Human Rights Watch: Nα σταματήσουν οι υποχρεωτικές εξετάσεις για HIV

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να καταργήσει διάταξη η οποία επέτρεπε την επιβολή υποχρεωτικής εξέτασης για HIV, δήλωσε την Παρασκευή η Human Rights Watch.

Στις 26 Ιουνίου 2013, την επόμενη ημέρα από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, επανέφερε υγειονομική διάταξη που αφορά τη διάδοση λοιμωδών νοσημάτων. Η διάταξη, η οποία δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου, είχε εκδοθεί για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2012 από τον Ανδρέα Λοβέρδο, τότε υπουργό Υγείας, αλλά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 2013. Κατά τη διάρκεια του έτους κατά το οποίο ήταν σε ισχύ, η αστυνομία χρησιμοποιούσε την εν λόγω διάταξη για την κράτηση ατόμων, ιδίως εκείνων για τα οποία υπήρχε υπόνοια ότι είναι εκδιδόμενα άτομα, χρήστες ναρκωτικών ουσιών ή μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, καθώς και για την υποβολή τους σε υποχρεωτικές εξετάσεις για HIV ή άλλα λοιμώδη νοσήματα.

 

«Είναι βαθύτατα ανησυχητικό το γεγονός ότι ο νέος υπουργός Υγείας χρειάστηκε μόλις μία ημέρα για να επαναφέρει διάταξη η οποία παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα και στιγμάτιζε τις ευπαθείς ομάδες, και η οποία έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική όσον αφορά την προστασία της δημόσιας υγείας», δήλωσε η Judith Sunderland, ερευνήτρια για τη Δυτική Ευρώπη της Human Rights Watch. «Εάν η κυβέρνηση προτίθεται σοβαρά να αντιμετωπίσει το HIV και άλλα λοιμώδη νοσήματα, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην πρόσβαση των ασθενών στην υγειονομική περίθαλψη και στην πληροφόρηση του κοινού».

 

Η υγειονομική διάταξη υπ’ αριθ. ΓΥ/39A «Ρυθμίσεις που αφορούν τον περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων» ορίζει ότι επιβάλλεται υποχρέωση υγειονομικής εξέτασης, καθώς και απομόνωση και υποχρεωτική θεραπευτική αγωγή για νοσήματα που κρίνονται επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Η διάταξη περιλαμβάνει εκτενή κατάλογο τέτοιου είδους νοσημάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η γρίπη, η φυματίωση, η ελονοσία, η πολιομυελίτιδα, η σύφιλη, η ηπατίτιδα και άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα λοιμώδη νοσήματα, περιλαμβανομένου και του HIV.

 

Ωστόσο, η διάταξη προσδιορίζει συγκεκριμένα ορισμένες ομάδες προς έλεγχο κατά προτεραιότητα, μεταξύ των οποίων τα άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών καθώς και τα εκδιδόμενα άτομα, οι μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα που προέρχονται από χώρες όπου ενδημούν τέτοια νοσήματα, καθώς και τα άτομα που διαβιούν σε οικίες ή άλλους χώρους όπου δεν πληρούνται οι στοιχειώδεις όροι υγιεινής, συμπεριλαμβανομένων και των αστέγων. Η διάταξη ορίζει επίσης ότι η κυβέρνηση θα σεβαστεί τις διεθνείς συμβάσεις και πρωτόκολλα περί προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που περιορίζουν πολύ αυστηρά τη χρήση της υποχρεωτικής εξέτασης, της απομόνωσης και της υποχρεωτικής θεραπευτικής αγωγής.

 

Η διάταξη δεν προσδιορίζει τον τρόπο διεξαγωγής της υποχρεωτικής εξέτασης. Παρέχει στην αστυνομία την εξουσία να συνδράμει στην επιβολή απομόνωσης, περιορισμού-καραντίνας, νοσηλείας και θεραπευτικής αγωγής. Η υποχρεωτική εξέταση συνιστά παραβίαση της σωματικής ακεραιότητας και αυτονομίας, δήλωσε η Human Rights Watch. Παρότι η κράτηση για λόγους δημόσιας υγείας επιτρέπεται σε ορισμένες περιστάσεις, δεν πρέπει να κρατούνται άτομα αποκλειστικά για τον σκοπό της διεξαγωγής υποχρεωτικών ιατρικών διαδικασιών, περιλαμβανομένης της εξέτασης για HIV.

 

Η κράτηση με σκοπό τη θεραπευτική αγωγή μπορεί επίσης να συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία. Οποιαδήποτε κράτηση για λόγους δημόσιας υγείας πρέπει να γίνεται σε νόμιμη βάση, να είναι αποδεδειγμένα αναγκαία και αναλογική, καθώς και να μην συνιστά διάκριση. Οποιοσδήποτε κρατείται, ανεξαρτήτως λόγου, έχει δικαίωμα στη διασφάλιση της τήρησης της δέουσας διαδικασίας. Διεθνείς αρχές, μεταξύ των οποίων το Κοινό Πρόγραμμα του ΟΗΕ για τον ιό του HIV/AIDS (UNAIDS), η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τάχθηκαν όλες κατά της υποχρεωτικής εξέτασης για HIV και της επιβολής απομόνωσης ή καραντίνας σε άτομα με HIV, καθώς δεν συνάδουν με τα πρότυπα δημόσιας υγείας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Η αρχική θέσπιση της διάταξης τον Απρίλιο του 2012 είχε ως αποτέλεσμα την προσαγωγή δεκάδων γυναικών φερόμενων ως εκδιδόμενων, οι οποίες εν συνεχεία υποχρεώθηκαν να υποβληθούν σε εξετάσεις για HIV. Εκείνες για τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ήταν οροθετικές στον ιό HIV, συνελήφθησαν και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, τετελεσμένη και σε απόπειρα, ή για απόπειρα σωματικής βλάβης, λόγω εικαζόμενων σεξουαλικών επαφών χωρίς προφυλάξεις που είχαν με πελάτες, ενώ ήταν οροθετικές στον ιό HIV.

 

Η αστυνομία και τα μέσα ενημέρωσης δημοσιοποίησαν και μετέδωσαν τα προσωπικά δεδομένα των γυναικών, φωτογραφίες τους, καθώς και στοιχεία από τους ιατρικούς φακέλους τους σχετικά με την οροθετικότητα στον ιό HIV. Πολλές από τις γυναίκες που συνελήφθησαν στο πλαίσιο της επιχείρησης καταστολής του 2012 παρέμειναν υπό κράτηση επί μήνες εν αναμονή της δίκης, προτού τελικά αθωωθούν από τα δικαστήρια, τα οποία έκριναν ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις που να στοιχειοθετούν τις κατηγορίες. Οι τελευταίες πέντε γυναίκες που είχαν προφυλακιστεί αφέθηκαν ελεύθερες τον Μάρτιο του 2013 μετά την αθώωσή τους.

 

Τον Μάιο του 2012, η Human Rights Watch, η Θετική Φωνή – Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδος, και η Ευρωπαϊκή Ομάδα Θεραπείας του AIDS (European AIDS Treatment Group), απηύθυναν κοινή επιστολή προς τον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για την Υγεία σχετικά με τις καταχρηστικές πρακτικές στην Ελλάδα όσον αφορά τη δημόσια υγεία. Τα ζητήματα που τέθηκαν περιλάμβαναν τη σύλληψη, την ποινική δίωξη και την υποχρεωτική εξέταση για HIV των εκδιδόμενων γυναικών και τον χωριστό νόμο ο οποίος εξακολουθεί να είναι σε ισχύ και ο οποίος προβλέπει τη διοικητική κράτηση και υποχρεωτική υγειονομική εξέταση μεταναστών και αιτούντων άσυλο βάσει της κατάστασης της υγείας τους.

 

Ανεξάρτητες οργανώσεις στην Ελλάδα δήλωσαν στη Human Rights Watch ότι οι συλλήψεις του 2012 και οι διατάξεις για τη δημόσια υγεία απέτρεψαν άτομα τα οποία διέτρεχαν κίνδυνο μόλυνσης από HIV από το να εξεταστούν και να αναζητήσουν κατάλληλες υπηρεσίες. Σε κοινή έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων και ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέτρεψαν την Ελλάδα να προχωρήσει σε ενδελεχή και άμεση εξέταση των μέτρων που λαμβάνονται σε βάρος των μεταναστών, των χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών και των φερόμενων ως εκδιδόμενων προσώπων όσον αφορά την υποχρεωτική εξέταση για HIV και τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων. Στην έκθεση αναφερόταν ότι η Ελλάδα οφείλει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη και να επιχειρεί να αποφύγει πιθανές αρνητικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία κατά τη διαμόρφωση μελλοντικών πολιτικών που αφορούν ομάδες πληθυσμού ευπαθείς στο HIV, όπως οι παράτυποι μετανάστες, οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών ή τα εκδιδόμενα άτομα.

«Η απόφαση του υπουργού Άδωνι Γεωργιάδη να επαναφέρει τη διάταξη που επέτρεπε την επιβολή υποχρεωτικής εξέτασης για HIV αποτελεί σημαντική οπισθοδρόμηση σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημόσια υγεία», δήλωσε η κ. Sunderland. «Τα λοιμώδη νοσήματα, όπως το HIV, η ηπατίτιδα και η φυματίωση, μπορούν να αντιμετωπιστούν με την πραγματοποίηση επενδύσεων σε υπηρεσίες υγείας, και όχι με την κλήση της αστυνομίας».

Για την προβολή περισσότερων εκθέσεων της Human Rights Watch για την Ελλάδα, επισκεφθείτε τον ακόλουθο σύνδεσμο:

http://www.hrw.org/europecentral-asia/greece

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 05/07/2013 - 20:55