Μικροί σεισμοί προκαλούνται και από την έκλυση φυσικού αερίου στο υπέδαφος, σύμφωνα με γεωεπιστήμονες
Σεισμούς που δεν προκαλούνται από την μετακίνηση των τεκτονικών πλακών αλλά από την έκλυση φυσικού αερίου στο υπέδαφος, ανίχνευσαν Γάλλοι, Γερμανοί και Τούρκοι γεωεπιστήμονες, οι οποίοι μελετούν την περιοχή Κωνσταντινούπολης-Μαρμαρά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Λουί Ζελί του Γαλλικού Κέντρου Ερευνών Ifremer και τον Μάρκο Μπόνχοφ του Γερμανικού Ερευνητικού Κέντρου Γεωεπιστημών GFZ του Πότσνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Scientific Reports», ανέλυσαν σεισμικά δεδομένα από τη Θάλασσα του Μαρμαρά.
Διαπίστωσαν ότι μετά από έναν σεισμό ακόμη και 5,1 Ρίχτερ, είναι δυνατό να διαταραχθεί ένα γειτονικό κοίτασμα φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να δραπετεύσει το αέριο, να κινηθεί προς τα πάνω και να προκαλέσει με τη σειρά του νέους πιο ασθενείς μετασεισμούς.
Η μητροπολιτική περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπου ζουν περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι, είναι ιδιαίτερα σεισμογενής. Οι ξένοι επιστήμονες εκτιμούν ότι υπάρχει πιθανότητα 35% έως 70% να υπάρξει εκεί ένας σεισμός άνω των επτά βαθμών έως το 2040.
Οι ερευνητές επισήμαναν ότι οι σεισμοί που προκαλούνται από τα αέρια, συμβαίνουν συνήθως σε πολύ ρηχά βάθη κάτω από το βυθό. Ο ακριβής μηχανισμός τους δεν είναι ακόμη σαφής. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μπορεί το μετακινούμενο φυσικό αέριο να ενεργοποιεί προϋπάρχοντα μικρά ρήγματα ή να προκαλεί ταλαντώσεις σε υπόγειες κοιλότητες γεμάτες με νερό.
Όπως είπε ο Μπόνχοφ, τα νέα ευρήματα για τον ρόλο του φυσικού αερίου, «δεν μεταβάλλουν κατ’ ανάγκη το σεισμικό κίνδυνο για την περιοχή της Ιστανμπούλ, όμως πρέπει πλέον να ληφθούν υπόψη στα διάφορα σενάρια μελλοντικών σεισμών, ώστε αυτά να γίνουν πιο ρεαλιστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε μια παράμετρο που έως τώρα έχει περάσει τελείως απαρατήρητη από το κοινό, ότι η γειτνίαση του Ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας και των κοιτασμάτων του αερίου συνιστά ένα πρόσθετο σεισμικό κίνδυνο».
Ο Γερμανός γεωφυσικός πρόσθεσε ότι επειδή μεγάλες δεξαμενές φυσικού αερίου έχουν κατασκευασθεί στην ξηρά κοντά στο ρήγμα, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού, να προκληθεί διαρροή ή και έκρηξη του αερίου. «Κάτι τέτοιο αυξάνει τον κίνδυνο καταστροφών για τον πληθυσμό μετά από ένα σεισμό», προειδοποίησε.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.nature.com/articles/s41598-018-23536-7
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Λουί Ζελί του Γαλλικού Κέντρου Ερευνών Ifremer και τον Μάρκο Μπόνχοφ του Γερμανικού Ερευνητικού Κέντρου Γεωεπιστημών GFZ του Πότσνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Scientific Reports», ανέλυσαν σεισμικά δεδομένα από τη Θάλασσα του Μαρμαρά.
Διαπίστωσαν ότι μετά από έναν σεισμό ακόμη και 5,1 Ρίχτερ, είναι δυνατό να διαταραχθεί ένα γειτονικό κοίτασμα φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να δραπετεύσει το αέριο, να κινηθεί προς τα πάνω και να προκαλέσει με τη σειρά του νέους πιο ασθενείς μετασεισμούς.
Η μητροπολιτική περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπου ζουν περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι, είναι ιδιαίτερα σεισμογενής. Οι ξένοι επιστήμονες εκτιμούν ότι υπάρχει πιθανότητα 35% έως 70% να υπάρξει εκεί ένας σεισμός άνω των επτά βαθμών έως το 2040.
Οι ερευνητές επισήμαναν ότι οι σεισμοί που προκαλούνται από τα αέρια, συμβαίνουν συνήθως σε πολύ ρηχά βάθη κάτω από το βυθό. Ο ακριβής μηχανισμός τους δεν είναι ακόμη σαφής. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μπορεί το μετακινούμενο φυσικό αέριο να ενεργοποιεί προϋπάρχοντα μικρά ρήγματα ή να προκαλεί ταλαντώσεις σε υπόγειες κοιλότητες γεμάτες με νερό.
Όπως είπε ο Μπόνχοφ, τα νέα ευρήματα για τον ρόλο του φυσικού αερίου, «δεν μεταβάλλουν κατ’ ανάγκη το σεισμικό κίνδυνο για την περιοχή της Ιστανμπούλ, όμως πρέπει πλέον να ληφθούν υπόψη στα διάφορα σενάρια μελλοντικών σεισμών, ώστε αυτά να γίνουν πιο ρεαλιστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε μια παράμετρο που έως τώρα έχει περάσει τελείως απαρατήρητη από το κοινό, ότι η γειτνίαση του Ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας και των κοιτασμάτων του αερίου συνιστά ένα πρόσθετο σεισμικό κίνδυνο».
Ο Γερμανός γεωφυσικός πρόσθεσε ότι επειδή μεγάλες δεξαμενές φυσικού αερίου έχουν κατασκευασθεί στην ξηρά κοντά στο ρήγμα, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού, να προκληθεί διαρροή ή και έκρηξη του αερίου. «Κάτι τέτοιο αυξάνει τον κίνδυνο καταστροφών για τον πληθυσμό μετά από ένα σεισμό», προειδοποίησε.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.nature.com/articles/s41598-018-23536-7
πηγή ΕΡΤ