Φωτογραφία αρχείου
Συγνώμη ζητεί η CIA για τις παρακολουθήσεις Αμερικανών γερουσιαστών
Συγνώμη ζήτησε την Πέμπτη ο διευθυντής της CIA Τζον Μπρέναν από τη Γερουσία των ΗΠΑ επειδή η Υπηρεσία παρακολουθούσε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους οποίους χρησιμοποιούσαν τα μέλη της Επιτροπής Πληροφοριών του σώματος που ερευνούσαν τις μεθόδους ανάκρισης της CIA, αλλά και τις πληροφορίες για την ύπαρξη μυστικών φυλακών.
Τον περασμένο Μάρτιο είχε ξεσπάσει σάλος όταν η πρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας Νταϊάν Φαϊνστάιν κατηγόρησε δημοσίως τη CIA ότι παρακολουθούσε παρανόμως τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των ερευνητών.
Η Επιτροπή είχε αποκτήσει πρόσβαση σε εκατομμύρια απόρρητα έγγραφα τα οποία οι ερευνητές αποθήκευαν και μελετούσαν στους υπολογιστές ενός δικτύου, του RDINet, το οποίο είχε δημιουργήσει ακριβώς για τον σκοπό αυτό η ίδια η CIA σε ένα «ασφαλές» κτήριο στη Βιρτζίνια.
Η Επιτροπή είχε αποκτήσει πρόσβαση σε εκατομμύρια απόρρητα έγγραφα τα οποία οι ερευνητές αποθήκευαν και μελετούσαν στους υπολογιστές ενός δικτύου, του RDINet, το οποίο είχε δημιουργήσει ακριβώς για τον σκοπό αυτό η ίδια η CIA σε ένα «ασφαλές» κτήριο στη Βιρτζίνια.
Θεωρητικά, η αμερικανική μυστική υπηρεσία δεν έπρεπε να έχει πρόσβαση στο δίκτυο αυτό. Όμως, σύμφωνα με τη Φαϊνστάιν η CIA παρέκαμψε αυτήν την απαγόρευση για να διαγράψει έγγραφα που θεωρούσε «παρεξηγήσιμα».
Ο διευθυντής της CIA είχε αρχικά αρνηθεί ότι η υπηρεσία κατασκόπευε τους γερουσιαστές, ωστόσο ζήτησε να διενεργηθεί εσωτερική έρευνα για την υπόθεση. «Ο διευθυντής Μπρέναν ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της έρευνας του γενικού επιθεωρητή που περιλαμβάνει την άποψη σύμφωνα με την οποία ορισμένοι εργαζόμενοι δεν τήρησαν τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί μεταξύ της Επιτροπής και της CIA το 2009» ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Ντιν Μπόιντ, ο εκπρόσωπος της υπηρεσίας.
«Ο διευθυντής ενημέρωσε την πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής για τα συμπεράσματα και τους ζήτησε συγγνώμη για τις ενέργειες των πρακτόρων της CIA που περιγράφονται στην έκθεση», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.
Πηγή: ΑΜΠΕ, Reuters