Πέθανε η Ιταλίδα ηθοποιός Λάουρα Αντονέλι
Η Ιταλίδα ηθοποιός Λάουρα Αντονέλι, που έγινε διάσημη για τον ρόλο της στην ταινία «Μαλίτσια», βρέθηκε την Δευτέρα νεκρή στην κατοικία της στο Λαντισπόλι.
Σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, η αιτία θανάτου της ηθοποιού ήταν καρδιακή προσβολή. Την ηθοποιό βρήκε νεκρή η οικιακή βοηθός της.
Τον ερχόμενο Νοέμβριο, η πρωταγωνίστρια της αξέχαστης Μαλίτσια, του Σαλβατόρε Σαμπέρι, θα γινόταν 74 ετών.
Από τα γνωστότερα, επίσης, έργα στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει, ο ιταλικός τύπος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο Sessomatto, του Ντίνο Ρίζι, του 1973, και στο «θεϊκό Πλάσμα» (Divina Creatura) του Πασκουάλε Φέστα Καμπανίλε, το οποίο και γυρίστηκε το 1975.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μαλίτσια, πριν σαράντα δυο χρόνια, είχε σπάσει ρεκόρ εισπράξεων, ξεπερνώντας τα έξι δισεκατομμύρια λιρέτες, ένα αστρονομικό για την εποχή ποσό.
«Το βλέμμα της ήταν αισθησιακό, όσο λίγων ηθοποιών, χάρη και στην ελαφρά μυωπία της», γράφει η ιταλική εφημερίδα Λα Ρεπούμπλικα.
«Είναι πολύ άδικο το ότι μια τέτοια συνάδελφος πέθανε με αυτό τον τρόπο, μέσα στην μοναξιά», δήλωσε αμέσως μετά την μετάδοση της είδησης του θανάτου της Λάουρα Αντονέλλι ο Ιταλός κωμικός ηθοποιός Λίνο Μπάνφι ο οποίος είχε συνεργαστεί επανειλημμένα μαζί της.
Οι σχολιαστές αναφέρουν ότι η δικαστική περιπέτεια την οποία αντιμετώπισε η Αντονέλλι στην δεκαετία του '90 για κατοχή μικρής ποσότητα ναρκωτικών (με τελική αθώωση, αφού κρίθηκε ότι επρόκειτο για ουσίες που κατείχε για προσωπική και μόνον χρήση) κλόνισε ανεπανόρθωτα την ψυχική της γαλήνη, προκαλώντας της μεγάλη πικρία.
Η τελευταία της ερμηνεία, στον κινηματογράφο, ήταν στο Μαλίτσια 2000, το 1991, με σκηνοθέτη, πάντα, τον Σαλβατόρε Σαμπέρι. Μια σειρά από ενέσεις κολλαγόνου στις οποίες την είχαν πείσει να υποβληθεί για να μπορέσει να φανεί νεώτερη, της είχαν προκαλέσει σοβαρή αλλεργική αντίδραση, παραμορφώνοντάς της, για αρκετό καιρό, το πρόσωπο.
Τα τελευταία χρόνια, όταν συνάδελφοι της του κινηματογράφου είχαν απευθύνει έκκληση να δοθεί στην Λάουρα Αντονέλλι το δημόσιο οικονομικό βοήθημα που προβλέπεται για τους καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, η ίδια είχε ζητήσει «να την ξεχάσουν και να μην ασχοληθούν, πλέον, μαζί της».
Η Λάουρα Αντονέλι γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1941 στην πόλη Πούλα της Κροατίας, που ονομαζόταν εκείνη την εποχή Πόλα και ανήκε στην Ιταλία.
Η ηθοποιός έγινε κυρίως διάσημη για τους ρόλους της σε ιταλικές ερωτικές κωμωδίες που γυρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τη δεκαετία του '70., όπως η «Σεξουαλική επανάσταση» που γυρίστηκε το 1968 ή η «Μαλίτσια» που γυρίστηκε το 1973.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του ιταλικού κινηματογράφου, όπως ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Ντίνο Ρίζι, ο Ετορε Σκόλα και ο Λουίτζι Κομεντσίνι.
Υπήρξε σύντροφος του Γάλλου ηθοποιού Ζαν-Πολ Μπελμοντό από το 1972 έως το 1980, την εποχή που ζούσε στο Παρίσι και γύριζε ταινίες με Γάλλους σκηνοθέτες.
Η καριέρα της τελείωσε τη δεκαετία του '80 με πολλές αποτυχημένες πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις και δικαστικά προβλήματα λόγω δεκάδων γραμμαρίων κοκαΐνης που βρέθηκαν στην έπαυλή της εκείνη την εποχή.
Από τότε ζούσε απομονωμένη στο Λαντισπόλι, σε απόσταση περίπου 40 χλμ. από τη Ρώμη.
Σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, η αιτία θανάτου της ηθοποιού ήταν καρδιακή προσβολή. Την ηθοποιό βρήκε νεκρή η οικιακή βοηθός της.
Τον ερχόμενο Νοέμβριο, η πρωταγωνίστρια της αξέχαστης Μαλίτσια, του Σαλβατόρε Σαμπέρι, θα γινόταν 74 ετών.
Από τα γνωστότερα, επίσης, έργα στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει, ο ιταλικός τύπος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο Sessomatto, του Ντίνο Ρίζι, του 1973, και στο «θεϊκό Πλάσμα» (Divina Creatura) του Πασκουάλε Φέστα Καμπανίλε, το οποίο και γυρίστηκε το 1975.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μαλίτσια, πριν σαράντα δυο χρόνια, είχε σπάσει ρεκόρ εισπράξεων, ξεπερνώντας τα έξι δισεκατομμύρια λιρέτες, ένα αστρονομικό για την εποχή ποσό.
«Το βλέμμα της ήταν αισθησιακό, όσο λίγων ηθοποιών, χάρη και στην ελαφρά μυωπία της», γράφει η ιταλική εφημερίδα Λα Ρεπούμπλικα.
«Είναι πολύ άδικο το ότι μια τέτοια συνάδελφος πέθανε με αυτό τον τρόπο, μέσα στην μοναξιά», δήλωσε αμέσως μετά την μετάδοση της είδησης του θανάτου της Λάουρα Αντονέλλι ο Ιταλός κωμικός ηθοποιός Λίνο Μπάνφι ο οποίος είχε συνεργαστεί επανειλημμένα μαζί της.
Οι σχολιαστές αναφέρουν ότι η δικαστική περιπέτεια την οποία αντιμετώπισε η Αντονέλλι στην δεκαετία του '90 για κατοχή μικρής ποσότητα ναρκωτικών (με τελική αθώωση, αφού κρίθηκε ότι επρόκειτο για ουσίες που κατείχε για προσωπική και μόνον χρήση) κλόνισε ανεπανόρθωτα την ψυχική της γαλήνη, προκαλώντας της μεγάλη πικρία.
Η τελευταία της ερμηνεία, στον κινηματογράφο, ήταν στο Μαλίτσια 2000, το 1991, με σκηνοθέτη, πάντα, τον Σαλβατόρε Σαμπέρι. Μια σειρά από ενέσεις κολλαγόνου στις οποίες την είχαν πείσει να υποβληθεί για να μπορέσει να φανεί νεώτερη, της είχαν προκαλέσει σοβαρή αλλεργική αντίδραση, παραμορφώνοντάς της, για αρκετό καιρό, το πρόσωπο.
Τα τελευταία χρόνια, όταν συνάδελφοι της του κινηματογράφου είχαν απευθύνει έκκληση να δοθεί στην Λάουρα Αντονέλλι το δημόσιο οικονομικό βοήθημα που προβλέπεται για τους καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, η ίδια είχε ζητήσει «να την ξεχάσουν και να μην ασχοληθούν, πλέον, μαζί της».
Η Λάουρα Αντονέλι γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1941 στην πόλη Πούλα της Κροατίας, που ονομαζόταν εκείνη την εποχή Πόλα και ανήκε στην Ιταλία.
Η ηθοποιός έγινε κυρίως διάσημη για τους ρόλους της σε ιταλικές ερωτικές κωμωδίες που γυρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τη δεκαετία του '70., όπως η «Σεξουαλική επανάσταση» που γυρίστηκε το 1968 ή η «Μαλίτσια» που γυρίστηκε το 1973.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του ιταλικού κινηματογράφου, όπως ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Ντίνο Ρίζι, ο Ετορε Σκόλα και ο Λουίτζι Κομεντσίνι.
Υπήρξε σύντροφος του Γάλλου ηθοποιού Ζαν-Πολ Μπελμοντό από το 1972 έως το 1980, την εποχή που ζούσε στο Παρίσι και γύριζε ταινίες με Γάλλους σκηνοθέτες.
Η καριέρα της τελείωσε τη δεκαετία του '80 με πολλές αποτυχημένες πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις και δικαστικά προβλήματα λόγω δεκάδων γραμμαρίων κοκαΐνης που βρέθηκαν στην έπαυλή της εκείνη την εποχή.
Από τότε ζούσε απομονωμένη στο Λαντισπόλι, σε απόσταση περίπου 40 χλμ. από τη Ρώμη.