Τράπεζες: Γιατί η γ’ αξιολόγηση τις φέρνει στο επίκεντρο
Αν και με αιχμή τα εργασιακά, η τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος στις αρχές φθινοπώρου, ανοίγει και πάλι το θέμα των τραπεζών, εκκινώντας μία καθοριστική περίοδο που θα αποκρυσταλλώσει τις νέες κατευθύνσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα μέχρι τα τέλη του α’ εξαμήνου 2018.
Πρόκειται για κατευθύνσεις που θα κινηθούν παράλληλα με τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αλλά που θα οριστούν κυρίως από την πορεία της εγχώριας ανάπτυξης, των επιδόσεων των τραπεζών στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και, βεβαίως, από το γενικότερο κλίμα για τις προοπτικές συνέχισης της εξόδου της χώρας στις αγορές και για την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
Όλο αυτό το πλέγμα παραμέτρων βρίσκεται στο μικροσκόπιο όχι μόνο των εποπτικών αρχών και των ίδιων των τραπεζών, αλλά και των επενδυτών, υφιστάμενων και δυνητικών. Όλες οι πλευρές «προσυπογράφουν» την ανάγκη ενός «ξεκαθαρίσματος» του εγχώριου τραπεζικού τομέα από βάρη που το εμποδίζουν να διαδραματίσει τον ρόλο του στην οικονομία, αναγνωρίζοντας ότι αν δεν λυθεί το θέμα των τραπεζών, η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει.
Το αναγκαίο, δε, «ξεκαθάρισμα» πρέπει να γίνει και με το βλέμμα στην προσέλκυση επενδυτών. Οι τελευταίοι, παρά την πρόσφατη έξοδο του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές και τη νέα ελάφρυνση των capital controls, διστάζουν ακόμη να επενδύσουν στη χώρα – κάτι που κρίνεται εξαιρετικά κρίσιμο και για τις αναδιαρθρώσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι οποίες θα απαιτήσουν φρέσκα κεφάλαια για την εξυγίανσή τους.
Προσεχείς αναταράξεις και ενδεχόμενη αποχώρηση του ΔΝΤ ανάβουν το σήμα «Προσδεθείτε» για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς είναι προφανές ότι, όπως συνέβη με τις καθυστερήσεις και αβεβαιότητες των προηγούμενων αξιολογήσεων, θα υποστούν νέες επιπτώσεις. Μόνο που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια και αντοχές για κάτι τέτοιο, αφού νέο πλήγμα στις τράπεζες θα ήταν η «ταφόπλακα» για την ελληνική οικονομία.
Η πίεση στις τράπεζες γίνεται ακόμη πιο έντονη, αφού, όπως είχε αποκαλύψει το Capital.gr, το ΔΝΤ επιστρέφει στις διαδικασίες αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος με ισχυρά αυξημένες απαιτήσεις και στον τραπεζικό τομέα. Ειδικά, θα θέσει ως άμεσα απαιτητό το θέμα της νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, εξ ου και η απαίτησή του για επικαιροποιημένη επανεξέταση της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών (AQR) και η εκτίμησή του ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται νέα πρόσθετα κεφάλαια 10 δισ. ευρώ.
Όπως έγραψε το Capital.gr, η θέση αυτή του ΔΝΤ δημιουργεί πεδίο ρήξης με την ΕΚΤ, η οποία υπερασπίζεται τον τίτλο, τις αρμοδιότητες και το έργο της ως επόπτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καλυφθεί από τις διαδικασίες των stress tests που έχουν προηγηθεί και συνεχίζουν να παρακολουθούνται από τον SSM. Σημειώνεται ότι στην πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ αμφισβήτησε ευθέως την εποπτεία της ΕΚΤ και ειδικά τους στόχους που έχει θέσει για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες.
Οι έλεγχοι του SSM
Τονίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, η ΕΚΤ, πάντως, βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών ενόψει των πανευρωπαϊκών stress tests του 2018. Αυτό αποδεικνύεται από τους ελέγχους που έχει ξεκινήσει ήδη στα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, εξετάζοντας επισταμένως τις προοπτικές βιωσιμότητας ρυθμίσεων δανείων.
Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ρυθμίσεων αφορά κυρίως τις κατηγορίες των επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, παρά την επιμήκυνση ως προς το χρονικό ορίζοντα των ρυθμίσεων/διευθετήσεων δανείων, υπάρχει σημαντικό ποσοστό των φακέλων οι οποίοι υπόκεινται εκ νέου σε ρύθμιση παρά το γεγονός ότι είχε υλοποιηθεί μακροπρόθεσμη διευθέτηση στο παρελθόν. Πρόκειται για ποσοστό 37,5% των συνολικών ρυθμισμένων συμβάσεων (φακέλων) που υπόκεινται ξανά σε ρύθμιση, με την τάση αυτή, μάλιστα, να είναι περισσότερο εμφανής στα δάνεια τα οποία είχαν ήδη ρυθμιστεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα προκαταρκτικά «stress tests» που έχουν αρχίσει να διενεργούνται στις ελληνικές τράπεζες (διαδοχικά ανά δύο τράπεζες) θα ολοκληρωθούν στα τέλη του έτους, κρίνοντας το κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να χρειαστούν πρόσθετες προβλέψεις και συνακόλουθα μελλοντικά πρόσθετα κεφάλαια. Υπενθυμίζεται ότι η πιθανότητα πρόσθετων προβλέψεων είναι ενισχυμένη με την εφαρμογή, από 1/1/2018, του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9 που προβλέπει τον σχηματισμό προβλέψεων έναντι πιθανών ζημιών από πιστωτικό κίνδυνο και όχι απλώς πραγματοποιηθεισών ζημιών, όπως ισχύει τώρα.
Δείκτης της πορείας των «κόκκινων» δανείων θα είναι τα στοιχεία που θα ανακοινώσει η ΤτΕ στις αρχές Σεπτεμβρίου για τη μείωση NPEs και NPLs στο β’ τρίμηνο 2017.
Στο α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), αλλά έχασαν τους στόχους για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs). Όσο για την περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων τους, αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα των διαγραφών δανείων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες. Ειδικότερα, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 1,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2016, αγγίζοντας τα 105,1 δισ. ευρώ ή το 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όπου τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο, η μείωση σε έναν χρόνο ήταν της τάξεως του 3,3% ή κατά 3,5 δισ. ευρώ.
Με την εξαίρεση των εκτός ισολογισμού στοιχείων, στο α’ τρίμηνο του 2017, οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους για τα ΜΕΑ, τα οποία μειώθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από τον στόχο, αγγίζοντας τα 103,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, έχασαν τον στόχο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία έφτασαν τα 75,2 δισ. ευρώ ή περίπου 0,5 δισ. ευρώ υψηλότερα από τον στόχο.
Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από τον ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στον ρυθμό αθέτησης και στον ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε στα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν στην ΤτΕ σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο. Στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ότι το 1/3 των υπολοίπων των ΜΕΑ αφορά πιστούχους που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας. Επιπλέον, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη.
H πίεση για τους στόχους
Τον κυριότερο παράγοντα μείωσης των «κόκκινων» δανείων αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Μαρτίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 42,2% για το στεγαστικό, το 54,2% για το καταναλωτικό και το 45,0% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 60,7%). Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 25,9%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35,4%).
Όσο για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις, σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 49,1% τον Μάρτιο του 2017, από 49,7% τον Δεκέμβριο του 2016. Σύμφωνα με την ΤτΕ, εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.
Συνολικά, η παραπάνω εικόνα για την πρόοδο που καταγράφεται στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, σε καμία περίπτωση δεν εφησυχάζει τους επόπτες. Αντιθέτως, οι πιέσεις προς τις τράπεζες για μεγαλύτερα αποτελέσματα σε συντομότερο χρόνο εντείνονται.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το θέμα της επιθυμητής υπεραπόδοσης έναντι των φετινών στόχων μείωσης στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τέθηκε στις τράπεζες σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε προ ημερών μεταξύ του διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, και των διευθυνόντων συμβούλων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην ανάγκη, στο διάστημα των επόμενων μηνών, μέχρι και το τέλος του α’ τριμήνου 2018, οι τράπεζες να υπερκεράσουν τους στόχους που έχουν τεθεί από τον SSM, εμφανίζοντας μείωση στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπουν οι στόχοι, οι οποίοι έχουν κατατεθεί στον SSM.
Με το δεδομένο ότι δεν διαφαίνεται υλοποίηση του στόχου αυτού μέσω των ρυθμίσεων δανείων, αφού αυτές δεν μπορούν να υπεραποδώσουν αν δεν υπάρξει ορατή ανάπτυξη στην οικονομία, προσεχώς πρέπει να πέσει μεγαλύτερο βάρος σε πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Προς την κατεύθυνση αυτή, αναμένεται με ενδιαφέρον η πρώτη πώληση NPLs από τη Eurobank, με το εγχείρημα να βρίσκεται τώρα στο στάδιο υποβολής δεσμευτικών προσφορών από ενδιαφερόμενους αγοραστές και την ολοκλήρωση της συναλλαγής να αναμένεται προς τα τέλη Νοεμβρίου με Δεκέμβριο.
Σημειώνεται ότι ο στόχος που έχει τεθεί στις τράπεζες είναι μείωση των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά 38% την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους στα 66,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 από 106,9 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2016.
Χορηγήσεις και καταθέσεις
Η μείωση των «κόκκινων» δανείων είναι κομβική για την ΕΚΤ και τις ελληνικές τράπεζες, καθώς από αυτήν θα εξαρτηθεί η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας κατόπιν της δυνατότητας νέων χορηγήσεων από τις τράπεζες.
Η συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα είναι δραματική, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανάκαμψη των πιστοδοτήσεων που παρατηρείται στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε χώρες των Βαλκανίων όπου οι νέες χορηγήσεις αυξάνουν με ρυθμό ακόμη και έως 9%. Στον αντίποδα, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα παραμένει αρνητικός (τον Ιούνιο 2017, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε στο -1,3% από -1,0% τον προηγούμενο μήνα), ενώ οι συνολικές χορηγήσεις των ελληνικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) υποχώρησαν περαιτέρω στα 190,385 δισ. ευρώ (201,595 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2016).
Ο προβληματισμός για την αδυναμία των τραπεζών να ανακτήσουν τον ρόλο τους στην οικονομία πηγάζει και από το γεγονός ότι δεν σημειώνεται επιστροφή καταθέσεων. Από την επιβολή των capital controls τον Ιούνιο του 2015 και έκτοτε, οι καταθέσεις βρίσκονται ουσιαστικά κολλημένες στην περιοχή των 120 δισ. ευρώ, ούσες σήμερα 45 δισ. ευρώ χαμηλότερες από τον Αύγουστο του 2016. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν έκθεση στον δανεισμό του ELA ίση με το 1/4 του ΑΕΠ (χωρίς να υπολογίζεται η λοιπή χρηματοδότησή τους από το ευρωσύστημα) εντείνει την ανάγκη του οριστικού «νοικοκυρέματος» στις ελληνικές τράπεζες.
Πηγή: capital.gr-topontiki.gr
Αναδημοσίευση από anastoxasmoi
Πρόκειται για κατευθύνσεις που θα κινηθούν παράλληλα με τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αλλά που θα οριστούν κυρίως από την πορεία της εγχώριας ανάπτυξης, των επιδόσεων των τραπεζών στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και, βεβαίως, από το γενικότερο κλίμα για τις προοπτικές συνέχισης της εξόδου της χώρας στις αγορές και για την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
Όλο αυτό το πλέγμα παραμέτρων βρίσκεται στο μικροσκόπιο όχι μόνο των εποπτικών αρχών και των ίδιων των τραπεζών, αλλά και των επενδυτών, υφιστάμενων και δυνητικών. Όλες οι πλευρές «προσυπογράφουν» την ανάγκη ενός «ξεκαθαρίσματος» του εγχώριου τραπεζικού τομέα από βάρη που το εμποδίζουν να διαδραματίσει τον ρόλο του στην οικονομία, αναγνωρίζοντας ότι αν δεν λυθεί το θέμα των τραπεζών, η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει.
Το αναγκαίο, δε, «ξεκαθάρισμα» πρέπει να γίνει και με το βλέμμα στην προσέλκυση επενδυτών. Οι τελευταίοι, παρά την πρόσφατη έξοδο του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές και τη νέα ελάφρυνση των capital controls, διστάζουν ακόμη να επενδύσουν στη χώρα – κάτι που κρίνεται εξαιρετικά κρίσιμο και για τις αναδιαρθρώσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι οποίες θα απαιτήσουν φρέσκα κεφάλαια για την εξυγίανσή τους.
Η γ’ αξιολόγηση, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ
Το θέμα των τραπεζών έρχεται ξανά στην πρώτη γραμμή, όχι μόνο ενόψει των πανευρωπαϊκών stress tests της ΕΚΤ την άνοιξη του 2018. Αν και σχεδόν το σύνολο των προαπαιτούμενων για τις τράπεζες έχει ολοκληρωθεί στις δύο προηγούμενες αξιολογήσεις, η τρίτη αξιολόγηση, η οποία δεν αναμένεται μια εύκολη υπόθεση, μπορεί να δημιουργήσει νέες αναταράξεις, ικανές να οδηγήσουν σε αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Σημειώνεται ότι οι αναμενόμενες αναταραχές κατά την πορεία της τρίτης αξιολόγησης και η πιθανή αποχώρηση του ΔΝΤ εν μέσω αυτής προσμετρήθηκαν στις αποφάσεις για την πρόσφατη έξοδο της χώρας στις αγορές, η οποία διαφορετικά θα έπρεπε να καθυστερήσει για μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, χάνοντας το επί της παρούσης καλό επενδυτικό timing.Προσεχείς αναταράξεις και ενδεχόμενη αποχώρηση του ΔΝΤ ανάβουν το σήμα «Προσδεθείτε» για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς είναι προφανές ότι, όπως συνέβη με τις καθυστερήσεις και αβεβαιότητες των προηγούμενων αξιολογήσεων, θα υποστούν νέες επιπτώσεις. Μόνο που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια και αντοχές για κάτι τέτοιο, αφού νέο πλήγμα στις τράπεζες θα ήταν η «ταφόπλακα» για την ελληνική οικονομία.
Η πίεση στις τράπεζες γίνεται ακόμη πιο έντονη, αφού, όπως είχε αποκαλύψει το Capital.gr, το ΔΝΤ επιστρέφει στις διαδικασίες αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος με ισχυρά αυξημένες απαιτήσεις και στον τραπεζικό τομέα. Ειδικά, θα θέσει ως άμεσα απαιτητό το θέμα της νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, εξ ου και η απαίτησή του για επικαιροποιημένη επανεξέταση της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών (AQR) και η εκτίμησή του ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται νέα πρόσθετα κεφάλαια 10 δισ. ευρώ.
Όπως έγραψε το Capital.gr, η θέση αυτή του ΔΝΤ δημιουργεί πεδίο ρήξης με την ΕΚΤ, η οποία υπερασπίζεται τον τίτλο, τις αρμοδιότητες και το έργο της ως επόπτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καλυφθεί από τις διαδικασίες των stress tests που έχουν προηγηθεί και συνεχίζουν να παρακολουθούνται από τον SSM. Σημειώνεται ότι στην πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ αμφισβήτησε ευθέως την εποπτεία της ΕΚΤ και ειδικά τους στόχους που έχει θέσει για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες.
Οι έλεγχοι του SSM
Τονίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, η ΕΚΤ, πάντως, βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών ενόψει των πανευρωπαϊκών stress tests του 2018. Αυτό αποδεικνύεται από τους ελέγχους που έχει ξεκινήσει ήδη στα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, εξετάζοντας επισταμένως τις προοπτικές βιωσιμότητας ρυθμίσεων δανείων.
Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ρυθμίσεων αφορά κυρίως τις κατηγορίες των επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, παρά την επιμήκυνση ως προς το χρονικό ορίζοντα των ρυθμίσεων/διευθετήσεων δανείων, υπάρχει σημαντικό ποσοστό των φακέλων οι οποίοι υπόκεινται εκ νέου σε ρύθμιση παρά το γεγονός ότι είχε υλοποιηθεί μακροπρόθεσμη διευθέτηση στο παρελθόν. Πρόκειται για ποσοστό 37,5% των συνολικών ρυθμισμένων συμβάσεων (φακέλων) που υπόκεινται ξανά σε ρύθμιση, με την τάση αυτή, μάλιστα, να είναι περισσότερο εμφανής στα δάνεια τα οποία είχαν ήδη ρυθμιστεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα προκαταρκτικά «stress tests» που έχουν αρχίσει να διενεργούνται στις ελληνικές τράπεζες (διαδοχικά ανά δύο τράπεζες) θα ολοκληρωθούν στα τέλη του έτους, κρίνοντας το κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να χρειαστούν πρόσθετες προβλέψεις και συνακόλουθα μελλοντικά πρόσθετα κεφάλαια. Υπενθυμίζεται ότι η πιθανότητα πρόσθετων προβλέψεων είναι ενισχυμένη με την εφαρμογή, από 1/1/2018, του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9 που προβλέπει τον σχηματισμό προβλέψεων έναντι πιθανών ζημιών από πιστωτικό κίνδυνο και όχι απλώς πραγματοποιηθεισών ζημιών, όπως ισχύει τώρα.
Δείκτης της πορείας των «κόκκινων» δανείων θα είναι τα στοιχεία που θα ανακοινώσει η ΤτΕ στις αρχές Σεπτεμβρίου για τη μείωση NPEs και NPLs στο β’ τρίμηνο 2017.
Στο α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), αλλά έχασαν τους στόχους για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs). Όσο για την περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων τους, αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα των διαγραφών δανείων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες. Ειδικότερα, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 1,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2016, αγγίζοντας τα 105,1 δισ. ευρώ ή το 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όπου τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο, η μείωση σε έναν χρόνο ήταν της τάξεως του 3,3% ή κατά 3,5 δισ. ευρώ.
Με την εξαίρεση των εκτός ισολογισμού στοιχείων, στο α’ τρίμηνο του 2017, οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους για τα ΜΕΑ, τα οποία μειώθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από τον στόχο, αγγίζοντας τα 103,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, έχασαν τον στόχο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία έφτασαν τα 75,2 δισ. ευρώ ή περίπου 0,5 δισ. ευρώ υψηλότερα από τον στόχο.
Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από τον ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στον ρυθμό αθέτησης και στον ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε στα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν στην ΤτΕ σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο. Στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ότι το 1/3 των υπολοίπων των ΜΕΑ αφορά πιστούχους που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας. Επιπλέον, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη.
H πίεση για τους στόχους
Τον κυριότερο παράγοντα μείωσης των «κόκκινων» δανείων αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Μαρτίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 42,2% για το στεγαστικό, το 54,2% για το καταναλωτικό και το 45,0% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 60,7%). Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 25,9%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35,4%).
Όσο για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις, σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 49,1% τον Μάρτιο του 2017, από 49,7% τον Δεκέμβριο του 2016. Σύμφωνα με την ΤτΕ, εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.
Συνολικά, η παραπάνω εικόνα για την πρόοδο που καταγράφεται στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, σε καμία περίπτωση δεν εφησυχάζει τους επόπτες. Αντιθέτως, οι πιέσεις προς τις τράπεζες για μεγαλύτερα αποτελέσματα σε συντομότερο χρόνο εντείνονται.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το θέμα της επιθυμητής υπεραπόδοσης έναντι των φετινών στόχων μείωσης στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τέθηκε στις τράπεζες σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε προ ημερών μεταξύ του διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, και των διευθυνόντων συμβούλων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην ανάγκη, στο διάστημα των επόμενων μηνών, μέχρι και το τέλος του α’ τριμήνου 2018, οι τράπεζες να υπερκεράσουν τους στόχους που έχουν τεθεί από τον SSM, εμφανίζοντας μείωση στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπουν οι στόχοι, οι οποίοι έχουν κατατεθεί στον SSM.
Με το δεδομένο ότι δεν διαφαίνεται υλοποίηση του στόχου αυτού μέσω των ρυθμίσεων δανείων, αφού αυτές δεν μπορούν να υπεραποδώσουν αν δεν υπάρξει ορατή ανάπτυξη στην οικονομία, προσεχώς πρέπει να πέσει μεγαλύτερο βάρος σε πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Προς την κατεύθυνση αυτή, αναμένεται με ενδιαφέρον η πρώτη πώληση NPLs από τη Eurobank, με το εγχείρημα να βρίσκεται τώρα στο στάδιο υποβολής δεσμευτικών προσφορών από ενδιαφερόμενους αγοραστές και την ολοκλήρωση της συναλλαγής να αναμένεται προς τα τέλη Νοεμβρίου με Δεκέμβριο.
Σημειώνεται ότι ο στόχος που έχει τεθεί στις τράπεζες είναι μείωση των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά 38% την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους στα 66,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 από 106,9 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2016.
Χορηγήσεις και καταθέσεις
Η μείωση των «κόκκινων» δανείων είναι κομβική για την ΕΚΤ και τις ελληνικές τράπεζες, καθώς από αυτήν θα εξαρτηθεί η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας κατόπιν της δυνατότητας νέων χορηγήσεων από τις τράπεζες.
Η συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα είναι δραματική, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανάκαμψη των πιστοδοτήσεων που παρατηρείται στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε χώρες των Βαλκανίων όπου οι νέες χορηγήσεις αυξάνουν με ρυθμό ακόμη και έως 9%. Στον αντίποδα, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα παραμένει αρνητικός (τον Ιούνιο 2017, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε στο -1,3% από -1,0% τον προηγούμενο μήνα), ενώ οι συνολικές χορηγήσεις των ελληνικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) υποχώρησαν περαιτέρω στα 190,385 δισ. ευρώ (201,595 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2016).
Ο προβληματισμός για την αδυναμία των τραπεζών να ανακτήσουν τον ρόλο τους στην οικονομία πηγάζει και από το γεγονός ότι δεν σημειώνεται επιστροφή καταθέσεων. Από την επιβολή των capital controls τον Ιούνιο του 2015 και έκτοτε, οι καταθέσεις βρίσκονται ουσιαστικά κολλημένες στην περιοχή των 120 δισ. ευρώ, ούσες σήμερα 45 δισ. ευρώ χαμηλότερες από τον Αύγουστο του 2016. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν έκθεση στον δανεισμό του ELA ίση με το 1/4 του ΑΕΠ (χωρίς να υπολογίζεται η λοιπή χρηματοδότησή τους από το ευρωσύστημα) εντείνει την ανάγκη του οριστικού «νοικοκυρέματος» στις ελληνικές τράπεζες.
Πηγή: capital.gr-topontiki.gr
Αναδημοσίευση από anastoxasmoi