Μια ξεχασμένη σφαγή: όταν οι πολιτισμένοι Δυτικοί εξόντωσαν 10.000 Κινέζους στη Τζακάρτα· γιατί; Για τη ζάχαρη!

Η σφαγή άρχισε στις 9 Οκτωβρίου του 1740, από μισθοφόρους της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών· θύματά τους Κινέζοι, κάτοικοι της Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα) στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Το αίμα έρρεε επί 15 μερόνυχτα· κι όλα αυτά για τη ζάχαρη!

Τον Σεπτέμβριο του 1740, καθώς οι ταραχές εντείνονταν μεταξύ του κινεζικού πληθυσμού η έκρυθμη κατάσταση και η μείωση των τιμών της ζάχαρης υποχρέωσαν τον Γενικό Κυβερνήτη Αντριάν Βακενίερ να δηλώσει πως οποιαδήποτε εξέγερση θα αντιμετωπιζόταν με θάνατο!

Στις 7 Οκτωβρίου, εκατοντάδες Κινέζοι, πολλοί από τους οποίους εργάτες στις φυτείες ζάχαρης, σκότωσαν 50 Ολλανδούς στρατιώτες, οδηγώντας τα αποικιακά στρατεύματα στο να κατάσχουν όλα τα όπλα από τον κινεζικό πληθυσμό και να θέτουν τους Κινέζους υπό απαγόρευση κυκλοφορίας. Δύο ημέρες αργότερα, και άλλες εθνοτικές ομάδες που κατοικούσαν στη Μπατάβια, υποκινούμενες από Ολλανδούς, έκαψαν κινεζικά σπίτια, ενώ ολλανδοί στρατιώτες κανονιοβόλησαν ολόκληρες κινεζικές συνοικίες. Η βία σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη τη Μπαταβία· οι περισσότεροι των νεκρών ήταν Κινέζοι.

 

Φωτιά και αίμα...
Φωτιά και αίμα...

Απαραίτητοι τεχνήτες

Στα πρώτα χρόνια του ολλανδικού αποικισμού των Ανατολικών Ινδιών (σημερινή Ινδονησία), πολλοί τεχνίτες κινεζικής καταγωγής προσλήφθηκαν για το χτίσιμο της πόλης στη βορειοδυτική ακτή της Ιάβας. Τα επόμενα χρόνια ο τόπος απόλαυσε οικονομική άνθηση από το εμπόριο μεταξύ των Ανατολικών Ινδιών και της Κίνας μέσω του λιμανιού της Μπατάβια, και αυξήθηκε η μετανάστευση Κινέζων στην Ιάβα. Οι ολλανδοί αποικιοκράτες ζητούσαν να φέρουν χαρτιά και να εγγράφονται στους καταλόγους οι μετανάστες και απέλαυναν όσους δεν συμμορφώνονταν. Η πολιτική απέλασης έγινε αυστηρότερη κατά τη δεκαετία του 1730, έπειτα από ξέσπασμα ελονοσίας που σκότωσε χιλιάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Κυβερνήτη των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών, Ντιρκ φαν Κλουν.
Τότε κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι οι εκτοπισμένοι δεν μεταφέρονταν στους προορισμούς τους, αλλά πετάγονταν στη θάλασσα. Ο ολλανδός ιστορικός Albertus Nicolaas Paasman χαρακτηρίζει τους Κινέζους (τότε): «Εβραίους της Ασίας». Τότε η ζάχαρη ήταν το βαρύ χαρτί του «χρηματιστηρίου» της Ευρώπης και όχι μόνο.

Ρυθμιστές στο... χρηματιστήριο

Οι πλούσιοι Κινέζοι κατείχαν ζαχαρόμυλους και ασχολούνταν με τη γεωργία και τη ναυτιλία, ωστόσο, οι Ολλανδοί άρχοντες καθόριζαν την τιμή για τη ζάχαρης. Μέχρι το 1740, οι παγκόσμιες τιμές της ζάχαρης είχαν πέσει στο μισό της τιμής του 1720· αυτό προκάλεσε σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες στην αποικία. Και κάποια μέρα οι Κινέζοι εξεγέρθηκαν.

Παρόλο που ο Κυβερνήτης κήρυξε αμνηστία στις 11 Οκτωβρίου, συμμορίες ταραχοποιών συνέχισαν να κυνηγούν και να σκοτώνουν Κινέζους. Οι περισσότερες μαρτυρίες για τη σφαγή υπολογίζουν ότι 10.000 Κινέζοι σκοτώθηκαν εντός τειχών της πόλης Μπατάβια, ενώ τουλάχιστον 500 τραυματίστηκαν σοβαρά. Από 600 έως 700 σπίτια κινεζικής ιδιοκτησίας κάηκαν.

Και η ζάχαρη; Η παραγωγή στην περιοχή έπεσε σχεδόν στο μηδέν μετά τη σφαγή, καθώς πολλοί από τους Κινέζους που στήριζαν την καλλιέργεια και την επεξεργασία είχαν σκοτωθεί ή αγνοούνταν. Η Σφαγή της Μπατάβια θεωρείται «ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα της [ολλανδικής] αποικιοκρατίας του 18ου αιώνα».