Νίκος Χουντής: «Κυβερνητικά ψέματα για τη μικρή ΔΕΗ»

• Non-Paper Νέας Δημοκρατίας:

“Η επιλογή του μοντέλου της «Μικρής ΔΕΗ» αποτελεί υποχρέωση της χώρας, απέναντι στην Κομισιόν, ώστε να πάψει η ΔΕΗ να έχει δεσπόζουσα θέση…”


• Aπάντηση Επιτρόπου Έντιγκερ σε Νίκο Χουντή το 2010:

“Εναπόκειται στην Ελλάδα να αποφασίσει τον βέλτιστο τρόπο αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα της χώρας στο πλαίσιο της νομοθεσίας της ΕΕ για την εσωτερική αγορά ενέργειας.”


• Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της ΕΕ στις 20 Σεπτεμβρίου 2012:

Δικαιώνεται η ΔΕΗ αναφορικά με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στο λιγνίτη.

Κρίσιμα ερωτήματα προκύπτουν για την ελληνική κυβέρνηση, αναφορικά με τον ισχυρισμό της, όπως αυτός αποτυπώνεται σε non-paper, ότι η πώληση του 30% της ΔΕΗ αποτελεί υποχρέωση της χώρας απέναντι στην Κομισιόν και το κοινοτικό δίκαιο, μετά τη δημοσιοποίηση από τον πρώην ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Χουντή, παλαιότερης απάντησης του Επιτρόπου Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δικαιώνουν τη ΔΕΗ αναφορικά με την ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στο λιγνίτη.

Πιο συγκεκριμένα, στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, σε προφορική ερώτηση προς τον Επίτροπο Ενέργειας, κ. Έντιγκερ, ο Νίκος Χουντής έθετε το θέμα της, ενδεχόμενης τότε, ιδιωτικοποίησης του 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ, κατ’ απαίτηση της Τρόικα, καθώς επίσης, του ιδιοκτησιακού διαχωρισμού του δικτύου μεταφοράς και του, λεγόμενου, «εξορθολογισμού των τιμολογίων για τους καταναλωτές».


Καταλήγοντας στην ερώτησή του, ο έλληνας ευρωβουλευτής, ζητούσε από τον ευρωπαίο Επίτροπο να διευκρινίσει τι σημαίνει «εξορθολογισμός των τιμολογίων για τους καταναλωτές» καθώς και κατά πόσο η απαίτηση της Κομισιόν για πώληση μονάδων παραγωγής ενέργειας της ΔΕΗ συνάδει με τις θεσμικές αρμοδιότητες και εξουσίες της.

Στην απάντησή του ο Επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, κ. Έντιγκερ, καρφώνει - 4 χρόνια πριν - την ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας, από τη μια,ότι εναπόκειται στην Ελλάδα να επιλέξει το κατάλληλο μοντέλο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την αγορά ενέργειας, και από την άλλη, ότι η μνημονιακή απαίτηση για την πώληση κομματιού της ΔΕΗ και των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γίνεται για δημοσιονομικούς λόγους. Συγκεκριμένα, ο ευρωπαίος Επίτροπος σημειώνει στην απάντησή του, ότι:

Α) «Εναπόκειται στην Ελλάδα να αποφασίσει τον βέλτιστο τρόπο αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα της χώρας στο πλαίσιο της νομοθεσίας της ΕΕ για την εσωτερική αγορά ενέργειας.», και,

Β) «Υπό τις παρούσες συνθήκες, υπάρχουν ενδεχομένως και δημοσιονομικοί λόγοι για την ολική ή μερική ιδιωτικοποίηση των δικτύων της Ελλάδας. Το ίδιο ισχύει και για την πώληση ποσοστού των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων και της κρατικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας.»

Ωστόσο, πιο σημαντικά ερωτήματα για την ελληνική κυβέρνηση και την υποχρέωσή της να προασπίσει το δημόσιο συμφέρον, προκύπτουν από τις 2 αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (20 Σεπτεμβρίου 2012) με τις οποίες δικαιώνεται η ΔΕΗ, αναφορικά με τις καταγγελίες της Κομισιόν (και των ιδιωτών ανταγωνιστών της ΔΕΗ) για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά λιγνίτη. Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακυρώνει τις αποφάσεις της Κομισιόν [Απόφαση C (2008) 824 και Απόφαση C (2009) 6244], με τις οποίες απαιτούσε συγκεκριμένα μέτρα για την άρση δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ στο λιγνίτη. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ, βρίσκονται εδώ:
curia.europa.eu  και curia.europa.eu

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κομισιόν, αλλά και οι εταιρείες Μυτιλιναίος ΑΕ, ProtegiaAE και Αλουμίνιον ΑΕ, ζητούν από το Δικαστήριο την άρση της απόφασής του.

Η τελική απόφαση εκκρεμεί ακόμα: curia.europa.eu

Ακολουθούν η πλήρης ερώτηση και απάντηση:

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010 – Στρασβούργο

Ώρα των ερωτήσεων (ερωτήσεις προς την Επιτροπή)

Ερώτηση 26 του κ. Νικολάου Χουντή (H-0419/10)

Θέμα: Απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα

Στελέχη της Επιτροπής, στην πρόσφατη επίσκεψή τους στην Ελλάδα για την αξιολόγηση της εφαρμογής του Μνημονίου Ελλάδας-ΕΕ-ΔΝΤ, ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ιδιωτικοποίηση του 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), καθώς επίσης και τον ιδιοκτησιακό διαχωρισμό του δικτύου μεταφοράς, με πρόσχημα την «ολοκλήρωση των σχεδίων για την απελευθέρωση της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και την έναρξη του εξορθολογισμού των τιμολογίων για τους καταναλωτές».

Τι σημαίνει «εξορθολογισμός των τιμολογίων για τους καταναλωτές»; Θεωρεί η Κομισιόν χαμηλές τις χρεώσεις που επιβάλλει η ΔΕΗ;

Η απαίτηση της Κομισιόν για πώληση μονάδων παραγωγής ενέργειας της ΔΕΗ είναι στα πλαίσια των θεσμικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών της;

GüntherOettinger, μέλος της Επιτροπής. – (DE)

Αναφέρεστε στον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα και την αναδιάρθρωσή του. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό θα καταστήσει δυνατή την αποτελεσματικότερη διανομή των πόρων, διασφαλίζοντας έτσι ανάπτυξη και θέσεις εργασίας στον τομέα της ενέργειας, αλλά και ότι αυτό θα επηρεάσει άλλους τομείς της οικονομίας. Εναπόκειται στην Ελλάδα να αποφασίσει τον βέλτιστο τρόπο αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα της χώρας στο πλαίσιο της νομοθεσίας της ΕΕ για την εσωτερική αγορά ενέργειας. Ο διαχωρισμός, ο οποίος αναφέρεται στην ιδιοκτησία των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στην αναδιάρθρωσή τους, συνιστά αποτελεσματικό μέσο προώθησης του ανταγωνισμού. Υπό τις παρούσες συνθήκες, υπάρχουν ενδεχομένως και δημοσιονομικοί λόγοι για την ολική ή μερική ιδιωτικοποίηση των δικτύων της Ελλάδας. Το ίδιο ισχύει και για την πώληση ποσοστού των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων και της κρατικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα αφορά τα εισοδήματα και τον ανταγωνισμό. Το πώς θα επιτευχθεί αυτό βάσει του δικαίου της ΕΕ αφορά το ελληνικό κράτος.

Μια σχετική πτυχή περιλαμβάνει κατάλληλα μέτρα που θα αντισταθμίζουν το γεγονός ότι, ως μοναδικός φορέας εκμετάλλευσης, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού απολαμβάνει επί του παρόντος τα οφέλη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά τους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η Ελλάδα παρουσιάζει υστέρηση στη διαδικασία υλοποίησης και πρέπει οπωσδήποτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις αποφάσεις που ελήφθησαν από την Επιτροπή στις διαδικασίες ανταγωνισμού. Διατηρούμε ικανοποιητικό διάλογο με την ελληνική κυβέρνηση επί του θέματος αυτού. Νομίζω ότι αυτό είναι σημαντικό. Η κυβέρνηση της χώρας συμμορφώνεται επί του παρόντος με σημαντικές εντολές στον δημοσιονομικό και τον νομισματικό τομέα, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο αναγκαία τη διασφάλιση της ύπαρξης άρτιας σχέσης μεταξύ του δικαίου της ΕΕ και της Επιτροπής αφενός και της ελληνικής κυβέρνησης αφετέρου.

Όσον αφορά τις τιμές που χρεώνονται στους καταναλωτές, η κυβέρνηση έχει ορίσει διάφορες κατηγορίες τιμολογίων. Δεν είναι ομοιόμορφες και, σε πολλές περιπτώσεις, δεν λαμβάνουν υπόψη τις τιμές χονδρικής· με άλλα λόγια, το κόστος παραγωγής της ενέργειας. Το Υπουργείο της χώρας εργάζεται επί του παρόντος για τον εξορθολογισμό των τιμολογίων. Κατά τη γνώμη μας, τα τιμολόγια των καταναλωτών πρέπει, γενικά, να βασίζονται στα έξοδα, ούτως ώστε να παρέχονται κίνητρα εξοικονόμησης ενέργειας στους καταναλωτές και να ενθαρρύνονται οι σωστές επενδύσεις από τις εταιρείες εφοδιασμού. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλές επί του παρόντος, εν μέρει λόγω της οικονομικά αποδοτικής παραγωγής σε λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, της φθηνής υδροηλεκτρικής ενέργειας χάρη στην έντονη βροχόπτωση των δύο τελευταίων ετών και στη μείωση της ζήτησης λόγω της οικονομικής κρίσης. Κατά τα προσεχή έτη θα υπάρξουν και άλλοι παράγοντες, παραδείγματος χάρη η αύξηση της χρήσης ακριβότερων καυσίμων όπως το αέριο και η αύξηση των περιβαλλοντικών δαπανών, γεγονός που θα αυξήσει τις τιμές στην Ελλάδα. Τα κανονικά επίπεδα βροχοπτώσεων επί σειρά ετών θα μειώσουν την παραγωγικότητα των υδροηλεκτρικών μονάδων, γεγονός που θα αυξήσει επίσης τις τιμές. Οι παράγοντες αυτοί θα κατευθύνουν τις τιμές ανεξαρτήτως της ελευθέρωσης της αγοράς.

Βάσει των διαρθρωτικών παραγόντων που διαμορφώνουν τις τιμές, είναι ακόμα σημαντικότερη η διασφάλιση της μέγιστης δυνατής αποδοτικότητας των συστημάτων παραγωγής, καθώς και η διατήρηση των ενδεχόμενων αυξήσεων των τιμών σε ελάχιστα επίπεδα.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54