Χωρίς χρήματα το αμερικάνικο δημόσιο
Αυτό που συμβαίνει στην Αμερική εδώ και μερικές ώρες δείχνει και αυτό που είναι η Αμερική, τουλάχιστον σε κάποιο (υψηλό) επίπεδο. Διότι μπορεί εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι να αναγκαστούν να απέχουν από την εργασία τους μια και το κράτος δεν μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση της πληρωμής τους, αλλά η Αμυντική Διοίκηση Αεροδιαστήματος Βόρειας Αμερικής, το περίφημο NORAD, θα βρίσκεται στη θέση της για να ενημερώσει τους πολίτες πού ακριβώς θα βρίσκεται ο… Άγιος Βασίλης και ποια συγκεκριμένη πορεία θα διαγράψει με το έλκηθρό του το βράδυ των Χριστουγέννων. Από τη μια μεριά, λοιπόν, ο μύθος, ο κοινωνικός συναισθηματισμός, και από την άλλη μεριά οι πολιτικές διαπραγματεύσεις με τις οικονομικές τους προεκτάσεις, οι οποίες τον καθιστούν απαραίτητο. Τι συμβαίνει, όμως, και έφτασαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτή την κατάσταση, η οποία δεν είναι και πρωτόγνωρη;
Για να είμαστε ακριβείς, το θέμα ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2014, όταν, όπως παρατηρεί το Bloomberg, οι συνεργάτες του Ντόναλντ Τραμπ, υποψήφιου τότε για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, έψαχναν κάποιον τρόπο για να θυμάται να αναφέρει στις προεκλογικές του ομιλίες το μεταναστευτικό ως εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα. Ο Σαμ Νάνμπεργκ φαίνεται να πιστώνεται την ιδέα της κατασκευής ενός τείχους κατά μήκος των συνόρων των Η.Π.Α. με το Μεξικό, ως το παράδειγμα που θα κέρδιζε την προσοχή του Ντόναλντ Τραμπ αρκετά για να το αναφέρει με κάθε ευκαιρία. Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, όμως, αρχικά δεν ενθουσιάστηκε και πολύ με την ιδέα, αν και το «Τείχος» ενθουσίαζε τα συντηρητικότερα τμήματα των Ρεπουμπλικανών από την εποχή του νεότερου Τζορτζ Μπους, τουλάχιστον. Λίγους μήνες αργότερα, ο Τραμπ ανέφερε την ιδέα σε μία προεκλογική συγκέντρωση στην Άιοβα, όπου ο ενθουσιασμός του ακροατηρίου τον έπεισε για τη δύναμή της. Μάλιστα, πρόσθεσε ένα στοιχείο που μόνο ο έμπειρος κατασκευαστής μπορούσε να αξιοποιήσει, λέγοντας ότι «κανείς δεν χτίζει σαν τον Τραμπ». Κάπως έτσι, το χτίσιμο του τοίχου έγινε σήμα κατατεθέν της εκστρατείας του, κερδίζοντας την ψήφο σημαντικών συντηρητικών προσωπικοτήτων των media, για τις οποίες ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αποδείξει πως τρέφει μεγάλη συμπάθεια.
Την προηγούμενη εβδομάδα, το αμερικανικό κογκρέσο χρειάστηκε να υπερψηφίσει τον προϋπολογισμό, και ο πρόεδρος της χώρας απαίτησε να συμπεριληφθεί πρόνοια για τη χρηματοδότηση της κατασκευής του τείχους με 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Μάλιστα, σε παλαιότερη συνάντησή του με την ηγεσία των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία, ο πρόεδρος Τραμπ είχε πει πως θα ήταν τιμή του να οδηγήσει την αμερικανική κυβέρνηση σε χρηματοδοτικό αδιέξοδο για το τείχος. Επειδή, όμως, τα κοινοβουλευτικά μαθηματικά είναι συνήθως λιγότερο δημιουργικά από τα οικονομικά μαθηματικά, και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κατάλαβε νωρίς ότι η συγκεκριμένη πρόνοια δεν συγκεντρώνει την απαραίτητη στήριξη σε κανένα σώμα του Κογκρέσου (ακόμα και τώρα που το κόμμα του πλειοψηφεί και στα δύο), ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να κάνει πίσω και να αποδεχθεί ένα νομοσχέδιο που δεν θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή. Το πρόβλημα δεν ήταν στις συζητήσεις του ιδίου και των συνεργατών του με την ηγεσία των δύο κομμάτων στο Κογκρέσο, αλλά στην οργή εκείνων των προσωπικοτήτων των media, ειδικά του ραδιοφώνου, οι οποίες τον κατηγορούσαν για έλλειψη πεποιθήσεων και για προδοσία. Ο Ντόναλντ Τραμπ γνωρίζει καλά ότι η εκλογική του βάση εντοπίζεται στα πλέον συντηρητικά τμήματα του εκλογικού σώματος, και εμπιστεύτηκε τα προβεβλημένα κοινοβουλευτικά στελέχη που τα εκπροσωπούν εντός του κόμματός του. Άκουσε, λοιπόν, όπως καταγράφει και το Politico, τον Μαρκ Μέντοουζ και τον Τζιμ Τζόρνταν, οι οποίοι εντάσσονται στο λεγόμενο House Freedom Caucus, την «Ομάδα Ελευθερίας της Βουλής των Αντιπροσώπων». Η συμβουλή τους, ενάντια στις διαπραγματεύσεις που κατά την ίδια περίοδο είχαν, σύμφωνα και με τις μέχρι τότε διαβεβαιώσεις του ίδιου του Αμερικανού προέδρου, ο Αντιπρόεδρος Πενς, ο εκτελών χρέη Επιτελάρχη του Λευκού Οίκου, και ο Τζάρεντ Κούσνερ, με τους Δημοκρατικούς, ήταν η άμεση και απόλυτη σύγκρουση, ειδικά εν όψει της αλλαγής ηγεσίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η αλήθεια είναι πως ο πρόεδρος Τραμπ θα έχανε όποια και αν ήταν η απόφασή του. Αν συμβιβαζόταν με τις προτάσεις των Δημοκρατικών, θα έχανε την εμπιστοσύνη της εκλογικής του βάσης. Οδηγώντας την κυβέρνηση σε χρηματοδοτικό αδιέξοδο χάνει σε επίπεδο ηγετικού προφίλ, αλλά και ως προς την εκτίμηση των πιο μετριοπαθών και κεντρώων ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικανών. Όπως και να έχει, στις 3 Ιανουαρίου αναλαμβάνουν τον έλεγχο της Βουλής οι Δημοκρατικοί, οπότε και οι πιθανότητες αντιπαράθεσης αυξάνονται εκθετικά. Επιλέγοντας την σύγκρουση τώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να αποφασίζει εκείνος για την κλιμάκωση, αν και η ισορροπία παραμένει λεπτή: Από τη μία θέλει να πιστωθεί την επίδειξη πυγμής, αλλά από την άλλη θέλει να χρεώσει στους Δημοκρατικούς το αδιέξοδο. Σε αυτό το κλίμα εντάσσονται οι αναρτήσεις του στο twitter, με τις οποίες προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την περηφάνεια του για την παρούσα συνθήκη, τονίζοντας ότι η συνεχιζόμενη χρηματοδότηση της αμερικανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης εξαρτάται από τις ψήφους των Δημοκρατικών. Την ίδια ώρα γνωρίζει πολύ καλά αυτό που και ο επικεφαλής Δημοκρατικός στη Γερουσία τόνισε, όταν ο Τσακ Σούμερ είπε: «Κύριε Πρόεδρε, δεν θα έχετε το τείχος σας σήμερα, ούτε την άλλη εβδομάδα, ούτε όταν αναλάβουν την εξουσία οι Δημοκρατικοί, στις 3 Ιανουαρίου». Την Κυριακή το πρωί, ο Μικ Μαλβέινι, ο οποίος εκτός από εκτελών χρέη επιτελάρχη του Λευκού Οίκου είναι και επικεφαλής θεμάτων προϋπολογισμού, είπε στο Fox News ότι το αδιέξοδο μπορεί να συνεχιστεί μέχρι τις αρχές του επόμενου χρόνου. Είχε προηγηθεί η απόρριψη εκ μέρους των Δημοκρατικών πρότασης που αφορούσε ποσό για τη χρηματοδότηση του τείχους, το οποίο ήταν μικρότερο από τα 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια που αρχικά ζητούσε ο πρόεδρος Τραμπ.
Πριν δούμε αναλυτικά πώς η έλλειψη χρηματοδότησης επηρεάζει την αμερικανική κυβέρνηση, έχει σημασία το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνει, αλλά και αυτό που φανερώνει. Ο πρόεδρος Τραμπ αποξενώνει για άλλη μια φορά σημαντικούς του συμμάχους, όπως τον Μιτς ΜακΚόνελ, τον επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, ο οποίος έχασε σημαντικό μέρος του κύρους του, όταν οι συμφωνίες που έκανε με Γερουσιαστές στο κόμμα του, αλλά και στο κόμμα των Δημοκρατικών ακυρώθηκαν εκ των πραγμάτων από την αλλαγή στάσης του προέδρου Τραμπ και την επιστροφή του στην απαίτηση χρηματοδότησης του τείχους. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ΜακΚόνελ, όπως τονίζει το Politico, σταμάτησε να διαπραγματεύεται με τους συναδέλφους του, και άφησε την Γερουσία να λύσει την συνεδρίασή της για τις γιορτές χωρίς να διακινδυνεύσει μια αβέβαιη παρασκηνιακή συμφωνία ή μια αβέβαιη φανερή ψηφοφορία. Είχε προηγηθεί η εμφατική του άρνηση να επιδιώξει την επιθυμία του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος ζητούσε τον περιορισμό της πλειοψηφίας που απαιτείται στη Γερουσία για την υπερψήφιση νομοσχεδίων, από τις 60 στις 51 ψήφους. Ακόμα σημαντικότερο είναι το γενικότερο επιχείρημα που διατυπώνει το Bloomberg, όταν παρατηρεί πως, παραδόξως, αυτή η επίδειξη ισχύος από τον πρόεδρο Τραμπ πραγματοποιείται μια στιγμή κατά την οποία η δύναμή του έχει κλονιστεί: Η παραίτηση του υπουργού Αμύνης Τζέιμς Μάτις, η αρνητική πορεία του χρηματιστηρίου και η έρευνα του ειδικού κατηγόρου Ρόμπερτ Μάλερ αφαιρούν σημαντικά χαρτιά από το φύλλο του Ντόναλντ Τραμπ.
Επί του πρακτέου, το χρηματοδοτικό αδιέξοδο σημαίνει πως το ¼ της αμερικανικής κυβέρνησης δεν μπορεί να λειτουργήσει (τα υπόλοιπα ¾ καλύπτονται από παλαιότερα νομοσχέδια, τα οποία εγγυώνται τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους μέχρι και τον Σεπτέμβριο). Τα τμήματα της κυβέρνησης που επηρεάζονται περιλαμβάνουν τα υπουργεία Γεωργίας, Εμπορίου, Εθνικής Ασφαλείας, Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Εξωτερικών, Μεταφορών, και Οικονομικών. Σε σύνολο 800.000 εργαζομένων, περίπου 380.000, όπως υπολογίζουν οι New York Times, θα αναγκαστούν να απέχουν από την εργασία τους ώστε να μην έχουν δικαίωμα οικονομικών αξιώσεων, ενώ οι υπόλοιποι, ως απαραίτητο προσωπικό, θα κληθούν να εργαστούν χωρίς εγγύηση πληρωμής, αν και σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις ανάλογου αδιεξόδου, το αμερικανικό Κογκρέσο είχε υπερψηφίσει την εκ των υστέρων πληρωμή τους. Η υποχρέωση αποχής από την εργασία τους δημιουργεί πλήθος προβλημάτων. Για παράδειγμα, όπως σχολιάζει η Washington Post, το υπουργείο Εσωτερικών σκοπεύει να ειδοποιήσει μέσω e-mail τους εργαζόμενους σε αυτό για το αν έχουν αξιολογηθεί ως απαραίτητο προσωπικό ή όχι. Το εντυπωσιακό πρόβλημα είναι πως οι εργαζόμενοι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν πρέπει να ελέγχουν τα εργασιακά τους e-mail όταν η κυβέρνηση βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, τα ταχυδρομεία, ο στρατός και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας δεν θα επηρεαστούν. Άλλωστε, η κυβέρνηση έχει κάποια πείρα πια: Μόνο επί της παρούσας σύνθεσης, με τους Ρεπουμπλικανούς να ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, αυτή είναι η τρίτη φορά που ξεμένει από χρήματα. Κάπως έτσι, λοιπόν, ενώ διάφορα εθνικά πάρκα θα είναι κλειστά, ενώ τόσα υπουργεία ψάχνονται να βρουν ποιοι εργαζόμενοι τους είναι απαραίτητοι και ποιοι όχι, το σίγουρο είναι ότι το NORAD θα παρακολουθεί την πορεία του Άγιου Βασίλη.
Πηγή: ΕΡΤ