ΤΟ ΟΧΙ ΔΕΝ ΗΤΤΗΘΗΚΕ
ΜΕ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ, ΧΩΡΙΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑ, ΧΡΕΟΣ, ΕΥΡΩ.
Της ΜΑΡΙΑΝΑΣ ΤΣΙΧΛΗ*
Αυτά τα κόμματα που εμφανίζονται από τις δημοσκοπήσεις να λαμβάνουν πάνω από το 70% της προτίμησης του εκλογικού σώματος συγκροτούν μία ενότητα, το κόμμα του ευρώ, το κόμμα των μνημονίων. Το κοινό πολιτικό πρόγραμμά τους είναι η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, στη βάση του οποίου θα συνεργαστούν και θα συγκυβερνήσουν μετά τις εκλογές. Ακόμα και η θέση Τσίπρα από το καμία συγκυβέρνηση μετατοπίστηκε στη συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι και από εκεί στην αναζήτηση συμφωνιών για μεγάλο συνασπισμό.
Επιχειρείται έτσι να ολοκληρωθεί ο εμπαιγμός και η πλήρης διαστρέβλωση της λαϊκής βούλησης, όπως εκφράστηκε στις 5 Ιουλίου. Το μαζικό, λαϊκό, ταξικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος δεν ήταν όχι στην πρόταση της τρόικας και ναι σε ένα ακόμα χειρότερο τρίτο μνημόνιο, ούτε ήταν όχι διεκδίκησης καλύτερων ισοδύναμων μέτρων. Ήταν ΟΧΙ που διεκδικούσε το τέλος των μνημονίων, της επιτροπείας και της λιτότητας. Σε αυτές τις εκλογές επιχειρείται η πλήρης ανατροπή αυτού του ΟΧΙ, των ρήξεων και των μετατοπίσεων που συνέβησαν τα πέντε χρόνια των μνημονίων. Επιχειρείται μέσα από την μνημονιακή αντιδραστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την εσπευσμένη προκήρυξη εκλογών - με την συναίνεση και την καθοδήγηση των πολιτικών ελίτ της Ε.Ε. - να επικυρωθεί μέσα από την ψήφο του λαού η συναίνεση στην υλοποίηση των μνημονίων και η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από την νεοφιλελεύθερη αντιδραστική αναδιάρθρωση.
Όμως, το δημοψήφισμα έδειξε ότι στην Ελλάδα των μνημονίων υπάρχουν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο κόσμος του ΝΑΙ, όλοι όσοι όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από τη στρατηγική της ΟΝΕ κέρδισαν τεράστιο πλούτο, κοινωνική και πολιτική ισχύ, τραπεζίτες, μεγαλοκατασκευαστές, εφοπλιστές, αλλά και τα εύπορα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που τους ακολουθούν για να περιφρουρήσουν την οικονομική και κοινωνική τους θέση. Και μαζί με αυτούς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, η ΕΕ και η Ευρωζώνη που έδειξαν με ολοκάθαρο τρόπο το πραγματικό τους πρόσωπο. Η ίδια στρατηγική, ευρώ, μνημόνια, λιτότητα είναι για όλους αυτούς αδιαπραγμάτευτη, γι’ αυτό και συνασπίστηκαν την περίοδο του δημοψηφίσματος, μόλις πριν δύο μήνες, χωρίς καμία ρωγμή, μαζί με τα media, τις εταιρίες δημοσκοπήσεων και ένα σύνολο μηχανισμών για να δώσουν με τον πιο λυσσαλέο τρόπο τη μάχη του ναι. Γι’ αυτό την τελευταία πενταετία επιχειρούν να επιβάλλουν μία συνωμοσία της σιωπής, όπου όποιος αφίσταται από την κυρίαρχη αφήγηση και υποστηρίζει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, αποκλείεται αυτομάτως από το δημόσιο διάλογο, ενώ η υποστήριξη της εξόδου από την ΟΝΕ και της σύγκρουσης με την Ε.Ε. τείνει να μετατραπεί σε πολιτικό ιδιώνυμο.
Όμως, την 5η Ιουλίου μίλησε ένας άλλος κόσμος, που η φωνή του ακούγεται μόνο στις κοινωνικές συγκρούσεις, στα κινήματα και στο δρόμο ή και τις περισσότερες φορές δεν ακούγεται καθόλου. Ο κόσμος του ΟΧΙ. Τα μεγαλύτερα τμήματα των εργαζομένων, οι άνεργοι, η πλειοψηφία της κοινωνίας που εδώ και πέντε χρόνια έχει υποστεί τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές απώλειες. Τα λαϊκά νοικοκυριά που ακόμα και τα λίγα περιουσιακά στοιχεία που είχαν εξανεμίζονται με την εξαντλητική φορολόγηση ή είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες, ως εγγυήσεις δανείων που αδυνατούν να αποπληρώσουν. Το συντριπτικό κομμάτι της νεολαίας που με τις πολιτικές που εφαρμόζονται από τις κυρίαρχες τάξεις και παροξύνθηκαν φοβερά από τα μνημόνια δεν έχει καμία προοπτική. Η νεολαία της ανεργίας σε ποσοστά 60% και της εργασιακής περιπλάνησης. Η νεολαία της μετανάστευσης. Την πενταετία των μνημονίων οι μεταναστευτικές ροές έχουν φτάσει τις 120.000 – 130.000 κατ’ έτος και σε συντριπτικό βαθμό αφορούν το πιο επιστημονικά αναβαθμισμένο δυναμικό.
Αποτελεί σύνηθες κλισέ να αναδεικνύεται η κρισιμότητα της συγκυρίας και ειδικά κάθε εκλογικής αναμέτρησης. Λίγες φορές αυτή η διαπίστωση έχει βάση όπως στις συγκεκριμένες εκλογές. Μετά τις εκλογές της 25 Γενάρη, λέγαμε ότι ολοκληρώθηκε μία φάση ενός πολιτικού κύκλου με την ανατροπή του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού. Λέγαμε επίσης ότι πολύ γρήγορα θα άνοιγε μία δεύτερη φάση, με πιο πιθανή – αλλά όχι βέβαιη – την μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, που θα συνοδευόταν από τον μετασχηματισμό και τις ρήξεις στο εσωτερικό του. Στις εκλογές της 20 Σεπτέμβρη, επιχειρείται να ολοκληρωθεί αυτή η δεύτερη φάση, να κινηθεί το εκκρεμές στην αντίθετη τροχιά από αυτήν που - έστω και με αντιφατικό τρόπο – κινήθηκε από το 2010 μέχρι την 25 Γενάρη του 2015 και το δημοψήφισμα. Θα είναι μία επαναφορά που δεν θα μας φέρει στο ίδιο σημείο, γιατί τα πέντε χρόνια εφαρμογής των μνημονίων διαμόρφωσαν μία αντιφατική πραγματικότητα, όπου οι πολιτικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά συνδυάζονταν με την αρνητική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, σαν αποτέλεσμα της οικονομικής πραγματικότητας της κρίσης, των προσπαθειών υπέρβασής της από το κεφάλαιο και των θεσμικών αλλαγών που επέβαλαν τα μνημόνια.
Στις 20 Σεπτέμβρη αυτό που κρίνεται είναι αν θα μπορέσει να εκφραστεί επαρκώς, πολιτικά και κοινοβουλευτικά, το κοινωνικό ρεύμα που τοποθετήθηκε και αγωνίστηκε για την κατάργηση των μνημονίων. Το ρεύμα του ΟΧΙ μέχρι τέλους που έστω με αντιφατικό και πολλές φορές βασανιστικό τρόπο κατανόησε ή μπορεί να κατανοήσει ότι η κατάργηση των μνημονίων έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την έξοδο από την Ευρωζώνη και την σύγκρουση με την Ε.Ε. Η έκφραση αυτού του ρεύματος και εκλογικά θα διατηρήσει ανοιχτό το στοίχημα των πολιτικών εξελίξεων. Αντίθετα η μη επαρκής έκφρασή του ή και ο εξοβελισμός του από την πολιτική σκηνή, θα έχει σημαντικά αποτελέσματα σταθεροποίησης για την μνημονιακή πολιτική σκηνή, με επιπτώσεις και στην διεξαγωγή της ταξικής πάλης μέσα στους κοινωνικούς χώρους.
Απέναντι σε αυτό το ζήτημα δεν χωρούν υπεκφυγές ούτε ψεύτικα διλήμματα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν μπορεί να κάνει ως πρώτο κόμμα φιλολαϊκότερη διαχείριση των μνημονίων, αλλά αντίθετα η συσπείρωση λαϊκού κόσμου γύρω από το μεταλλαγμένο και μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ «για να μην βγει η δεξιά», βάζει φραγμό σε κάθε πάλη για αριστερή στροφή. Το δίλημμα Τσίπρας ή Μεϊμαράκης, έχει πολύ μικρότερο περιεχόμενο σήμερα από το αλήστου μνήμης «ΠΑΣΟΚ ή δεξιά».
Η ψήφος σήμερα στο ΚΚΕ είναι συστημική και αποτελεί υπεκφυγή. Το ΚΚΕ αναδεικνύεται από το σύστημα ως «υπεύθυνη» πολιτική δύναμη, ακίνδυνο, σε μία γωνία της πολιτικής σκηνής, επιδιώκοντας μόνο την κοινοβουλευτική του ενίσχυση, λειτουργώντας ως «κράχτης» της αντίδρασης. Συνδέει την ΛΑ.Ε. με την Χ.Α. και σιγοντάρει την κυρίαρχη ιδεολογία, κατά την οποία η έξοδος από την ΟΝΕ, χωρίς την λαϊκή εξουσία, δηλαδή το σοσιαλισμό, θα σημάνει μεγαλύτερη καταστροφή για τα λαϊκά στρώματα από ότι η εφαρμογή των μνημονίων. Είναι συστημική δύναμη, όπως φάνηκε σε μια σειρά στιγμών κοινωνικής όξυνσης, τον Δεκέμβρη του 2008, στις πλατείες το 2011, και κυρίως στο δημοψήφισμα, που ανοιχτά έδρασε υπέρ του μαύρου μετώπου του ναι, όταν η μικροαστική, με την κοινωνική σημασία, ραχοκοκαλιά μελών και στελεχών του ανέδειξε την στάση του άκυρου, δείχνοντας αντίστοιχη φοβία με τα εύπορα μικροαστικά στρώματα.
Δεν αποτελεί πολιτική πρόταση η στροφή αποκλειστικά στο κοινωνικό πεδίο και στις κοινωνικές αντιστάσεις, γιατί πέντε χρόνια αγώνων την περίοδο των μνημονίων δεν ανέκοψαν την επέλαση της αναδιάρθρωσης στους εργασιακούς χώρους και την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης. Χωρίς πολιτική έκφραση των ρήξεων που συνέβησαν αυτά τα χρόνια, η επανεκκίνηση θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Αντίστοιχα, δεν συνιστά πολιτική παρέμβαση ο αναχωρητισμός δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που συγκαλύπτεται από την προβολή ενός μάξιμουμ προγράμματος, της αντικαπιταλιστικής ανατροπής στο σήμερα, που επί της ουσίας ταυτίζεται με την σοσιαλιστική επανάσταση. Μία πολιτική αντίληψη που εκτιμά εντελώς λάθος τον συσχετισμό, και το μόνο πολιτικό της αποτέλεσμα είναι να τροφοδοτεί τις συγκρούσεις στο εσωτερικό των δυνάμεων της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς. Που με την άρνησή της να συμμετάσχει σε μία ευρύτερη συμμαχία, αλλά και με τον πολιτικό προσανατολισμό της καταδεικνύει ότι επιδιώκει μόνο να δίνει την ανούσια μάχη της άσκησης επιρροής σε ένα πολύ μικρό και πολιτικοποιημένο υποσύνολο του κοινωνικοπολιτικού ρεύματος του ΟΧΙ, ειδικά στους χώρους της νεολαίας.
Είναι λανθασμένη επιλογή η αποχή ως έκφραση της οργής και επικίνδυνη στάση η ψήφος του χαβαλέ, όπως μπορεί να εκφραστεί μέσα από ψηφοδέλτια της Ένωσης Κεντρώων. Ενδεχόμενη είσοδος στη Βουλή ενός τέτοιου μορφώματος θα συμβάλλει στη σταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής, μια και θα βρίσκεται πάντοτε ένας αριθμός πρόθυμων βουλευτών να στηρίξουν κάθε μέτρο και κάθε κυβερνητικό σχήμα, χωρίς καν τις αντιφάσεις ακόμα και των δεξιών κομμάτων. Για αυτό και το καναλιζάρισμα, μέσα από ποικίλα δίκτυα, προς το χαβαλέ και την απολιτικοποίηση δεν είναι τόσο τυχαίο ή αθώο, αλλά σχετίζεται με συγκεκριμένες επιδιώξεις.
Τα κόμματα του μνημονίου προσπαθούν διαρκώς να μας πείσουν ότι η έξοδος από την ευρωζώνη είναι κοινωνικός και οικονομικός Αρμαγεδδών. Όμως ξέρουμε ότι η ΟΝΕ, η ΕΕ και οι πολιτικές των μνημονίων έχουν ήδη φέρει τον Αρμαγεδδώνα για το λαό: 27 % πτώση του ΑΕΠ σε έξι χρόνια, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ σε χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού σε καιρό ειρήνης, 40% σωρευτική πτώση των εισοδημάτων, 60% ανεργία των νέων, επί 6 χρόνια καθαρή πτώση των επενδύσεων – κάτι που δεν έχει ξαναγίνει πουθενά, 35% πτώση της βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας που φτάνει το 60% σε προϊόντα υψηλής εξειδίκευσης. Οι λαϊκές τάξεις έχουν ήδη υποστεί πολύ μεγαλύτερες συνέπειες από την συμμετοχή στην ΟΝΕ από όσες θα μπορούσαν να υποστούν για ένα μεταβατικό διάστημα.
Η Λαϊκή Ενότητα δεν είναι το κόμμα της δραχμής, αλλά η μετωπική συσπείρωση για έναν άλλο δρόμο, για την κατάργηση των μνημονίων και της λιτότητας, για την εφαρμογή μίας διαφορετικής, ριζοσπαστικής πολιτικής, η οποία προϋποθέτει την έξοδο από την ΟΝΕ και τη σύγκρουση με τις πολιτικές, τους θεσμούς και τα ασφυκτικά πλαίσια της ΕΕ. Η έξοδος από την ΟΝΕ και η ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική είναι αναγκαίος όρος, αλλά όχι ικανός. Γι’ αυτό, η Λαϊκή Ενότητα προτείνει ένα συνεκτικό μεταβατικό πρόγραμμα φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση, που, με βάση της κοινωνικές και παραγωγικές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί να εφαρμοσθεί άμεσα από ένα ταξικό κοινωνικό μπλοκ με εργατική ηγεμονία και όχι στον απροσδιόριστο χρόνο είτε της λαϊκής εξουσίας είτε της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει τη στάση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των στρατηγικών επιχειρήσεων, αλλά και σειρά άλλων μέτρων που ανοίγουν το δρόμο για ευρύτερες ανατροπές και πλήττουν άμεσα την οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου.
Ξέρουμε πολύ καλά ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος θα φέρει μεγάλες συγκρούσεις και με το ελληνικό κεφάλαιο, αλλά και με τους υπερεθνικούς θεσμούς της ΕΕ. Ότι το πρόγραμμα που προτείνουμε έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τις καταστατικές παραμέτρους της ΕΕ, με τον ίδιο το χαρακτήρα της ως μηχανισμού επιβολής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Γι’ αυτό λέμε ξεκάθαρα ότι για εμάς η εφαρμογή του προγράμματος είναι αδιαπραγμάτευτη και μπροστά στα εμπόδια που θα συναντήσουμε από την ΕΕ δεν θα υποχωρήσουμε, αλλά θα καλέσουμε τον ίδιο το λαό με δημοψήφισμα να αποφασίσει την έξοδο από την ΕΕ, συνεχίζοντας το δρόμο που επέλεξε μέχρι το τέλος. Έτσι, διαστρεβλώνουν και χυδαιολογούν όσοι – δυστυχώς από «αριστερές» πλευρές του πολιτικού φάσματος – ισχυρίζονται ότι η Λαϊκή Ενότητα υιοθετεί ένα πρόγραμμα «καπιταλιστικής ανάπτυξης έξω από την ΟΝΕ, αλλά μέσα στην ΕΕ».
Η Λαϊκή Ενότητα είναι μια πολιτική μετωπική συσπείρωση που μιλάει στον κόσμο του ΟΧΙ και για τον κόσμο του ΟΧΙ. Είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί σήμερα να εκφράσει πλευρές αυτού του ρεύματος. Γι’ αυτό και δέχεται λυσσασμένη επίθεση από όλο τον συνασπισμό των αστικών πολιτικών δυνάμεων και των μηχανισμών τους, τις κατηγορίες για λήσταρχους, δραχμιστές κ.λπ. Είναι μία πολιτική συσπείρωση που βάζει στο κέντρο την πρωτοβουλία του κόσμου από τα κάτω, που συνενώνει όλους αυτούς που, ο καθένας από το δικό του δρόμο, τα προηγούμενα χρόνια αρνήθηκαν να σκύψουν το κεφάλι, στα κινήματα της νεολαίας, στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 2008, στις πλατείες και τις ηρωικές απεργίες του ’11 - ΄12, αλλά και όσους στο τέλος αρνήθηκαν τους υπουργικούς θώκους και τις θέσεις στο εσωτερικό του κράτους, ακριβώς γιατί αρνούνται να είναι συμμέτοχοι στο επόμενο κύμα εκθεμελίωσης των δικαιωμάτων του λαού.
Μέσα σε αντίξοες συνθήκες, παρά τα πλήγματα από όλες τις πλευρές, εμείς επιμένουμε. Για να μη γίνει το ΟΧΙ απογοήτευση και αποστράτευση, για να μη βρεθούμε ξανά μπροστά σε καταθλιπτικούς συσχετισμούς, η αποφασιστική στήριξη της Λαϊκής Ενότητας είναι μονόδρομος. Γιατί πιστεύουμε ότι όπως και στις 5 Ιούλη, έτσι και τώρα, εάν σπάσουμε το τείχος της σιωπής, εάν ενώσουμε τη φωνή μας, εάν σηκωθούμε και πάλι λίγο ψηλότερα, όλοι όσοι σήμερα φαντάζουν ισχυροί, μπορούν να αποδειχθούν για άλλη μια φορά χάρτινες τίγρεις.
*Μέλος της ΠΓ της ΑΡΑΣ και του Πολιτικού Συμβουλίου της Λαϊκής Ενότητας Υποψήφια με τη Λαϊκή Ενότητα στη Β’ Αθήνας
Tετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2015