Η Κυρίαρχη αντίθεση και η διαδικασία επίλυσης της
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ*
Το τελευταίο διάστημα προβάλλονται τα πλέον αντιφατικά σενάρια για τις μελλοντικές εξελίξεις που συμπυκνώνονται στις φράσεις «κωλοτούμπα ΣΥΡΙΖΑ», νέες εκλογές, δημοψήφισμα, κ.ο.κ. Όλα έχουν ως αφετηρία την πιθανή έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς» (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ) που η πορεία τους θυμίζει «σκωτσέζικο ντουζ».
Τα συστημικά «ΜΜΕ.» εντείνουν την παραπληροφόρηση και κινδυνολογία με στόχο τον εκφοβισμού του λαού για την αναγκαιότητα «σκληρών μέτρων» προκειμένου να εξασφαλισθεί η «πάση θυσία» παραμονή στην ευρωζώνη και το ευρώ. Το πολιτικό μνημονιακό κατεστημένο Σαμαρά-Βενιζέλουκαι από κοντά το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη σε συγχορδία με την εγχώρια οικονομική ελίτ κάνουν ότι μπορούν για να πετύχουν την «αριστερή παρένθεση» στη διακυβέρνηση της χώρας.
ΟΙ «ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ» ΚΑΙ ΤΟ «ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ»
Με τη δημιουργία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έγινε η πρώτη δοκιμαστική αναμέτρηση με τους «θεσμούς», η οποία κατάληξε στη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Μια συμφωνία με πολλές υποχωρήσεις από τις «κόκκινες γραμμές» των προγραμματικών δηλώσεων και πολύ περισσότερες από το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση αποκαλύφθηκαν οι σοβαρές ανεπάρκειες, τόσο λόγω απειρίας, όσο και εξ’ αιτίας ταλαντεύσεων και απουσίας σαφούς στρατηγικής και τακτικής της «διαπραγματευτικής ομάδας».
Η απροσδιοριστία του όρου «έντιμη συμφωνία» και η «δημιουργική ασάφεια» του διαπραγματευτικού πλαισίου, έπαιξαν το ρόλο τους στην αποδυνάμωση των διαπραγματευτικών θέσεων της ελληνικής πλευράς. Από την άλλη οι επικοινωνιακές «ατάκες» και τα αλλεπάλληλα «πέρα-δώθε» με τους «θεσμούς», το μόνο που έδειξαν ήταν το έλλειμμα προετοιμασίας της ελληνικής πλευράς, καθώς η υποκρισία της «γαλατικής ευγένειας» και η ωμή εκβιαστική πρακτική των κυρίαρχων ελίτ Βρυξελών και Βερολίνου.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ «ΘΕΣΜΩΝ»
Με βάση την ως τώρα εμπειρία, χρειάζεται με «κρύο μυαλό», να κάνουμε μια εκτίμηση της στρατηγικής και τακτικής των «θεσμών», από οικονομική, κοινωνική και κυρίως πολιτική άποψη. Στη βάση της συγκεκριμένης εκτίμησης θα μπορούσαμεέστω και την «τελευταία στιγμή» να χαράσσαμε πιο αποτελεσματική στρατηγική και τακτική απέναντι στους δανειστές. Συγκεκριμένα έχει πλέον διαφανεί ότι αυτό που κυρίως επιδιώκουν οι «θεσμοί» σεπολιτικό επίπεδο,είναι να πετύχουν ακύρωση του «αριστερού παραδείγματος» στην Ελλάδα, ώστε να μη γίνει μοντέλο μίμησης για άλλες χώρες, κυρίως της περιφέρειας.
Παράλληλα σεοικονομικό επίπεδοεπιδιώκουν να εξασφαλίσουν την απόλυτη πειθαρχία στα νεοφιλελεύθερα δόγματα της ευρωζώνης και των «πυλώνων» στήριξης της (ΕΚΤ-ευρώ, δημοσιονομικό σύμφωνο, τραπεζική ενοποίηση, εξάμηνα συντονισμού, κά), καθώς και την «επίλυση» του τεράστιου χρέους της με πολύμορφη δήμευση του ελληνικού εισοδήματος λαού και της δημόσιας περιουσίας.
Τέλος σεκοινωνικό επίπεδοεπιδιώκουν να επιβάλουν το μοντέλο της πλήρους κατάργησης του «κράτους πρόνοιας» και της ισοπέδωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, ως μοντέλο για όλη την ευρωζώνη. Η τακτική τους είναι η μέθοδος της «καταπόνησης» του αντιπάλου και της οικονομικής «εξουθένωσης», προβάλλοντας σε κάθε βήμα νέες απαιτήσεις, μέχρι να φέρουν την ελληνική πλευρά στα όρια του e-mail Χαρδούβελη, δηλαδή ενός τρίτου Μνημονίου, που αυτή τη φορά θα εφαρμοστεί από μια αριστερή κυβέρνηση.! Έτσι απαξιώνεται και ακυρώνεται πρακτικά όχι μόνο η ιδέα της αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, αλλά και η προοπτική της Αριστεράς τις άλλες χώρες της ΕΕ.!
Εδώ ίσως προβληθεί το ερώτημα: Άραγε δεν υπολογίζουν οι «θεσμοί» το κόστος μιας ενδεχόμενης φυγής της Ελλάδας από το ευρωσύστημα; Επίσης ο αμερικάνικος παράγοντας μένει αδιάφορος στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξέλιξης; Σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις βασικών παραγόντων της ευρωζώνης (πχ Σόϊμπλε) όχι μόνο δεν αποκλείουν το Grexit αλλά είναι προετοιμασμένοι για «παν ενδεχόμενο», παρ’ ότι δεν το επιθυμούν, ενώ από την άλλη έχουν ήδη προτείνει διευκόλυνση της Ελλάδας για αποδέσμευση. Άρα ηαπειλή «αποχώρησης» ως διαπραγματευτικό χαρτί, δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό από ελληνικής πλευράς, πολύ περισσότερο που η επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι υπέρ της παραμονής στο ευρώ. Όσον αφορά τις ΗΠΑ αυτό που πρωτίστως επιδιώκουν είναι η διασφάλιση της επικυρίαρχης θέσης τους στον ελλαδικό χώρο και δευτερευόντως η παραμονή ή μη της χώρας στην ευρωζώνη.
Ο «ΚΟΜΠΟΣ» ΕΧΕΙ ΦΘΑΣΕΙ ΣΤΟ «ΧΤΕΝΙ»
Αν η παραπάνω εκτίμηση για τη στρατηγική και τακτική των αντιπάλων, ιδιαίτερα των κυρίαρχων ελίτ Βρυξελών-Βερολίνου, είναι σωστή, τότε η ουσία της πολιτικής τους στο ελληνικό ζήτημα δεν αλλάζει, ακόμα και αν δεχτούν κάποιες επουσιώδεις οριακές διαφοροποιήσεις στο τελικό σχέδιο της απόφασης, που ζητούν να γίνει δεκτό από την ελληνική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια η κυρίαρχη αντίθεση μεταξύ ελληνικού λαού από τη μια και της εγχώριας ελίτ μαζί και των υπερεθνικών «θεσμών» από την άλλη, επιζητά την επίλυση της.
Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο. Θα συνεχιστούν ή θα ανατραπούν οριστικά οι μνημονιακές πολιτικές, ώστε να ανοίξει ο δρόμος στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην εθνική και λαϊκή κυριαρχία; Ο χρόνος δουλεύει αντίστροφα για την Ελλάδα. Ο λαός έχει εξαντληθεί από την πληρωμή των τεράστιων τοκοχρεολυσίων, τα δημόσια ταμεία είναι άδεια, η ανεργία εξαθλιώνει εκατομμύρια πολίτες, το κλίμα διάψευσης των προσδοκιών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αρχίζει να απλώνεται. Η απόσταση από το «Ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος» της γνωστής Βιβλικής ρήσης, έως το…. «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν»… δεν είναι μεγάλη.
Θα πει κάποιος, ότι «είναι προτιμότερη μια κυβέρνηση της Αριστεράς που κάνει έστω και λίγα, σε σχέση με μια κυβέρνηση της δεξιάς που κάνει …ότι θέλει».! Ίσως η ιδέα να ήταν αποδεκτή αν οι όποιες υποχωρήσεις δεν υπερέβαιναν τις «κόκκινες γραμμές» τουλάχιστον των προγραμματικών δηλώσεων και αν όχι του προγράμματος της ΔΕΘ. Ο κατώτατος μισθός, οι συντάξεις, οι επαχθείς φόροι, θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, η μείωση της ανεργίας, η παραγωγική ανασυγκρότηση, κά αποτελούν τη ψυχή της εναλλακτικής αριστερής πρότασης.Όταν οι συνεχείς υποχωρήσεις φθάνουν στο σημείο της αποδοχής ενός νέου Μνημονίου που δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από εκείνο του e-mail Χαρδούβελη, τότε η «αριστερή κυβέρνηση» αυτο-ακυρώνεται από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο για την «αριστερή παρένθεση».
Εκατομμύρια πολίτες (εργατουπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματίες, μικρο-ιδιοκτήτες, άνεργοι νέοι, κλπ), που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές ΣΥΡΙΖΑ, θα στραφούν ενεργητικά η παθητικά, στην αναζήτηση άλλης πολιτικής έκφρασης, όχι απαραίτητα προς την Αριστερά από την οποία διαψεύστηκαν, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους αλλά και τη χώρα.
Η ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Υπό τις παρούσες συνθήκες προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Μήπως παρά τις υποχωρήσεις ακόμα και από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, υπάρχει δυνατότητα με κάποιες προσωρινές θυσίες να ξανακερδίσουμε το χαμένο έδαφος όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση στο μέλλον; Είναι ερώτημα που θέτει την τελευταία γραμμή άμυνας. Η απάντηση είναι ότι οι υφεσιακές πολιτικές Μνημονίου δοκιμάστηκαν και μας έφεραν σε αυτό το σημείο. Η συνέχιση τους δεν φέρνει μελλοντική βελτίωση αλλά διαιώνιση του φαύλου κύκλου λιτότητας, ανεργίας, «λουκέτων», παραγωγικής αποδιάρθρωσης, φτωχοποίησης, κοκ. Η κατάργηση των υφεσιακών πολιτικών, η τόνωση της «ενεργού ζήτησης» (καταναλωτικής και επενδυτικής, δημόσιας και ιδιωτικής), η αθέτηση πληρωμής των τοκοχρεολυσίων τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα και η απομείωση του χρέους, η διασφάλιση των συντάξεων, η προστασία θεμελιωδώνεργασιακών δικαιωμάτων,κά, αποτελούν βασικό όρο για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Μια τέτοια πολιτική, από τη στιγμή που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στα πλαίσια της ευρωζώνης, η αποδέσμευση από αυτήν δίνει ελπιδοφόρα προοπτική. Μάλιστα η συγκεκριμένη επιλογή θα έχει λιγότερα προβλήματα αν εξασφαλιστούν δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον,η αποδέσμευση να γίνει συμφωνημένα με τους «εταίρους» και δεύτερον,να υπάρξει έστω και την τελευταία στιγμή κατάλληλη οργανωτικο-τεχνική και πολιτική προετοιμασία. Η ύπαρξη μιας αριστερής κυβέρνησης, η ενημέρωση και ενεργοποίηση του λαού, το συγκροτημένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων ισότιμης διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, κά, μπορούν να περιορίσουν στο ελάχιστο τα όποια προβλήματα προκύψουν κατά τον πρώτο χρόνο μετάβασης στη νέα κατάσταση.
Το βασικό πλεονέκτημα μιας τέτοια επιλογής, βρίσκεται στην ανάκτηση του εθνικού ελέγχου επί των βασικών οικονομικών εργαλείων χάραξης και εφαρμογής αριστερής οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομικής, νομισματικής, συναλλαγματικής, εισοδηματικής, αναπτυξιακής κλπ), που είναι ταυτόχρονα και ουσιαστικό στοιχείο άσκησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Οι ιστορικές εμπειρίες της αποχώρησης χωρών από νομισματικές ενώσεις, επιβεβαιώνουν τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας επιλογής και τονίζουν ότι οι όποιες προσωρινές δυσκολίες είναι ασύγκριτα μικρότερες από τα πλεονεκτήματα και τις ελπιδοφόρες προοπτικές που ανοίγονται στη χώρα και στον λαό, πολύ περισσότερο όταν επικεφαλής της προσπάθειας είναι αριστερή κυβέρνηση.! Κατά συνέπεια η πλατιά ενημέρωση του λαού, συσπείρωση και κινητοποίηση του σε ένα τέτοιο σχέδιο, είναικρίσιμος παράγοντας ώστε να αποτρέψουμε διάφορους εκβιασμούς και πιέσεις των κυρίαρχων ελίτ εντός και εκτός της χώρας, για να ελέγξουν σε όφελος τους τις πολιτικές εξελίξεις.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
πηγή: iskra.gr
Το τελευταίο διάστημα προβάλλονται τα πλέον αντιφατικά σενάρια για τις μελλοντικές εξελίξεις που συμπυκνώνονται στις φράσεις «κωλοτούμπα ΣΥΡΙΖΑ», νέες εκλογές, δημοψήφισμα, κ.ο.κ. Όλα έχουν ως αφετηρία την πιθανή έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς» (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ) που η πορεία τους θυμίζει «σκωτσέζικο ντουζ».
Τα συστημικά «ΜΜΕ.» εντείνουν την παραπληροφόρηση και κινδυνολογία με στόχο τον εκφοβισμού του λαού για την αναγκαιότητα «σκληρών μέτρων» προκειμένου να εξασφαλισθεί η «πάση θυσία» παραμονή στην ευρωζώνη και το ευρώ. Το πολιτικό μνημονιακό κατεστημένο Σαμαρά-Βενιζέλουκαι από κοντά το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη σε συγχορδία με την εγχώρια οικονομική ελίτ κάνουν ότι μπορούν για να πετύχουν την «αριστερή παρένθεση» στη διακυβέρνηση της χώρας.
ΟΙ «ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ» ΚΑΙ ΤΟ «ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ»
Με τη δημιουργία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έγινε η πρώτη δοκιμαστική αναμέτρηση με τους «θεσμούς», η οποία κατάληξε στη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Μια συμφωνία με πολλές υποχωρήσεις από τις «κόκκινες γραμμές» των προγραμματικών δηλώσεων και πολύ περισσότερες από το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση αποκαλύφθηκαν οι σοβαρές ανεπάρκειες, τόσο λόγω απειρίας, όσο και εξ’ αιτίας ταλαντεύσεων και απουσίας σαφούς στρατηγικής και τακτικής της «διαπραγματευτικής ομάδας».
Η απροσδιοριστία του όρου «έντιμη συμφωνία» και η «δημιουργική ασάφεια» του διαπραγματευτικού πλαισίου, έπαιξαν το ρόλο τους στην αποδυνάμωση των διαπραγματευτικών θέσεων της ελληνικής πλευράς. Από την άλλη οι επικοινωνιακές «ατάκες» και τα αλλεπάλληλα «πέρα-δώθε» με τους «θεσμούς», το μόνο που έδειξαν ήταν το έλλειμμα προετοιμασίας της ελληνικής πλευράς, καθώς η υποκρισία της «γαλατικής ευγένειας» και η ωμή εκβιαστική πρακτική των κυρίαρχων ελίτ Βρυξελών και Βερολίνου.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ «ΘΕΣΜΩΝ»
Με βάση την ως τώρα εμπειρία, χρειάζεται με «κρύο μυαλό», να κάνουμε μια εκτίμηση της στρατηγικής και τακτικής των «θεσμών», από οικονομική, κοινωνική και κυρίως πολιτική άποψη. Στη βάση της συγκεκριμένης εκτίμησης θα μπορούσαμεέστω και την «τελευταία στιγμή» να χαράσσαμε πιο αποτελεσματική στρατηγική και τακτική απέναντι στους δανειστές. Συγκεκριμένα έχει πλέον διαφανεί ότι αυτό που κυρίως επιδιώκουν οι «θεσμοί» σεπολιτικό επίπεδο,είναι να πετύχουν ακύρωση του «αριστερού παραδείγματος» στην Ελλάδα, ώστε να μη γίνει μοντέλο μίμησης για άλλες χώρες, κυρίως της περιφέρειας.
Παράλληλα σεοικονομικό επίπεδοεπιδιώκουν να εξασφαλίσουν την απόλυτη πειθαρχία στα νεοφιλελεύθερα δόγματα της ευρωζώνης και των «πυλώνων» στήριξης της (ΕΚΤ-ευρώ, δημοσιονομικό σύμφωνο, τραπεζική ενοποίηση, εξάμηνα συντονισμού, κά), καθώς και την «επίλυση» του τεράστιου χρέους της με πολύμορφη δήμευση του ελληνικού εισοδήματος λαού και της δημόσιας περιουσίας.
Τέλος σεκοινωνικό επίπεδοεπιδιώκουν να επιβάλουν το μοντέλο της πλήρους κατάργησης του «κράτους πρόνοιας» και της ισοπέδωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, ως μοντέλο για όλη την ευρωζώνη. Η τακτική τους είναι η μέθοδος της «καταπόνησης» του αντιπάλου και της οικονομικής «εξουθένωσης», προβάλλοντας σε κάθε βήμα νέες απαιτήσεις, μέχρι να φέρουν την ελληνική πλευρά στα όρια του e-mail Χαρδούβελη, δηλαδή ενός τρίτου Μνημονίου, που αυτή τη φορά θα εφαρμοστεί από μια αριστερή κυβέρνηση.! Έτσι απαξιώνεται και ακυρώνεται πρακτικά όχι μόνο η ιδέα της αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, αλλά και η προοπτική της Αριστεράς τις άλλες χώρες της ΕΕ.!
Εδώ ίσως προβληθεί το ερώτημα: Άραγε δεν υπολογίζουν οι «θεσμοί» το κόστος μιας ενδεχόμενης φυγής της Ελλάδας από το ευρωσύστημα; Επίσης ο αμερικάνικος παράγοντας μένει αδιάφορος στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξέλιξης; Σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις βασικών παραγόντων της ευρωζώνης (πχ Σόϊμπλε) όχι μόνο δεν αποκλείουν το Grexit αλλά είναι προετοιμασμένοι για «παν ενδεχόμενο», παρ’ ότι δεν το επιθυμούν, ενώ από την άλλη έχουν ήδη προτείνει διευκόλυνση της Ελλάδας για αποδέσμευση. Άρα ηαπειλή «αποχώρησης» ως διαπραγματευτικό χαρτί, δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό από ελληνικής πλευράς, πολύ περισσότερο που η επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι υπέρ της παραμονής στο ευρώ. Όσον αφορά τις ΗΠΑ αυτό που πρωτίστως επιδιώκουν είναι η διασφάλιση της επικυρίαρχης θέσης τους στον ελλαδικό χώρο και δευτερευόντως η παραμονή ή μη της χώρας στην ευρωζώνη.
Ο «ΚΟΜΠΟΣ» ΕΧΕΙ ΦΘΑΣΕΙ ΣΤΟ «ΧΤΕΝΙ»
Αν η παραπάνω εκτίμηση για τη στρατηγική και τακτική των αντιπάλων, ιδιαίτερα των κυρίαρχων ελίτ Βρυξελών-Βερολίνου, είναι σωστή, τότε η ουσία της πολιτικής τους στο ελληνικό ζήτημα δεν αλλάζει, ακόμα και αν δεχτούν κάποιες επουσιώδεις οριακές διαφοροποιήσεις στο τελικό σχέδιο της απόφασης, που ζητούν να γίνει δεκτό από την ελληνική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια η κυρίαρχη αντίθεση μεταξύ ελληνικού λαού από τη μια και της εγχώριας ελίτ μαζί και των υπερεθνικών «θεσμών» από την άλλη, επιζητά την επίλυση της.
Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο. Θα συνεχιστούν ή θα ανατραπούν οριστικά οι μνημονιακές πολιτικές, ώστε να ανοίξει ο δρόμος στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην εθνική και λαϊκή κυριαρχία; Ο χρόνος δουλεύει αντίστροφα για την Ελλάδα. Ο λαός έχει εξαντληθεί από την πληρωμή των τεράστιων τοκοχρεολυσίων, τα δημόσια ταμεία είναι άδεια, η ανεργία εξαθλιώνει εκατομμύρια πολίτες, το κλίμα διάψευσης των προσδοκιών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αρχίζει να απλώνεται. Η απόσταση από το «Ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος» της γνωστής Βιβλικής ρήσης, έως το…. «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν»… δεν είναι μεγάλη.
Θα πει κάποιος, ότι «είναι προτιμότερη μια κυβέρνηση της Αριστεράς που κάνει έστω και λίγα, σε σχέση με μια κυβέρνηση της δεξιάς που κάνει …ότι θέλει».! Ίσως η ιδέα να ήταν αποδεκτή αν οι όποιες υποχωρήσεις δεν υπερέβαιναν τις «κόκκινες γραμμές» τουλάχιστον των προγραμματικών δηλώσεων και αν όχι του προγράμματος της ΔΕΘ. Ο κατώτατος μισθός, οι συντάξεις, οι επαχθείς φόροι, θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, η μείωση της ανεργίας, η παραγωγική ανασυγκρότηση, κά αποτελούν τη ψυχή της εναλλακτικής αριστερής πρότασης.Όταν οι συνεχείς υποχωρήσεις φθάνουν στο σημείο της αποδοχής ενός νέου Μνημονίου που δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από εκείνο του e-mail Χαρδούβελη, τότε η «αριστερή κυβέρνηση» αυτο-ακυρώνεται από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο για την «αριστερή παρένθεση».
Εκατομμύρια πολίτες (εργατουπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματίες, μικρο-ιδιοκτήτες, άνεργοι νέοι, κλπ), που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές ΣΥΡΙΖΑ, θα στραφούν ενεργητικά η παθητικά, στην αναζήτηση άλλης πολιτικής έκφρασης, όχι απαραίτητα προς την Αριστερά από την οποία διαψεύστηκαν, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους αλλά και τη χώρα.
Η ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Υπό τις παρούσες συνθήκες προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Μήπως παρά τις υποχωρήσεις ακόμα και από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, υπάρχει δυνατότητα με κάποιες προσωρινές θυσίες να ξανακερδίσουμε το χαμένο έδαφος όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση στο μέλλον; Είναι ερώτημα που θέτει την τελευταία γραμμή άμυνας. Η απάντηση είναι ότι οι υφεσιακές πολιτικές Μνημονίου δοκιμάστηκαν και μας έφεραν σε αυτό το σημείο. Η συνέχιση τους δεν φέρνει μελλοντική βελτίωση αλλά διαιώνιση του φαύλου κύκλου λιτότητας, ανεργίας, «λουκέτων», παραγωγικής αποδιάρθρωσης, φτωχοποίησης, κοκ. Η κατάργηση των υφεσιακών πολιτικών, η τόνωση της «ενεργού ζήτησης» (καταναλωτικής και επενδυτικής, δημόσιας και ιδιωτικής), η αθέτηση πληρωμής των τοκοχρεολυσίων τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα και η απομείωση του χρέους, η διασφάλιση των συντάξεων, η προστασία θεμελιωδώνεργασιακών δικαιωμάτων,κά, αποτελούν βασικό όρο για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Μια τέτοια πολιτική, από τη στιγμή που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στα πλαίσια της ευρωζώνης, η αποδέσμευση από αυτήν δίνει ελπιδοφόρα προοπτική. Μάλιστα η συγκεκριμένη επιλογή θα έχει λιγότερα προβλήματα αν εξασφαλιστούν δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον,η αποδέσμευση να γίνει συμφωνημένα με τους «εταίρους» και δεύτερον,να υπάρξει έστω και την τελευταία στιγμή κατάλληλη οργανωτικο-τεχνική και πολιτική προετοιμασία. Η ύπαρξη μιας αριστερής κυβέρνησης, η ενημέρωση και ενεργοποίηση του λαού, το συγκροτημένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων ισότιμης διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, κά, μπορούν να περιορίσουν στο ελάχιστο τα όποια προβλήματα προκύψουν κατά τον πρώτο χρόνο μετάβασης στη νέα κατάσταση.
Το βασικό πλεονέκτημα μιας τέτοια επιλογής, βρίσκεται στην ανάκτηση του εθνικού ελέγχου επί των βασικών οικονομικών εργαλείων χάραξης και εφαρμογής αριστερής οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομικής, νομισματικής, συναλλαγματικής, εισοδηματικής, αναπτυξιακής κλπ), που είναι ταυτόχρονα και ουσιαστικό στοιχείο άσκησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Οι ιστορικές εμπειρίες της αποχώρησης χωρών από νομισματικές ενώσεις, επιβεβαιώνουν τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας επιλογής και τονίζουν ότι οι όποιες προσωρινές δυσκολίες είναι ασύγκριτα μικρότερες από τα πλεονεκτήματα και τις ελπιδοφόρες προοπτικές που ανοίγονται στη χώρα και στον λαό, πολύ περισσότερο όταν επικεφαλής της προσπάθειας είναι αριστερή κυβέρνηση.! Κατά συνέπεια η πλατιά ενημέρωση του λαού, συσπείρωση και κινητοποίηση του σε ένα τέτοιο σχέδιο, είναικρίσιμος παράγοντας ώστε να αποτρέψουμε διάφορους εκβιασμούς και πιέσεις των κυρίαρχων ελίτ εντός και εκτός της χώρας, για να ελέγξουν σε όφελος τους τις πολιτικές εξελίξεις.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
πηγή: iskra.gr