Πέθανε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι
Σε ηλικία 86 ετών έφυγε από τη ζωή ο Ιταλός πολιτικός και επιχειρηματίας, πρώην πρωθυπουργός της χώρας και πρωταγωνιστής στα ευρωπαϊκά δρώμενα των τελευταίων δεκαετιών.
Σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πέθανε στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε του Μιλάνο, όπου είχε εισαχθεί για εξετάσεις πριν από λίγες ημέρες. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ ήταν γνωστό ότι έπασχε και από λευχαιμία.
Αδίστακτος, εριστικός, σκανδαλώδης και βαθιά συντηρητικός, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποτέλεσε μια πανίσχυρη φιγούρα στην ιταλική επιχειρηματική και πολιτική σκηνή για περισσότερα από σαράντα χρόνια.
Γεννημένος στο Μιλάνο, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936, ο επονομαζόμενος «Καβαλιέρε» σπούδασε νομικά και τη δεκαετία του 1960 άρχισε να δραστηριοποιείται στον τομέα των οικοδομών. Μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε επιτυχημένο επιχειρηματία του κλάδου και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μπήκε στον χώρο της τηλεόρασης, ιδρύοντας το πρώτο μεγάλο ιταλικό ιδιωτικό κανάλι (Canale ).
Μέσα σε λίγα χρόνια ο Μπερλουσκόνι έγινε ένας πραγματικός μεγιστάνας στον χώρο της τηλεόρασης και των media γενικά αποκτώντας σημαντική εξουσία, προβολή και ισχύ, ενώ επέκτεινε και τις δραστηριότητές του σε άλλους κλάδους.
Αναμφίβολα μια από τις κινήσεις που του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση και δημοτικότητα ήταν η απόφασή του να αγοράσει την ομάδα της Μίλαν, την οποία μετέτρεψε μέσα σε λίγα χρόνια στην κορυφαία δύναμη του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Η πολιτική και η άνοδος στην εξουσία
Τον Ιανουάριο του 1994 κάνει την μεγάλη στροφή: από τον επιχειρηματικό τομέα, ο Μπερλουσκόνι επεκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής, με την ίδρυση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια.
Αιτιολογεί την απόφασή του αυτή δηλώνοντας ότι «υπάρχει ορατός κίνδυνος κατάκτησης της εξουσίας από μέρους της αριστεράς και των κομμουνιστών». Πολλοί αναλυτές, όμως, θεώρησαν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η ευρύτερη ιταλική πραγματικότητα, με τη δικαστική Έρευνα «Καθαρά Χέρια» η οποία, τη συγκεκριμένη περίοδο, είχε ως κύριο αντικείμενο τις σχέσεις του επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος της χώρας, με την αποκάλυψη ευρύτατου πλέγματος διαφθοράς.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ορκίσθηκε πρωθυπουργός τέσσερις φορές, αφού υπερίσχυσε, με την κεντροδεξιά συμμαχία, στις βουλευτικές εκλογές του 1994, του 2001 (έπειτα από τέσσερα παραιτήθηκε και του δόθηκε νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης) και του 2008. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο κυριότερος αντίπαλός του, ήταν ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι.
Στην δεκαετία του '90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για «σύγκρουση συμφερόντων», λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του.
Στην συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 ο «Καβαλιέρε» ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής. Μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε «μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση».
Σκάνδαλα, διαφθορά, καχυποψία
Σε ό,τι αφορά τις δικαστικές του περιπέτειες, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός καταδικάσθηκε οριστικά τον Αύγουστο του 2013 σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης (τα τρία «σβήστηκαν», χάρη σε αμνηστία) λόγω φορολογικής απάτης στα πλαίσια αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Το κοινοβούλιο της Ρώμης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή.
Ο «μίστερ τιβί» εξέτισε «εναλλακτική ποινή» δέκα μηνών, εργαζόμενος σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου, οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών.
Τεράστιο ενδιαφέρον, σε διεθνές επίπεδο, προκάλεσαν οι δίκες για τα λεγόμενα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Δεν προέκυψε , όμως, κάποια οριστική καταδίκη ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία χρηματισμού νεαρών γυναικών με στόχο να ψευδομαρτυρήσουν ως προς το περιεχόμενο των δείπνων που οργανώνονταν στην κατοικία του.