Έφυγε ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης Ελί Βιζέλ

Το ίδρυμα Γιαντ Βασέμ ανακοίνωσε τον θάνατο του Ελί Βίζελ, του ανθρώπου που επέζησε του Ολοκαυτώματος για να γίνει σπουδαίος συγγραφέας και νομπελίστας, καθηγητής και ακτιβιστής.


Γεννημένος το 1928, ο Βίζελ έγραψε δεκάδες βιβλία για τη ζωή του στα στρατόπεδα Αουσβιτς, Μπούνα και Μπούχενβαλντ. Το 1986, ο «αγγελιοφόρος της ανθρωπότητας», όπως τον αποκάλεσε η επιτροπή του βραβείου, τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.

«Το Γιαντ Βασέμ θρηνεί τον θάνατο του Ελί Βίζελ, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, Νομπελίστα, διακεκριμένο συγγραφέα», αναφέρεται στο λογαριασμό του ιδρύματος στο Twitter.

Τα πρώτα χρόνια

Το 1940 το Σίγκετ προσαρτήθηκε στην Ουγγαρία μετά από τη Δεύτερη Διαμεσολάβηση της Βιέννης. Το 1944, σε ηλικία 15 ετών, ο Ελί Βίζελ και η οικογένειά του μετεγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο από τα δύο γκέτο του Σίγκετ.

Στις 6 Μαΐου 1944 οι ουγγρικές αρχές επέτρεψαν στον γερμανικό στρατό να μεταφέρει την εβραϊκή κοινότητα του Σίγκετ στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Εκεί, ο Ελί σημαδεύτηκε με τον αριθμό κρατουμένου A-7713 στον αριστερό του βραχίονα. Χωριζόμενος από τη μητέρα και τις αδελφές του, πήγε στο ίδιο τμήμα με τον πατέρα του, με τον οποίο στάλθηκαν στο συνδεδεμένο στρατόπεδο εργασίας Μπούμα, παράρτημα του Άουσβιτς ΙΙΙ (Μόνοβιτς). Κατόρθωσε να μείνει κοντά στον πατέρα του για περισσότερους από οκτώ μήνες, καθώς υποχρεώθηκαν να εργάζονται υπό ακραίες συνθήκες. Προς το τέλος του πολέμου τους μετακινούσαν ανάμεσα σε τρία στρατόπεδα.

Στις 29 Ιανουαρίου 1945, λίγες εβδομάδες αφότου οι δυο τους μεταφέρθηκαν στο Μπούχενβαλντ, ο πατέρας του Βίζελ ξυλοκοπήθηκε από έναν φρουρό των SS, ενώ την ίδια στιγμή υπέφερε από δυσεντερία, ασιτία και εξάντληση. Χτυπήθηκε επίσης από συγκρατουμένους του για την τροφή του. Αργότερα θανατώθηκε ως ανίκανος για εργασία, λίγες μόνο εβδομάδες πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου από την τρίτη αμερικανική στρατιά, στις 11 Απριλίου.

Μετά την απελευθέρωση, ο Ελί Βίζελ κατέφυγε στη Γαλλία, όπου δίδαξε την εβραϊκή γλώσσα και εργάσθηκε για λίγο ως διευθυντής χορωδίας προτού γίνει επαγγελματίας δημοσιογράφος. Η γαλλική παρέμεινε η γλώσσα που θα χρησιμοποιούσε συχνότερη στη συγγραφή των έργων του και στο μέλλον. Συνεργαζόταν με γαλλικές και ισραηλινές εφημερίδες, όπως στη Tsien in Kamf (στη γίντις).

Το 1946, όταν έμαθε για τη βομβιστική επίθεση από την Ιργκούν στο ξενοδοχείο «Βασιλεύς Δαβίδ» στην Ιερουσαλήμ, ο Βίζελ επεχείρησε ανεπιτυχώς να ενταχθεί στο αντιστασιακό κίνημα κατά των Βρετανών στην Παλαιστίνη. Το 1948 μετέφρασε άρθρα από την εβραϊκή στη γίντις για λογαριασμό εκδόσεων της Ιργκούν, αλλά ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν υπήρξε μέλος της οργανώσεως. Το 1949 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Ισραήλ ως ανταποκριτής της γαλλικής εφημερίδας L'arche. Τότε προσλήφθηκε ως ανταποκριτής στο Παρίσι της ισραηλινής εφημερίδας Γιεντιότ Αχαρονότ, μετατρεπόμενος αργότερα σε ελεύθερο διεθνή ανταποκριτή της.

Επί μία δεκαετία μετά τον πόλεμο, ο Βίζελ αρνιόταν να γράψει ή να μιλήσει για τις εμπειρίες του κατά το Ολοκαύτωμα. Ωστόσο, μία συνάντησή του με τον Γάλλο συγγραφέα Φρανσουά Μωριάκ, που είχε τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1952 και τελικώς έγινε φίλος του, τον έπεισε να γράψει γι' αυτές. Επίσης έχει πει ότι μία συζήτηση που είχε με τον ραβίνο Μεναχέμ Μ. Σνήρσον υπήρξε ένα σημείο στροφής στο να αρχίσει να γράφει για το Ολοκαύτωμα.

Αρχικώς ο Βίζελ έγραψε το έργο των 900 σελίδων Un di velt hot geshvign (= «Και ο κόσμος παρέμεινε σιωπηλός») στη γίντις, που εκδόθηκε σε συντομευμένη μορφή στο Μπουένος Άιρες. Ξανάγραψε μία συντομευμένη εκδοχή του χειρογράφου στη γαλλική γλώσσα, που δημοσιεύθηκε ως το 127 σελίδων La Nuit και αργότερα μεταφράσθηκε στην αγγλική ως Night (ελλ. «Η νύχτα»). Ακόμα και με τη στήριξη του Μωριάκ, ο Βίζελ αντιμετώπισε δυσκολίες να βρει εκδότη, και όταν εκδόθηκε, πούλησε λίγα μόνο αντίτυπα.

Το 1960 ο Άρθουρ Γουάνγκ των Hill & Wang συμφώνησε να εκδώσει τη Νύχτα στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους. Ο πράκτοράς του ήταν (και παρέμεινε για πάντα) ο Τζωρτζ Μπόρτσαρντ, που τότε βρισκόταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του.

Το βιβλίο πούλησε μόλις 1.046 αντίτυπα στους επόμενους 18 μήνες, αλλά προσέλκυσε το ενδιαφέρον από κριτικούς, κάτι που οδήγησε σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις με τον συγγραφέα και συναντήσεις με λογοτέχνες όπως τον Σολ Μπέλοου. Επίσης, το βιβλίο και θεατρικό έργο του 1979 The Trial of God (= «Ο Θεός δικάζεται») λέγεται ότι βασίσθηκε στην εμπειρία του στο Άουσβιτς, όπου τρεις Εβραίοι κοντά στον θάνατο κάνουν μία δίκη κατά του Θεού με την κατηγορία ότι υπήρξε καταπιεστικός προς τον εβραϊκό λαό. Ως προς τις προσωπικές του πεποιθήσεις, ο Βίζελ αποκαλούσε τον εαυτό του αγνωστικιστή.

Η «Νύχτα» έχει πλέον μεταφρασθεί σε 30 γλώσσες και περί το 1997 πουλούσε 300 χιλιάδες αντίτυπα ετησίως στις ΗΠΑ. Τον Μάρτιο του 2006 περί τα 6 εκατομμύρια αντίτυπα είχαν πουληθεί διαχρονικά στις ΗΠΑ. Τον Ιανουάριο του 2006 η Όπρα Γουίνφρεϊ επέλεξε το βιβλίο για τη λέσχη βιβλίου της.

Ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Όρσον Γουέλς προσέγγισε τον Βίζελ για να γυρίσει τη Νύχτα σε ταινία. Ο συγγραφέας αρνήθηκε, λέγοντας ότι αυτό το πολυδιαβασμένο βιβλίο αναμνήσεων θα έχανε τη σημασία του αν το αφηγούνταν χωρίς «τις σιωπές ανάμεσα στις λέξεις του».

Η ζωή στις ΗΠΑ

Το 1955 ο Βίζελ εγκαταστάθηκε στην Ουάσινγκτον, μόλις πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Η υπηκοότητα του προσφέρθηκε για να λυθεί η εκκρεμότητα τού ότι παρέμενε με ληγμένη βίζα στη Νέα Υόρκη εξαιτίας ενός τραυματισμού.

Το 1964 νυμφεύθηκε τη Μάριον Έρστερ Ρόουζ, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον Ελίσα. Στις ΗΠΑ ο Βίζελ συνέγραψε περισσότερα από 40 βιβλία, τόσο μυθιστορήματα, όσο και ιστορικά, και κέρδισε πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Τα γραπτά του θεωρούνται πλέον από τα πλέον σημαντικά στη βιβλιογραφία του Ολοκαυτώματος. Ορισμένοι ιστορικοί τον θεωρούν ως τον άνθρωπο που έδωσε στον όρο «Ολοκαύτωμα» τη σημερινή σημασία του, αλλά ο ίδιος δεν αισθάνεται ότι η λέξη περιγράφει ικανοποιητικά το γεγονός.

Ο Βίζελ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1986 για τις ομιλίες και τα κείμενά του εναντίον της βίας, των πολιτικών διώξεων και του ρατσισμού. Εκτός αυτού, είχε λάβει και πολλά άλλα βραβεία και άλλες τιμητικές διακρίσεις για το έργο του, μεταξύ των οποίων το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου το 1985 και το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας.

Είχε εκδώσει δύο τόμους απομνημονευμάτων. Ο πρώτος, με τίτλο «Όλα τα ποτάμια ρέουν στη θάλασσα», εκδόθηκε το 1994 και καλύπτει τη ζωή του μέχρι το 1969. Ο δεύτερος , με τίτλο «Και η θάλασσα δεν γεμίζει ποτέ», εκδόθηκε το 1999 και καλύπτει την περίοδο 1969-1999.

Ο Βίζελ και η σύζυγός του Μάριον ίδρυσαν το Ίδρυμα Ελί Βιζέλ για την Ανθρωπότητα (Elie Wiesel Foundation for Humanity). Ο Ελί χρημάτισε πρόεδρος της αμερικανικής προεδρικής επιτροπής για το Ολοκαύτωμα (U.S. Holocaust Memorial Council) από το 1978 ως το 1986, πρωτοστατώντας στην ανέγερση του Αμερικανικού Μουσείου Μνήμης Ολοκαυτώματος (United States Holocaust Memorial Museum) στην Ουάσινγκτον.

Έτρεφε μια αγάπη προς τη διδασκαλία και κατείχε την έδρα Andrew Mellon των Επιστημών του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου συνδέθηκε με φιλία με τον πρώην πρόεδρο και πρύτανη του πανεπιστημίου Τζων Σίλμπερ. Επιπλέον, από το 1972 μέχρι το 1976, ο Βιζέλ διετέλεσε «διακεκριμένος Καθηγητής» στο Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης (CUNY) και μέλος της Αμερικανικής Διδασκαλικής Ομοσπονδίας. Το 1982 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Από το 1997 ως το 1999 ήταν επισκέπτης καθηγητής ιουδαϊκών σπουδών στο Κολέγιο Μπάρναρντ του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης.

Ο συγγραφέας απέκτησε επιπλέον φήμη δίνοντας διαλέξεις σε όλο τον κόσμο σχετικά με τη γενοκτονία των Εβραίων και το Ολοκαύτωμα. Ως πολιτικός ακτιβιστής, είχε υποστηρίξει πολλούς σκοπούς και ομάδες ανθρώπων, όπως τα θύματα του «απαρτχάιντ» στη Νότια Αφρική, τους «εξαφανισμένους» (Desaparecidos) της Αργεντινής, τα θύματα του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τους Ινδιάνους Μισκίτο της Νικαράγουα και τους Κούρδους.

Το 2004 υπεστήριξε την επέμβαση στο Νταρφούρ του Σουδάν κατά την έκτακτη σύνοδο κορυφής για το Νταρφούρ στη Νέα Υόρκη. Τέθηκε επίσης επικεφαλής μιας επιτροπής που συνέστησε η ρουμανική κυβέρνηση για τη διερεύνηση και τη συγγραφή αναφοράς (που δημοσιεύθηκε το 2004) για την πραγματική ιστορία του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία και τη συμμετοχή του τότε φιλογερμανικού καθεστώτος της χώρας σε θηριωδίες κατά των Εβραίων και άλλων εθνοτικών ομάδων, όπως των τσιγγάνων. Η ρουμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε την αναφορά της επιτροπής και συμφώνησε στην υλοποίηση των συστάσεών της για εκπαίδευση των πολιτών της στην ιστορία του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία. Η επιτροπή αυτή, που είχε τον επίσημο τίτλο «Διεθνής Επιτροππή για τη Μελέτη του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία», έγινε αργότερα γνωστή και ως «Επιτροπή Βιζέλ».

Το 2002 είχε εγκαινιάσει το Μουσείο Οικίας Elie Wiesel στο Σίγκετ, στο σπίτι των παιδικών του χρόνων.

Τα τελευταία χρόνια

Στις αρχές του 2006 ο Βιζέλ ταξίδεψε μέχρι το Άουσβιτς με την Όπρα Γουίνφρεϊ, μία επίσκεψη που μεταδόθηκε ως μέρος της εκπομπής της στις 24 Μαΐου 2006. Τότε ο Βιζέλ δήλωσε ότι αυτό θα ήταν μάλλον η τελευταία του επίσκεψη εκεί. Τον Σεπτέμβριο του 2006, παρουσιάσθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ μαζί με τον ηθοποιό Τζωρτζ Κλούνεϊ για να επιστήσει την προσοχή στην ανθρωπιστική κρίση στο Νταρφούρ.

Κατά τη διαδικασία επιλογής υποψηφίου του κόμματος Καντίμα το 2007 για την Προεδρία του Κράτους του Ισραήλ, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ λέγεται ότι προσέφερε στον Ελί Βιζέλ την υποψηφιότητα (και, ως υποψηφιότητα του κυβερνώντος κόμματος, πιθανότατα και την προεδρία), αλλά ο Βιζέλ «δεν ενδιαφερόταν και πολύ». Τελικώς ο Σιμόν Πέρες επιλέχθηκε ως ο υποψήφιος του Καντίμα και εκλέχθηκε πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ.

Το 2007 το Ίδρυμα Ελί Βιζέλ για την Ανθρωπότητα εξέδωσε μία ανοικτή επιστολή που καταδίκαζε την άρνηση της Αρμενικής γενοκτονίας. Η επιστολή υπογράφηκε από 53 προσωπικότητες τιμημένες με Βραβείο Νόμπελ, μεταξύ των οποίων και από τον Βιζέλ. Σημειωτέον ότι ο Βιζέλ είχε επανειλημμένα αποκαλέσει την 90χρονη εκστρατεία της Τουρκίας για την υποβάθμιση των δράσεών της κατά τη Γενοκτονία των Αρμενίων «διπλό σκοτωμό».

Ο Βιζέλ και η σύζυγός του είχαν επενδύσει όλες τις οικονομίες τους, και το ίδρυμά τους σχεδόν όλο το ενεργητικό του (περίπου 15,2 εκατομμύρια δολάρια) στο «σχήμα Ponzi» του Αμερικανοεβραίου συμβούλου επενδύσεων, χρηματιστή και απατεώνα Μπέρναρντ Μέιντοφ, με αποτέλεσμα την απώλειά τους. Ωστόσο, παρότι δεν είναι γνωστό το ακριβές ποσοστό, μέχρι τον Απρίλιο του 2013 τα θύματα της απάτης εκτιμάται ότι είχαν κατορθώσει να επανακτήσουν το 53% των χρημάτων τους. Σε άρθρο του στους New York Times ο Βιζέλ αποκάλεσε τον Μέιντοφ «κλέφτη, παλιάνθρωπο και εγκληματία».

Στις 5 Ιουνίου 2009 ο Βιζέλ συνόδευσε τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ καθώς περιηγήθηκαν στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ.

Τον Ιούνιο του 2012 διαμαρτυρήθηκε ενάντια στο «ξέπλυμα των τραγικών και εγκληματικών γεγονότων» που έλαβαν χώρα στην Ουγγαρία κατά των Εβραίων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επέστρεψε το παράσημο που του είχε απονείμει η ουγγρική κυβέρνηση κατά την εκεί επίσκεψή του τον Δεκέμβριο του 2009 και απέστειλε επιστολή στον πρόεδρο του ουγγρικού κοινοβουλίου Λάσλο Κέβερ, στην οποία τον επέκρινε για τη συμμετοχή του σε τελετή στη μνήμη του Γιόζεφ Nyírő, ενός συγγραφέα και πιστού μέλους του φασιστικού κοινοβουλίου της Ουγγαρίας κατά τον πόλεμο.

Ο Βιζέλ έγραφε στην επιστολή του:

«Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πως οι νέες αρχές της Ουγγαρίας ενθαρρύνουν το ξέπλυμα των τραγικών και εγκληματικών γεγονότων του παρελθόντος της χώρας, και συγκεκριμένα της αναμίξεως των ουγγρικών κυβερνήσεων του πολέμου στην απέλαση και τη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων εβραϊκής καταγωγής πολιτών τους. Θεωρώ εξοργιστικό το ότι ο πρόεδρος της ουγγρικής εθνοσυνελεύσεως θα μπορούσε ποτέ να συμμετάσχει σε μία τελετή προς τιμή ενός Ούγγρου ιδεολόγου του φασισμού.»

Ο Κέβερ απάντησε στον Βιζέλ ότι οι Αμερικανοί, Βρετανοί και Σοβιετικοί στρατηγοί στην Επιτροπή Ελέγχου των Συμμάχων είχαν δηλώσει το 1945 και το 1947 ότι ο Nyirő δεν ήταν εγκληματίας πολέμου, ούτε φασίστας, ούτε αντισημίτης, όταν αρνήθηκαν δις να τον εκδώσουν στην Ουγγαρία μετά από αίτημα του τότε κομμουνιστικού καθεστώτος.

Η επίθεση του 2007

Την 1η Φεβρουαρίου 2007 ο Βιζέλ δέχθηκε επίθεση σε ξενοδοχείο του Σαν Φρανσίσκο από έναν 22χρονο αρνητή του Ολοκαυτώματος, τον Έρικ Χαντ, που προσπάθησε να τον σύρει μέσα σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου.Ο Βιζέλ δεν τραυματίσθηκε και ο Χαντ διέφυγε.

Αργότερα, ο Χαντ καυχήθηκε για το περιστατικό στον διαβόητο αντισημιτικό ιστότοπο Stormfront. Περίπου ένα μήνα αργότερα συνελήφθη και κατηγορήθηκε για αρκετά αδικήματα. Καταδικάσθηκε στις 21 Ιουλίου 2008 σε διετή φυλάκιση για τρία από αυτά, αλλά του αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς και ελευθερώθηκε με αναστολή με τον όρο να υποβληθεί σε ψυχιατρική θεραπεία. Αθωώθηκε για τις κατηγορίες της απόπειρας απαγωγής και της ενοχλητικής παρακολούθησης (stalking).

Η Γενική Εισαγγελέας της Καλιφόρνια Καμάλα Χάρις δήλωσε: «Τα εγκλήματα με κίνητρο το μίσος είναι από τα πλέον αποτρόπαια αδικήματα... Ο κατηγορούμενος υποχρεώθηκε να αναλάβει την ευθύνη για μία αναίτια, με μόνο λόγο την προκατάληψη, επίθεση εναντίον ενός ανθρώπου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ειρήνη.». Κατά την απολογία του, ο Χαντ ζήτησε συγγνώμη και επέμεινε ότι δεν αρνείται πλέον το Ολοκαύτωμα.



πηγή wikipedia
Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 03/07/2016 - 12:28