Ζ. Κωνσταντοπούλου: Πόση διαφθορά χωράει στο Πολυνομοσχέδιο της Κυβέρνησης;
Στο διοχετευθέν σε Μέσα Ενημέρωσης αλλά μη κατατεθέν στη Βουλή κείμενο του πολυνομοσχεδίου που η Κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει εκβιαστικά στη Βουλή, θέτοντας τους βουλευτές προ του διλήμματος «ναι ή όχι» σε άρθρα-μαμούθ, που πολλοί δεν θα προλάβουν ούτε να διαβάσουν (και εκ των υστέρων θα ισχυρίζονται ότι «δεν κατάλαβαν τι ψήφισαν»), περιέχονται, στο Τμήμα που αφορά το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διατάξεις που θα οδηγήσουν σε παραγραφή σωρεία ποινικών υποθέσεων διαφθοράς μεγάλης κλίμακας στη χώρα μας, ακυρώνοντας την προσδοκία λογοδοσίας και απόδοσης ευθυνών, που τρέφουν οι πολίτες.
Πρόκειται για τις διατάξεις με τις οποίες επιδιώκεται η «πλημμεληματοποίηση» της δωροδοκίας και δωροληψίας υπαλλήλου (άρθρα 235 και 236 Π.Κ.), η οποία, σύμφωνα με την εισαγόμενη ρύθμιση, εάν η πράξη για την οποία δίδεται το «δώρο» (άλλως η μίζα) δεν αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, θα τιμωρείται μόνον σε βαθμό πλημμελήματος (και επομένως θα υπόκειται σε πενταετή παραγραφή), ανεξαρτήτως ποσού.
Αυτό σημαίνει ότι, με τη δημοσίευση του Νόμου, την επόμενη εβδομάδα, θα οδηγηθούν σε παραγραφή πλείστες υποθέσεις που αφορούν μίζες και δώρα άνω των 120.000 ευρώ, ακόμη και εκατομμυρίων ευρώ, αν κρίνεται ότι η πράξη για την οποία δόθηκαν «δεν αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, αλλά απλώς ανάγεται σε αυτά».
Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν πλείστες υποθέσεις αρμοδιότητας των Οικονομικών Εισαγγελέων, των Εισαγγελέων Διαφθοράς, αλλά και πολύκροτες υποθέσεις που έχουν οδηγήσει στο ακροατήριο ή στην ειρκτή πολλά γνωστά και μη εξαιρετέα πρόσωπα.
Σε ποινικές υποθέσεις όπως οι εξοπλιστικές συμβάσεις και η Siemens, που ακόμη εκκρεμούν, αλλά και σε άλλες, που έχουν τελεσιδικήσει, θα αρκεί η πράξη για την οποία δόθηκε η μίζα να ενέπιπτε «στη διακριτική ευχέρεια» εκείνου που την έλαβε, ώστε να οδηγηθούν στην παραγραφή ή να υποβιβασθούν σε πλημμελήματα, μείζονες υποθέσεις μεγίστου ποινικού, δημοσίου και δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, που σήμερα απασχολούν τη Δικαιοσύνη ως κακουργήματα, τιμωρούμενα με κάθειρξη.
Η Κυβέρνηση, χωρίς αιδώ, εξυπηρετεί το κατεστημένο της διαπλοκής, τους κομματικούς και κρατικούς μιζαδόρους και τους επαγγελματίες-επιχειρηματίες διαφθορείς, των οποίων οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Αγνοεί τις επιστημονικά τεκμηριωμένες επισημάνσεις που έχουν εγκαίρως διατυπωθεί, ακόμη και στο πλαίσιο της συντομότατης δημόσιας διαβούλευσης και προχωρεί ολοταχώς σε εκκαθαρίσεις ποινικών μητρώων για να αποδώσει λευκά στην κοινωνία τα αγαπημένα της παιδιά, αλλά και για να δώσει το πράσινο φως στους νέους επίδοξους και μαθητευόμενους διαφθορείς και μιζαδόρους ότι δεν κινδυνεύει η προσωπική τους ελευθερία.
Μένει να μας απαντήσουν ο κ. Σαμαράς και ο κ. Αθανασίου: ποιο δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται από την άφεση αμαρτιών σε επίορκους μεγάλης κλίμακας;
Στα χρονικά της μνημονιακής εκτροπής, οι διατάξεις αυτές καταγράφονται στις μελανότερες σελίδες, όχι μόνον ως καταρράκωση κάθε έννοιας χρηστής διοίκησης και κράτους δικαίου, αλλά, κυρίως, ως μία από τις πλέον κραυγαλέες παρεμβάσεις σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις. Παρεμβάσεις στις οποίες, δυστυχώς η Κυβέρνηση επιδίδεται κατ’ επάγγελμα, σώζοντας «ημετέρους» με τροπολογίες-ντροπολογίες (αμνηστία σε τραπεζίτες, αναστολή ποινικών διώξεων και δικών των διοικήσεων ΔΕΚΟ, ακαταδίωκτο μελών ΝΣΚ, χορήγηση προνομίων απορρήτου στον διωκόμενο Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, ασυλία ειδικού διαχειριστή της ΕΡΤ, ασυλία διοικήσεων αγροτικών συνεταιρισμών, ΛΑΡΚΟ, μελών ΤΑΙΠΕΔ κλπ, κλπ).
Πρόκειται για ενέργεια που συνιστά ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, για την οποία δεν θα αδιαφορήσει η Ιστορία, όταν αποδοθούν, όπως πρέπει, οι ιστορικές, πολιτικές, ποινικές και αστικές ευθύνες για την μνημονιακή λεηλασία της χώρας και του λαού.