O Mαρκές και το σινεμά
γράφει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου
dermetzo@otenet.gr
Σας αρέσει ο Μπράμς; Σας άρεσε ο Μαρκές; ΄Ηταν πολύ της μόδας στις κοσμικίζουσες κυρίες. Εμείς που δεν τον… διαβάζαμε θρηνούμε το άγνωστό του, το κενό του, τα ενδιάμεσά (του) μυστικά. Λέω στον φίλο. Αν ήταν σκηνοθέτης θα ήταν ο Ρεναί.; Μου απαντάει: Κάπως έτσι όχι όμως τόσο προωθημένος. Το νοιώθω.΄Οσο εκτοξευτική κι αν είναι η γραφή αδυνατεί να αντιστοιχιστεί με την ιπτάμενη εικονική συνείδηση, τα φλασάκια ,τα forwardplans. Αφηγούμαι σημαίνει αρνούμαι, διαγράφω ,εκτονώνω, αποσυμπιέζω. Σκηνοθετώ σημαίνει ενίσταμαι, προβάλω την φαντασία στην πραγματικότητα..Το σινεμά επέπεσε επί του Μαρκές ως ταύρος σε υαλοπωλείο. Αξιοποίησε ιστορίες και μυθιστορήματά του αλλά τα απέδωσε απλά ως εικονογραφήσεις. Δεν ένοιωσε τις κρυφές ανάσες της χρονικότητας, των ενδιάμεσων, των αφηγηματικών συνδέσεων, δεν μπόρεσε ν΄ αφουγκραστεί τον χρόνο να γεννιέται, να ρέει ως υπόγειο ρεύμα.
Η αφήγηση και ο Μαρκές, το συναίσθημα, η μεγάλη ύπνωση και ο χωροχρόνος. Αφηγούμαι , άρα δεν υπάρχω. Δεν είμαι εγώ ο μαίτρ της διακίνησης αλλά το χαμένο μας ίχνος τεμνόμενο με το χωροχρονικό συναίσθημα. Ταινίες, ταινίες, ταινίες αλλά ο Μαρκές πουθενά.
Απώλεια και ρήγμα κα στην αφηγηματικότητα που αδυνατεί να καταγράψει το πέρασμα του χρόνου ως ανείπωτη νοσταλγία ,ως την χαμένη ταυτότητα του έρωτα.
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» γιατί όντως η μεγάλη χολέρα παραμονεύει δίπλα μας, κλέβει τα κορμιά μας, είναι εδώ ως κακή μοίρα να υφαρπάξει το αόρατο μη όν. «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων».μόνον τα δαιμόνια υπερφαλαγγίζουν το συναίσθημα και μετατρέπονται στην ταράτσα της απογείωσης για το άλλο.
Ποιό είναι άραγε το άλλο; Τι αναζητούν ακριβώς «Τα αόρατα παιδιά» στην αγωνία τους να θέλξουν τα κορίτσια. Ο έρωτας ως το αδύνατον ,η δυναμική του ως ένας χαμένος ήρωας, ένα ψέλισμα σε μια λέξη που δεν γράφτηκε ακόμα.
Σ΄ αγαπώ μέχρι θανάτου όταν ο θάνατος είναι η αρχή του νέου σύμπαντος , ο νέος παράδεισος .
Εγώ κι εσύ που λέει και ο Μπερτολούτσι .
Κι αν θυμηθώ ακόμα μια ταινία βασισμένη στον Μαρκές, θα με περίμεναν στη γωνία « Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου».
Τι είναι αυτό που συναρπάζει στον συγγραφέα: Ο έρωτας ενός 90χρονου ρεπόρτερ με ένα κορίτσι 20 χρόνων ή ο χρόνος που διασχίζει την μεγάλη αποδόμηση της ταυτότητάς μας; Εκεί στην κοιλάδα της μεγάλης σιωπής κάθε όριο έχει τον χρόνο του εκτός από την αφήγηση που εκτείνεται ατέλειωτη μέσα σε αέναο χρόνο. Τι είδες; Δεν είδα τίποτα. Τι είδες; Τα είδα όλα. Τι θυμάσαι από τον εαυτό σου; Εσένα. Γιατί το εγώ γίνεται εσένα. Γιατί εκεί που βρεθήκαμε ήταν όταν γεννιόταν η αφήγηση πέρα από τα όρια ,μέσα σε όρους ενός συναισθήματος που ορίζει τον έρωτα ως το τέλος μιας πολυετούς αναζήτησης και σύντηξης.