαστάκης και ο Μπαλασόπουλος θα βρεθούν απέναντι στον Νίτσε και τον Λεφέβρ. Ο Σλαβόι Ζίζεκ θα μαλώσει για ακόμα μια φορά με τον Γιάννη Σταυρακάκη. Ενώ τις απόψεις τους θα καταθέσουν ο Μπαντιού και ο Φρέιρε που θα μας μιλήσουν για τους επαναστάτες της ιστορίας.

Πεποίθησή μας είναι ότι ο Λειβαδίτης αποτελεί ένα μεγάλο σύμπτωμα. Σύμφωνα με την Λακανική Αριστερά το σύμπτωμα αναδύεται εκεί όπου έχει αποτύχει ο κόσμος. Το σύμπτωμα αποτελεί τρόπον τινά μια έκκληση να ερμηνεύσουμε αναδρομικά το κρυμμένο νόημά του. Το σύμπτωμα είναι ο τρόπος με τον οποίο εμείς τα υποκείμενα επιλέγουμε κάτι, αντί για το τίποτα (Ζίζεκ, 2006: 133-134) . Με βάση την ζωή του Τάσου Λειβαδίτη και τις χαμένες ιστορικές μάχες που έδωσε στις "μεγάλες σελίδες της ιστορίας", θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τον ποιητή ένα σύμπτωμα της ιστορίας του 20ου αιώνα. Έναν ποιητή που μέσα στην προσωπική του διαδρομή, ακόμα και πάνω στο ίδιο του το σώμα, συμπυκνώθηκαν πολλές από τις εξαρθρώσεις και τις συναρθρώσεις του ελληνικού λαού.

Το έργο του Λειβαδίτη όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Επιλέγει συνειδητά το κάτι απέναντι στο Τίποτα. Αναζητάει εναγωνίως να περιγράψει το πραγματικό της άδικης τάξης πραγμάτων. Σκύβει αυτοκριτικά στον ίδιο του τον εαυτό και αλλάζει πολιτική και ατομική ταυτότητα, βαδίζοντας χέρι χέρι με την τρέλα. Η ζωή του Λειβαδίτη είναι ένα ταξίδι με πολλές απογοητεύσεις. Ηδονή, νεκροί φίλοι και ήττες συντρόφισσες παρελαύνουν στο έργο του. Οι απογοητεύσεις πολλές και μεγάλες, όμως αυτός απορρίπτει την τρέλα και επιστρέφει στην ζωή για να της πει πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της και πόση δύναμη μπορεί να δείξει για να αλλάξει την πραγματικότητα.
 
Τελικά δεν προσφέρει απαντήσεις, παρά μόνο εφόδια για να ερμηνεύσει κανείς την ιστορία ενός αιώνα που γύρισε καπάκι η ζωή. Για να ερμηνεύσει δηλαδή κανείς τους λόγους που τα επαναστατικά οράματα του 20ου αιώνα ήταν απλά "μεγάλα όνειρα", που δεν χώρεσαν στα "μικρά βιβλία" της κοινωνικοσυμβολικής τάξης. Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένα σύμπτωμα που αναδύθηκε εκεί που απέτυχε η κατεστημένη κοινωνική τάξη, και ένα σύμπτωμα εκεί που απέτυχε η αναδυόμενη επαναστατική τάξη-αταξία που θα αντικαθιστούσε την παλιά. Πολλές συζητήσεις έχουν υπάρξει για την περιοδολόγηση του έργου του Τάσου Λειβαδίτη. Εν πολλοίς, με βάση το παραπάνω σχήμα, θα λέγαμε ότι ο Λειβαδίτης μέχρι τα μέσα του 1950 αποτελεί το σύμπτωμα της υπάρχουσας τάξης, και έως τον θάνατό του κάνει μία έκκληση να ερμηνεύσουμε το κρυμμένο νόημά της αποτυχίας, της επανάστασης που χάθηκε. Πεποίθησή μας είναι ότι οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα θέλει να εγκαθιδρύσει μια άλλη τάξη πραγμάτων θα πρέπει να σκύψει αυτοκριτικά στην συσσωρευμένη πείρα του 20ου αιώνα. Να υπερασπιστεί την πείρα από τους δυνάστες μας αλλά και να της επιτεθεί με βία για να την βάλει σε νέα θεμέλια. Αυτήν την πείρα μας προσφέρει ο Λειβαδίτης.
 
Εξάρθρωση και Αποεπένδυση
Στο έργο του Τάσου Λειβαδίτη μπορεί κανείς να διακρίνει μια διαδικασία διαφυγής από τον κόσμο. Πολλές φορές αυτό εκφράζεται με μια συναισθηματική αποεπένδυση της κοινωνικοσυμβολικής τάξης. Μια άλλη διαφυγή θα ήταν η απώλεια κάθε ταυτότητας και ταύτισης και κατά συνέπεια η τρέλα, όμως κάτι τέτοιο αποφεύγεται με αυτόν τον δημιουργικό τρόπο. Είναι όμως η αποεπένδυση που περιγράψαμε κάτι που συμβαίνει μονάχα στον Λειβαδίτη;
 
Όπως θα δούμε, με βάση τον Μπαντιού, το πάθος για το πραγματικό που χαρακτηρίζει τους Λενινιστές (πιθανότατα εννοώντας γενικά τους επαναστάτες) , συνοδεύεται από τον πολλαπλασιασμό της ομοιότητας. Για έναν επαναστάτη, ο κόσμος είναι ο παλαιός κόσμος, είναι κορεσμένος από διαφθορά και προδοσία (Μπαντιού, 1999). Η κάθαρση, η αποεπένδυση του πραγματικού πρέπει πάντα να ξαναρχίζει. Αυτό είναι τελικά και ένα από τα στοιχεία που ανάγκασαν τον Νίτσε να ασκήσει κριτική στην μνησικακία, εννοώντας κατά βάση τη διαλεκτική και τον τρόπο σκέψης και διαβίωσης που απορρέει από αυτήν. Η μνησικακία βλέπει στο κάθε πράγμα μια παγίδα, μια αντίθεση (Λεφέβρ, 1996: 56) . Έτσι, ο άνθρωπος που αμφισβητεί το Είναι και θέλει έναν άλλον κόσμο, μια άλλη ζωή, θέλει κάτι πιο βαθύ, να διορθώσει τη φαινομενικότητα, επομένως απαρνείται την υπάρχουσα ζωή και στρέφεται εναντίον της (Σεβαστάκης, 2008: 78).
 
Μέσω αυτού του τρόπου, τελικά, η κατάφαση της ζωής, φαίνεται ως κάτι κακό, κάτι καταδικαστέο. Έτσι ο Νίτσε καταγγέλλει την ψεύτικη γοητεία του αρνητικού που μετατρέπει το πολλαπλό, το γίγνεσθαι, το τυχαίο σε ισάριθμες δυστυχίες της συνείδησης και τις δυστυχίες της συνείδησης σε ισάριθμες στιγμές διαμόρφωσης αναστοχασμού ή ανάπτυξης (Λεφέβρ, 1996: 66).
Αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί άλλωστε και με τον συλλογισμό που αναπτύσσει ο Λειβαδίτης στο παρακάτω απόσπασμα: “Κι αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε το δρόμο με τα ρολόγια μας σταματημένα στην μόνη ώρα, την ώρα που αργήσαμε” (Λειβαδίτης, 1997: 94)
 
Με βάση τον Νίτσε σε αυτό το σημείο, ίσως δεν θα έπρεπε να δουν τα υποκείμενα την ήττα σαν μία δυστοκία της συνείδησης, με σκοπό τον εκ νέου αναστοχασμό , αλλά θα έπρεπε να αποδεχτούν την μοίρα τους και να την αγαπήσουν Διονυσιακά (Σεβαστάκης, 2008: 67). Ασφαλώς κάτι τέτοιο στην Ελλάδα του 1950, ιδιαίτερα εάν κάποιος είχε αντιστασιακό παρελθόν, μάλλον είναι αδύνατο, όπως είναι αδύνατο να συμβιβαστεί και η σκέψη του Νίτσε για την μνησικακία με τις μεγάλες αφηγήσεις και πολιτικά σχέδια. Εν πάσει περιπτώσει, ο Νίτσε θέτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που πιάνει και ο Λειβαδίτης. Το ζήτημα της αποεπένδυσης της πραγματικότητας, της άρνησης της ζωής, είναι κάτι που θα θέσει ο ποιητής με αντιφατικό τρόπο και θα τον απασχολεί όλο και περισσότερο όσο φτάνει προς το τέλος της δημιουργίας και της ζωής του. Ας δούμε όμως με ποιον τρόπο διαγράφεται η αντίληψη του ποιητή μέσα από αποσπάσματα δύο διαφορετικών ποιημάτων στα οποία κεντρικό ρόλο παίζει ένα αστέρι.
Έτσι λοιπόν, ο ποιητής θα γράψει:
“Ώσπου ένα μικρό τυχαίο άστρο μού ’παιρνε και το τελευταίο επιχείρημα πως δεν είναι ωραίος ο κόσμος” (Λειβαδίτης, 1997: 65)
Άρα, στην εναγώνια προσπάθεια του επαναστάτη να στηρίξει τις θυσίες του ότι η υπάρχουσα τάξη είναι πλήρης αντιφάσεων και φαινομενικοτήτων και δεν έχει καμία ομορφιά και ουσία, αυτό το αστέρι, δρα σαν ανασχετικός παράγοντας στην αποεπένυδη που θα επιχειρούσε ο ποιητής.

Ενώ όμως θα περίμενε κανείς ότι η συνέχεια του παραπάνω συλλογισμού θα οδηγούσε σε κάποια απόσυρση από την επαναστατική πάλη ο ποιητής μας διηγείται ότι:
“Αυτό το άστρο στον ουρανό είναι η πέτρα που είχαμε στο στόμα , μην και ξεφύγει ο στεναγμός μας” (Λειβαδίτης, 1997: 71)
Συνεπώς, η ομορφιά αυτού του κόσμου, ακόμα και της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, είναι κάτι τελικά που όχι μόνο δεν δρα ανασχετικά στην στράτευση του επαναστάτη, αλλά αντίθετα εντάσσεται στην ιδεολογία του σαν ένα σημείο εμπλουτισμού, ένα κομμάτι του πραγματικού που πρέπει να διατηρηθεί και να μπορούν να το βιώνουν όλοι οι άνθρωποι. Και φυσικά ο τρόπος διατήρησης δεν είναι άλλος από την επιτυχία της επανάστασης και την εγκαθίδρυση μιας άλλης τάξης.
 
Ο Θεός πέθανε, ο έρωτας γεννήθηκε
Ποιος ήταν όμως ο λόγος που ο ποιητής όπως και χιλιάδες σύντροφοί του κατάφεραν να φέρνουν σε πέρας τις δυσκολίες. Όπως είδαμε και προηγουμένως, είναι η ομορφιά αυτού του κόσμου που ωθεί τον επαναστάτη να συνεχίζει να αγωνίζεται προκειμένου να φτιάξει μια κοινωνία όπου θα υπάρχει η πληρότητα και όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να απολαμβάνουν τα πάντα. Μέσα σε αυτή την διαδικασία, ο επαναστάτης καλείται συνεχώς να ανακαλύπτει με δυναμικούς ρυθμούς όλο και περισσότερα στοιχεία του πραγματικού*. Έτσι, γράφει ο ποιητής:
 
“Ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο ανεξάντλητο και απρόβλεπτο, ένας Θεός καθόλου αθάνατος, για αυτό τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική και ανεπανάληπτη στιγμή του” (Λειβαδίτης, 1997: 35)
 
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ταυτόχρονα με την τάση για αποεπένδυση της πραγματικότητας υπάρχει μία αντίθετη διαρκής τάση συναισθηματικής επένδυσης που βασίζεται στο ανεξάντλητο και το απρόβλεπτο. Επιπλέον με την ρήση για τον θεό που δεν είναι αθάνατος, το μυαλό μας πηγαίνει στην διάσημη ρήση του Νίτσε “Ο Θεός πέθανε”. Ας δούμε όμως μια συνοπτική ανάλυση για τον παραπάνω στίχο.
 
Είναι ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου, ο αιώνιος, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανταχού παρόντας ; Mια θετική απάντηση θα ήταν ανεπαρκής, καθώς αν ο "Θεός" του Νίτσε (και του παραπάνω ποιήματος) ήταν παντοδύναμος, δεν θα μπορούσαμε να τον σκοτώσουμε. Αν ήταν αιώνιος, δεν θα ήταν νεκρός. Αν ήταν πανταχού παρών, δεν θα ήταν τώρα απών. Αν ήταν παντογνώστης, θα γνώριζε τον κίνδυνο που διατρέχει από εμάς. Αν ήταν ο δημιουργός του κόσμου, ο κόσμος δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτόν εφόσον αυτή η δημιουργία ήταν η αφετηρία και πηγή κάθε δημιουργίας, η μοναδική, κατ' εξαίρεση πράξη ενός μοναδικού και κατ' εξαίρεση όντος, κάτι εξ ορισμού αδύνατο να επαναληφθεί, κάτι που δεν έχει νόημα χωρίς την ύπαρξη του όντος αυτού.
 
Συνεπώς, το Είναι φαίνεται να εκπροσωπεί την αρχή διαμεσολάβησης της ύπαρξης. Η ύπαρξη δεν είναι τυχαία, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των πλασμάτων δεν είναι χαώδεις και χωρίς σχέδιο, επειδή διαμεσολαβούνται από μια ανώτερη αρχή. Χωρίς αυτό το τρίτο όρο, το έδαφος μιας σχέσης δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί, καθώς η σχέση δεν θα είχε καμία συγκροτητική αρχή, καμία δυνατότητα επιδιαιτησίας, και κανένα σημείο από το οποίο να μπορεί να αναπαρασταθεί ως σχέση. Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός που "είναι νεκρός" και "παραμένει νεκρός" γιατί ήταν πάντα θνητός -- και ήταν τέτοιος επειδή ήταν, φυσικά, δημιούργημα του νου, λογικό εύρημα. Ο Θεός ήταν --αυτό είναι κρίσιμο-- λογικό εύρημα, αποτύπωση μιας λογικής αναγκαιότητας (Balasopoulos, 2009).
 
Άρα ο "Θεός" του Νίτσε, επικύρωνε μια αρχή εδραίωσης ή θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων -- εξισωτικών ή άνισων, αυτό ήταν ιστορικά αδιάφορο για τον Θεό ή τους θεούς που προηγήθηκαν αυτού, και που δεν έτυχε ποτέ στην διάρκεια της ζωής τους να κάνουν άλλο από το να συντηρούν τη μορφή των σχέσεων που υποτίθεται πως δημιούργησαν. «Αν ο κόσμος είχε έναν σκοπό, θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί. Αν υπήρχε γι’ αυτόν μια απροσχεδίαστη έσχατη κατάσταση, θα έπρεπε επίσης να είχε επιτευχθεί. Αν ήταν ικανός καθ’ οποιονδήποτε τρόπο για μια παύση και ακινητοποίηση, για Είναι , αν σε όλη την πορεία του γίγνεσθαι του διέθετε έστω και για μια στιγμή την ικανότητα αυτού του Είναι, τότε κάθε γίγνεσθαι θα είχε λάβει προ πολλού τέλος, μαζί με κάθε σκέπτεσθαι και πνεύμα. Το γεγονός του πνεύματος ως μορφής του γίγνεσθαι αποδεικνύει ότι ο κόσμος δεν έχει σκοπό, τελική κατάσταση και είναι ανίκανος για κάποιο Είναι.» (Σεβαστάκης, 2008: 274). Έτσι, απορρίπτεται η παλιά συνήθεια να συνδέεται το κάθε συμβάν με ένα σκοπό, μια πρόθεση ή μια θέληση.
 
Από τι αντικαταστάθηκε ο Θεός; Αντικαταστάθηκε από τις σχέσεις που απορέουν από τις κοινωνικές συμβάσεις οι οποίες αποτελούν αποκρυστάλλωση των παραγωγικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού. Οι σχέσεις αυτές καθορίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιβάλλουν συνέπειες, ενσαρκώνουν μια νέα εξουσία της μοίρας χωρίς να είναι απαραίτητη η προσφυγή σε μια υποκειμενική μορφή της απόφασης. Μόνο με αυτή την έννοια είναι η "τεχνολογία" το αίτιο του θανάτου του Θεού: μόνο στο βαθμό που "τεχνολογία" σημαίνει "αυτοματισμός", και μόνο στον βαθμό που ο "αυτοματισμός" είναι συνώνυμος με την α-νόητη, απάνθρωπη αλλά και υπεράνθρωπη (Übermensch!) λειτουργικότητα του κόσμου. Αυτή λειτουργικότητα είναι μια λειτουργικότητα χωρίς προσφυγή --και χωρίς καν τη δυνατότητα προσφυγής-- στην απόφαση, στην ηθική, στη σφαίρα του καλού και του κακού . Επομένως η συγκεκριμένη φράση, συνδέεται με αυτό που περιγράψαμε πως νιώθει ο Λειβαδίτης, δηλαδή μια αναρχία της κοινωνίας, ένα ακατανόητο του τι συμβαίνει τελικά. Αυτό το ακατανόητο έγκειται στην αδυναμία μας να παγιδεύσουμε την ολότητα του πραγματικού η οποία τελικά από την μία προκαλεί οδύνη και συναισθηματική αποεπένδυση του υπαρκτού και από την άλλη προκαλεί έναν έρωτα για την ζωή.
Να λοιπόν τι είναι ο έρωτας στο έργο του Λειβαδίτη:
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσουμε τον άλλον.”(Λειβαδίτης, 1997: 106)
 
Άπιστη πίστη και αδύνατη πληρότητα
Μπροστά σε αυτόν τον έρωτα λοιπόν ο Λειβαδίτης οικοδομεί φαντασιακές καταστάσεις πληρότητας για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί η διαδικασία της ανθρώπινης ιστορίας. Με αυτόν τον μηχανισμό ερωτεύεται τις γυναίκες, αλλά ακόμα και την ίδια την βίαιη επαναστατική αλλαγή του status quo.
 
Αυτήν την τάση της επαναστατικής σκέψης έχει σχολιάσει ο Φρέιρε αναφερόμενος στο γνωστό απόσπασμα του Τσε Γκεβάρα: “Να μου επιτρέψεις να πω, κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από δυνατά αισθήματα αγάπης [...] αυτό είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα δράματα ενός ηγέτη. Πρέπει να συνδυάσει ένα παθιασμένο πνεύμα με ένα ψυχρό μυαλό και να πάρει οδυνηρές αποφάσεις χωρίς να διασπάται ούτε ένας μυς του προσώπου του.”
 
Έτσι λοιπόν ο Βραζιλιάνος παιδαγωγός, γράφει σχετικά:
«Σε μιαν ορισμένη στιγμή της υπαρξιακής εμπειρίας τους, κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, αυτοί οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την τάξη στην οποία ανήκουν και προσχωρούν στους καταπιεζόμενους, με μια πράξη αληθινής αλληλεγγύης. Άσχετα από το αν αυτή ή προσχώρηση προκύπτει ή όχι από μιαν επιστημονική ανάλυση της πραγματικότητας, αποτελεί (όταν είναι γνήσια) μία πράξη αγάπης και αληθινής στράτευσης (Φρέιρε ,1977: 38)
 
Ο Φρέιρε μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «Η επανάσταση αγαπά και δημιουργεί ζωή, και για να δημιουργήσει ζωή μπορεί να υποχρεωθεί να εμποδίσει μερικούς ανθρώπους να βάλουν φραγμούς στη ζωή. Πέρα από τον κύκλο ζωής και θανάτου, που είναι βασικός στη φύση, υπάρχει επίσης ένας αφύσικος ζωντανός θάνατος : ή ζωή πού στερήθηκε την πληρότητα της» (Φρέηρε ,1977: 46)
Επομένως σε αυτό το ζήτημα βλέπουμε ότι ο επαναστάτης (και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο επαναστάτης ποιητής) αναζητεί μια πληρότητα η οποία όπως είδαμε είναι αδύνατη, μόνο που είναι διατεθειμένος να προβεί σε τρομερές πράξεις, στην προσπάθειά του να κυκλώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του Πραγματικού αναζητώντας αυτήν την χαμένη πληρότητα, μέσα από την εξερεύνηση του ανεξερεύνητου.
 
Πιστεύουμε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης και ζωής είναι τελικά η πρακτική υλοποίηση αυτού που ο Σταυρακάκης, χαρακτήρισε άπιστη πίστη (Σταυρακάκης, 2012: 157-158). Ο Ζίζεκ καταφάσκει σε μία πιστότητα στο συμβάν, ως ηθική πίστης στις ρωγμές της εκάστοτε επικρατούσας οντολογίας. Βεβαίως, αυτή η πιστότητα θα πρέπει να συνδυάζεται και με μία πίστη στη συμβαντικότητα κάτι που αναγκαστικά σημαίνει ότι θα πρέπει να κρατάει μία απόσταση από το εκάστοτε συμβάν.
Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια πίστη στο πραγματικό ως αδύνατο. Βέβαια, με αυτόν τον τρόπο, θα σημειώσει ο Σταυρακάκης, δημιουργείται ταυτόχρονα μία πίστη για άρνηση αυτού που ήδη πιστέψαμε, δηλαδή του μεμονωμένου συμβάντος. Έχουμε επομένως μια άπιστη πίστη, μια προδοσία με την έννοια του ότι μια μορφή, μια παρουσίαση της πράξης ξεφεύγει από την απόλυτη θετικότητα και εμπεριέχει τα σπέρματα της άρνησής της. Έτσι, η άπιστη πίστη προϋποθέτει ότι διατηρούμε μια πίστη στην ανοικτότητα του πολιτικού πεδίου (Σταυρακάκης, 2012: 157-158 και Σταυρακάκης, 2010:
Σε ένα απόσπασμα ο Λειβαδίτης γράφει χαρακτηριστικά:
 «ο έρωτας μοιάζει με το φεγγάρι, αναβάλει την προδοσία» (Λειβαδίτης, 1997: 16).

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να προσεγγίσουμε το απόσπασμα του Λειβαδίτη ως εξής: Ο έρωτας, κινητήριος μοχλός στην ποίηση και την ζωή του Λειβαδίτη, συνοδεύεται από μία πιστότητα στα συμβάντα και στην εξερεύνηση του αδύνατου, την ίδια στιγμή όμως αυτή η πίστη τείνει να προδίδεται από την ίδια την κοινωνικοσυμβολική τάξη με αποτέλεσμα να έχουμε συναισθηματική αποεπένδυση του της πραγματικότητας, εξαρθρώσεις και εκ νέου συναρθρώσεις, με πιστότητα σε νέα συμβάντα.
 
Αντί επιλόγου
Τάσος Λειβαδίτης λοιπόν. Ο ποιητής της επανάστασης και της ήττας. Ο ποιητής της συλλογικής έκφρασης, και του ατομικού υπαρξισμού . Δεν ήταν ένας σέξι νικητής σαν τον Τσε Γκεβάρα ίσως δεν είχε ούτε την γοητεία του Φιντέλ. Άλλωστε τα βασανιστήρια άφησαν στην όψη του μια εμφανή σφραγίδα. Παρέμεινε όμως ένας ποιητής ερωτικός και επαναστάτης.  Όπως είχε γράψει κάποτε: «ίσως θα πρέπει να 'χεις περάσει πολλά και να τα 'χεις υπομείνει όλα, για ν' απαντήσεις κάποτε σωστά, όταν σε ρωτήσουν την ώρα.» (Λειβαδίτης, 1997: 75)
Και ο Τάσος Λειβαδίτης έκανε ακριβώς αυτό, και 35 χρόνια μετά μπορεί ακόμα να μας δείχνει ότι για να σπάσουμε τα ρολόγια της υπάρχουσας τάξης και να ρυθμίσουμε την ώρα της ανθρωπότητας, πρέπει πρώτα να την ερωτευτούμε, όπως έκανε και αυτός.
 
 
Βιβλιογραφία
Λειβαδίτης Τ. (1997). Απάνθισμα. Αθήνα: Κέδρος
Λεφέβρ, Α. (1976). Χέγκελ Μαρξ Νίτσε: ή το βασίλειο των σκιών. Αθήνα: Ράππα
Σεβαστάκης, N. (2008) . Φιλόξενος μηδενισμός: Mια σπουδή στον Homo Democraticus. Αθήνα: Εστία
 
Σταυρακάκης, Γ. (2008). Ο Λακάν και το πολιτικό. Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός
Σταυρακάκης, Γ.  (2012). Η Λακανική Αριστερά. Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας 
Φρέιρε Π. (1977). Η αγωγή του καταπιεζόμενου. Αθήνα: Κέδρος
Stavrakakis, Y. (2010). On Acts pure and impure. Internation Journal of Zizek studies 4:2
Badiou, A. Το ένα διαιρείται σε δύο. Σεμινάρια στο Διεθνές κολέγιο φιλοσοφίας. http://bestimmung.blogspot.gr/2013/07/alain-badiou.html 
Balasopoulos, Α. (2009). Ο Pascal και τα ουσιώδη διλήμματα της αριστεράς.  http://radicaldesire.blogspot.gr/2009/11/pascal.htm
Ζίζεκ. Σ. (2006). Το Υψηλό Αντικείμενο της ιδεολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Scripta

 

*Το Πραγματικό δεν είναι πραγματικότητα, αλλά το στοιχείο εκείνο που καταστρέφει την πραγματικότητα, που μας αποκαλύπτει ότι η πραγματικότητα είναι ελλιπής. Έτσι, ενώ η πραγματικότητα είναι το μέρος της αντικειμενικότητας που έχει κατασκευαστεί συμβολικά και στηρίζεται στη φαντασίωση, το πραγματικό που ανήκει και αυτό στο αντικειμενικό πεδίο, είναι το στοιχείο εκείνο που υπερβαίνει την εξημερωμένη διάσταση του αντικειμενικού. Είναι αυτό που εξηγεί την αποτυχία της ουδέτερης αντικειμενικής αναπαράστασης. Το πραγματικό δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί ως τέτοιο αλλά φανερώνεται με την αποτυχία κάθε προσπάθειας συμβολοποίησής του. Η κατασκευή καθιστά δυνατή την παγίωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά η πραγματικότητα αυτή απειλείται πάντοτε από μια ενδεχόμενη επαφή με εκείνο το κομμάτι του πραγματικού που ξεφεύγει από τα όρια της κατασκευής (Σταυρακάκης, 2008: 118-119).»
 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 22/04/2014 - 15:52