ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑ
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ*
Στο κενό έπεσαν οι φωνές πολιτικών και οικονομολόγων που επιχείρησαν να διαβεβαιώσουν επαΐοντες και μη ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας από την χρηματιστηριακή αναστάτωση στην Κίνα. Γιατί, πράγματι, άμεσος και ορατός κίνδυνος μετάδοσης της «κινέζικης γρίπης» στις δυτικές οικονομίες δεν υφίσταται.
Σε περίπτωση όμως που αυτό συμβεί, υπάρχουνμηχανισμοί ανάσχεσης της εξάπλωσης της κρίσης; Διαθέτουν, με άλλα λόγια, ΗΠΑ κι ευρωζώνη εργαλεία παρέμβασης που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αντικυκλικά; Ας μην ξεχνούμε άλλωστε πως ούτε το 2008 υπήρχε ανάλογος κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης που ξέσπασε στην Αμερική. Με μια πρώτη ματιά, κανένα από τα τραπεζικά συστήματα της περιφέρειας της ευρωζώνης δεν είχε εμπλακεί τόσο ενεργά στη χρηματοδότηση της αμερικάνικης αγοράς ακινήτων ή στα τοξικά προϊόντα που κυκλοφορούσαν ανενόχλητα στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, όπως το αίμα κυλάει στις ανθρώπινες φλέβες. Η Ελλάδα παρόλα αυτά, μαζί με πολλές ακόμη χώρες της ευρωζώνης με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την Ιταλία και την Κύπρο, επτά χρόνια μετά παραμένουν ακόμη στην εντατική…
ΕΣΚΑΣΕ Η ΦΟΥΣΚΑ
Τα επιφανειακά χαρακτηριστικά της κινέζικης κρίσης, είναι αλήθεια, πως δεν προμηνύουν κανέναν κίνδυνο μετάδοσης της στη Δύση. Η πτώση των κινέζικων μετοχών που ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου, και συνεχίστηκε Δευτέρα και Τρίτη 24 και 25 Αυγούστου, με τον δείκτη του χρηματιστηρίου της Σαγκάης να χάνει αυτές τις δύο μέρες 15,4% ενώ σωρευτικά από το ρεκόρ του Ιουνίου του 2015 έχει χάσει 42,5%της αξίας του, ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Το 2014 συνέβη στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη ό,τι κατά επανάληψη παρατηρείται στις μεγαλύτερες και πιο ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες Ανατολής και Δύσης σχεδόν κάθε 15 χρόνια: Η δημιουργία μίας φούσκας τροφοδοτούμενης από αλόγιστο τραπεζικό δανεισμό με εγγύηση ακόμη και μετοχές, όπως συνέβη μέχρι και στην Ελλάδα το 1999, υποκινούμενη από αυτοεκπληρούμενες προφητείες που κατά βάση υλοποιούνταν από μια συνεχή παροχή νέου ρευστού στην οικονομία, όπως ακριβώς συμβαίνει στα λεγόμενα αεροπλανάκια. Αρκεί να αναφερθεί ότι από τα μέσα Ιουνίου του 2014 μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 2015 οι τιμές των μετοχών στην Κίνα αυξήθηκαν κατά 150%! Πρόκειται για αποτελεσματικότατη μορφή πλουτισμού μέχρι να συμβεί κάτι τυχαίο και ο ρυθμός αύξησης των νέων μελών να διαταραχθεί ή να επιβραδυνθεί. Το γεγονός μάλιστα ότι οι τιμές των μετοχών παραμένουν ακόμη σε επίπεδα αδικαιολόγητα υψηλά προμηνύεται ότι ηπτώση θα συνεχιστεί. Αργά ή γρήγορα, επομένως, η Κίνα θα σκορπίσει νέες …συγκινήσεις στην παγκόσμια οικονομία, αφήνοντας άγρυπνους πολιτικούς κι επαγγελματίες.
Το κακό όμως για όλους, Κινέζους και Δυτικούς, είναι πως η διόρθωση στις τιμές των μετοχών συνδέεται, στενά μάλιστα, με εξελίξεις στη λεγόμενη πραγματική οικονομία, που ως κοινό τους γνώρισμα έχουν την απότομη επιβράδυνση, ή με άλλα λόγια έναν μακρύ αποχαιρετισμό στα χρόνια της απρόσκοπτης και θεαματικής ανάπτυξης. Εν αρχή ην (τι άλλο;) το χρέος, που δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στην παρέμβαση του κράτους και του ιδιωτικού τομέα, καθώς στο εξής κάθε επέκταση συνοδεύεται από αυξημένο κόστος. Ενδεικτικά, στα μέσα του 2014 το χρέος της Κίνας υπερέβαινε αυτό των ΗΠΑ και της Γερμανίας κι ανερχόταν σε 28 τρισ. δολ. (282% του ΑΕΠ της), όταν μόλις το 2007 άγγιζε τα 7 τρισ. δολ., ήταν δηλαδή στο ένα τέταρτο των σημερινών επιπέδων. Η εκτίμηση πως η κρίση στην Κίνα δεν αφορά μόνο τις μετοχές επιβεβαιώνεται επίσης από τα σημάδια κόπωσης που εμφανίζει σχεδόν παντού: Τον Ιούλιο οι εξαγωγές της μειώθηκαν σε σχέση με έναν μήνα πριν κατά 8%, οι πωλήσεις αυτοκινήτων τον Ιούνιο μειώθηκαν κατά 6% σε ετήσια βάση, ενώ το ΑΕΠ της το δεύτερο τρίμηνο του έτους (Απρίλιο – Ιούνιο) αυξήθηκε μόνο κατά 7%. Είναι ένα ποσοστό μεγέθυνσης που Αμερική κι Ευρώπη έχουν να δουν πολλές δεκαετίες, για την Κίνα όμως είναι ο χαμηλότερος ρυθμός μεγέθυνσης των τελευταίων 6 χρόνων. Οι ωρολογιακές βόμβες που είναι τοποθετημένες στα θεμέλια της κινέζικης οικονομίας περιγράφηκαν πολύ πρόσφατα σε έκθεσης της McKinsey & Company ως εξής: «Πολλοί παράγοντες προκαλούν ανησυχία: Τα μισά δάνεια συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την αγορά ακινήτων της Κίνας, ο μη ρυθμισμένος σκιώδης τραπεζικός τομέας έχει προσφέρει τον μισό νέο δανεισμό και το χρέος πολλών τοπικών κυβερνήσεων είναι εμφανώς μη βιώσιμο»…
ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΣΕ ΙΑΩΠΝΙΑ ΚΙ ΕΥΡΩΠΗ
Η απότομη επιβράδυνση της κινέζικης οικονομίας δεν άφησε ανεπηρέαστες τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη. Εμφανή πλήγματα από την κινέζικη κόπωση παρουσιάζει ήδη η Ιαπωνία, όπου η συρρίκνωση του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,4% αποδόθηκε στην ασθενή ζήτηση της Κίνας. Θέμα χρόνου είναι κι η γερμανική οικονομία να καταγράψει ζημιές λόγω Κίνας. Αρκεί μια ματιά στη δομή της αύξησης του ΑΕΠ της. Για παράδειγμα στην αύξηση που καταγράφηκε κατά 1,6% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο το εξωτερικό εμπόριο συνέβαλε θετικά κατά 0,7% ελέω ευρώ, όταν η εγχώρια ζήτηση είχε αρνητική συμβολή κατά 0,3%, ελέω λιτότητας που είναι η άλλη όψη του κοινού νομίσματος. Δεδομένου ότι οι εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα αντιπροσωπεύουν το 6,6% του συνόλου των εξαγωγών η ευαισθησία της ατμομηχανής της Ευρώπης απέναντι σε οποιαδήποτε νόσο κυκλοφορεί στην Κίνα, που αντιπροσωπεύει το 15% του δυναμικού της παγκόσμιας οικονομίας, είναι αυταπόδεικτη… Έτσι όμως δοκιμάζεται κι ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που έχει ως κινητήριαδύναμη τις εξαγωγές. Ειδικά στην Ευρώπη, αλλά όχι μόνο, αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις προσπέρασαν το οικονομικό κόστος της λιτότητας (πτώση της κατανάλωσης) επενδύοντας στις εξαγωγές, με τις αχανείς αγορές των ΗΠΑ και της Κίνας να προσφέρουν το καταναλωτικό κοινό που αδυνατεί πλέον να βρεθεί στο εσωτερικό λόγω ανεργίας, πτώσης μισθών και αυξημένης φορολογίας. Μέχρι που έρχεται η ώρα της …κρίσης κι η επιδημία της κρίσης και της λιτότητας περιορίζει το βάθος κι αυτών των αγορών. Τότε είναι που η κρίση εξαπλώνεται, πλήττοντας μάλιστα την αιχμή του δόρατος κάθε ανεπτυγμένης οικονομίας που είναι η εξαγωγική βιομηχανία!
ΓΥΜΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ
Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι η «κινέζικη γρίπη» (που θα γίνει πολύ πιο επικίνδυνη όταν η υποτίμηση κινέζικου νομίσματος που ανακοινώθηκε στις 11 Αυγούστου θα αρχίσει να επηρεάζει το διεθνές της εμπόριο) απειλεί οργανισμούς πολλαπλά επιβαρυμένους. Αρκεί μια ματιά στις επιδόσεις της ευρωζώνης, όπου το δεύτερο τρίμηνο το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,3%, όταν το πρώτο τρίμηνο είχε αυξηθεί κατά 0,4%. Επί της ουσίας πρόκειται για στασιμότητα, η οποία μάλιστα παρατηρείται παρά τους πακτωλούς ρευστού που ρίχνονται κάθε μήνα στην οικονομία της ευρωζώνης, ύψους 60 περίπου δισ. ευρώ, στο πλαίσιο των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ από τον Μάρτιο του 2015. Η ίδια κατάσταση «υποβοηθούμενης αναπνοής» παρατηρείται και στις ΗΠΑ, με τηνομοσπονδιακή τράπεζα να εφαρμόζει πολιτική μηδενικών επιτοκίων όπως κι η ΕΚΤ. Μάλιστα σχέδια αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων το Σεπτέμβριο, για πρώτη φορά μετά την κρίση το 2008, μετατίθενται για το απώτερο μέλλον καθώς κατά κοινή ομολογία πιθανή αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου θα μπορούσε να αποτελέσει την θρυαλλίδα αναπάντεχων, αρνητικών, εξελίξεων. Αυτή η ιδιότυπη ομηρία των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη από τα φαντάσματα της κρίσης του 2008, όπως εκφράζεται στην αύξηση των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών κατά 10 τρις. δολ. μετά την κρίση του 2008, δημιουργεί την μεγαλύτερη ανασφάλεια για το μέλλον, καθώς περιορίζει ασφυκτικά τα περιθώρια δράσης. Στην πραγματικότητα βαδίζουμε γυμνοί! Με τα επιτόκια στο μηδέν και τους κρουνούς του ρευστού να δουλεύουν ήδη στο 100% (Ευρώπη) ή να έχουν στερέψει (ΗΠΑ), τα παραδοσιακά μέσα δράσης έχουν προ πολλού εξαντληθεί. Οι αβεβαιότητες μάλιστα επιτείνονται αν δούμε ότι πλέον ότι εισέρχεται κι η Κίνα στη χορεία των οικονομιών που αναπνέουν με μηχανικά μέσα, όπως δηλώνει η απόφασή της κυβέρνησης να ρίξει στην αγορά των μετοχών τις τελευταίες 7 εβδομάδες 200 δις. δολ. Μια απόφαση που μπορεί να μην απέτρεψε το ξεπούλημα των μετοχών επιβράδυνε ωστόσο τους ρυθμούς του. Παρόλα αυτά η συνέχεια είναι εύκολα προβλέψιμη καθώς κι άλλες χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις ενεργοποίησαν μηχανισμούς ανάσχεσης με περιορισμένα αποτελέσματα. Τότε θα δούμε κατά πόσο οι καθησυχαστικές φωνές πολιτικών όπως η Μέρκελ κι ο Ολάντ έχουν πραγματικό αντίκρισμα…
Πηγή: Επίκαιρα
Στο κενό έπεσαν οι φωνές πολιτικών και οικονομολόγων που επιχείρησαν να διαβεβαιώσουν επαΐοντες και μη ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας από την χρηματιστηριακή αναστάτωση στην Κίνα. Γιατί, πράγματι, άμεσος και ορατός κίνδυνος μετάδοσης της «κινέζικης γρίπης» στις δυτικές οικονομίες δεν υφίσταται.
Σε περίπτωση όμως που αυτό συμβεί, υπάρχουνμηχανισμοί ανάσχεσης της εξάπλωσης της κρίσης; Διαθέτουν, με άλλα λόγια, ΗΠΑ κι ευρωζώνη εργαλεία παρέμβασης που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αντικυκλικά; Ας μην ξεχνούμε άλλωστε πως ούτε το 2008 υπήρχε ανάλογος κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης που ξέσπασε στην Αμερική. Με μια πρώτη ματιά, κανένα από τα τραπεζικά συστήματα της περιφέρειας της ευρωζώνης δεν είχε εμπλακεί τόσο ενεργά στη χρηματοδότηση της αμερικάνικης αγοράς ακινήτων ή στα τοξικά προϊόντα που κυκλοφορούσαν ανενόχλητα στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, όπως το αίμα κυλάει στις ανθρώπινες φλέβες. Η Ελλάδα παρόλα αυτά, μαζί με πολλές ακόμη χώρες της ευρωζώνης με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την Ιταλία και την Κύπρο, επτά χρόνια μετά παραμένουν ακόμη στην εντατική…
ΕΣΚΑΣΕ Η ΦΟΥΣΚΑ
Τα επιφανειακά χαρακτηριστικά της κινέζικης κρίσης, είναι αλήθεια, πως δεν προμηνύουν κανέναν κίνδυνο μετάδοσης της στη Δύση. Η πτώση των κινέζικων μετοχών που ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου, και συνεχίστηκε Δευτέρα και Τρίτη 24 και 25 Αυγούστου, με τον δείκτη του χρηματιστηρίου της Σαγκάης να χάνει αυτές τις δύο μέρες 15,4% ενώ σωρευτικά από το ρεκόρ του Ιουνίου του 2015 έχει χάσει 42,5%της αξίας του, ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Το 2014 συνέβη στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη ό,τι κατά επανάληψη παρατηρείται στις μεγαλύτερες και πιο ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες Ανατολής και Δύσης σχεδόν κάθε 15 χρόνια: Η δημιουργία μίας φούσκας τροφοδοτούμενης από αλόγιστο τραπεζικό δανεισμό με εγγύηση ακόμη και μετοχές, όπως συνέβη μέχρι και στην Ελλάδα το 1999, υποκινούμενη από αυτοεκπληρούμενες προφητείες που κατά βάση υλοποιούνταν από μια συνεχή παροχή νέου ρευστού στην οικονομία, όπως ακριβώς συμβαίνει στα λεγόμενα αεροπλανάκια. Αρκεί να αναφερθεί ότι από τα μέσα Ιουνίου του 2014 μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 2015 οι τιμές των μετοχών στην Κίνα αυξήθηκαν κατά 150%! Πρόκειται για αποτελεσματικότατη μορφή πλουτισμού μέχρι να συμβεί κάτι τυχαίο και ο ρυθμός αύξησης των νέων μελών να διαταραχθεί ή να επιβραδυνθεί. Το γεγονός μάλιστα ότι οι τιμές των μετοχών παραμένουν ακόμη σε επίπεδα αδικαιολόγητα υψηλά προμηνύεται ότι ηπτώση θα συνεχιστεί. Αργά ή γρήγορα, επομένως, η Κίνα θα σκορπίσει νέες …συγκινήσεις στην παγκόσμια οικονομία, αφήνοντας άγρυπνους πολιτικούς κι επαγγελματίες.
Το κακό όμως για όλους, Κινέζους και Δυτικούς, είναι πως η διόρθωση στις τιμές των μετοχών συνδέεται, στενά μάλιστα, με εξελίξεις στη λεγόμενη πραγματική οικονομία, που ως κοινό τους γνώρισμα έχουν την απότομη επιβράδυνση, ή με άλλα λόγια έναν μακρύ αποχαιρετισμό στα χρόνια της απρόσκοπτης και θεαματικής ανάπτυξης. Εν αρχή ην (τι άλλο;) το χρέος, που δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στην παρέμβαση του κράτους και του ιδιωτικού τομέα, καθώς στο εξής κάθε επέκταση συνοδεύεται από αυξημένο κόστος. Ενδεικτικά, στα μέσα του 2014 το χρέος της Κίνας υπερέβαινε αυτό των ΗΠΑ και της Γερμανίας κι ανερχόταν σε 28 τρισ. δολ. (282% του ΑΕΠ της), όταν μόλις το 2007 άγγιζε τα 7 τρισ. δολ., ήταν δηλαδή στο ένα τέταρτο των σημερινών επιπέδων. Η εκτίμηση πως η κρίση στην Κίνα δεν αφορά μόνο τις μετοχές επιβεβαιώνεται επίσης από τα σημάδια κόπωσης που εμφανίζει σχεδόν παντού: Τον Ιούλιο οι εξαγωγές της μειώθηκαν σε σχέση με έναν μήνα πριν κατά 8%, οι πωλήσεις αυτοκινήτων τον Ιούνιο μειώθηκαν κατά 6% σε ετήσια βάση, ενώ το ΑΕΠ της το δεύτερο τρίμηνο του έτους (Απρίλιο – Ιούνιο) αυξήθηκε μόνο κατά 7%. Είναι ένα ποσοστό μεγέθυνσης που Αμερική κι Ευρώπη έχουν να δουν πολλές δεκαετίες, για την Κίνα όμως είναι ο χαμηλότερος ρυθμός μεγέθυνσης των τελευταίων 6 χρόνων. Οι ωρολογιακές βόμβες που είναι τοποθετημένες στα θεμέλια της κινέζικης οικονομίας περιγράφηκαν πολύ πρόσφατα σε έκθεσης της McKinsey & Company ως εξής: «Πολλοί παράγοντες προκαλούν ανησυχία: Τα μισά δάνεια συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την αγορά ακινήτων της Κίνας, ο μη ρυθμισμένος σκιώδης τραπεζικός τομέας έχει προσφέρει τον μισό νέο δανεισμό και το χρέος πολλών τοπικών κυβερνήσεων είναι εμφανώς μη βιώσιμο»…
ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΣΕ ΙΑΩΠΝΙΑ ΚΙ ΕΥΡΩΠΗ
Η απότομη επιβράδυνση της κινέζικης οικονομίας δεν άφησε ανεπηρέαστες τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη. Εμφανή πλήγματα από την κινέζικη κόπωση παρουσιάζει ήδη η Ιαπωνία, όπου η συρρίκνωση του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,4% αποδόθηκε στην ασθενή ζήτηση της Κίνας. Θέμα χρόνου είναι κι η γερμανική οικονομία να καταγράψει ζημιές λόγω Κίνας. Αρκεί μια ματιά στη δομή της αύξησης του ΑΕΠ της. Για παράδειγμα στην αύξηση που καταγράφηκε κατά 1,6% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο το εξωτερικό εμπόριο συνέβαλε θετικά κατά 0,7% ελέω ευρώ, όταν η εγχώρια ζήτηση είχε αρνητική συμβολή κατά 0,3%, ελέω λιτότητας που είναι η άλλη όψη του κοινού νομίσματος. Δεδομένου ότι οι εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα αντιπροσωπεύουν το 6,6% του συνόλου των εξαγωγών η ευαισθησία της ατμομηχανής της Ευρώπης απέναντι σε οποιαδήποτε νόσο κυκλοφορεί στην Κίνα, που αντιπροσωπεύει το 15% του δυναμικού της παγκόσμιας οικονομίας, είναι αυταπόδεικτη… Έτσι όμως δοκιμάζεται κι ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που έχει ως κινητήριαδύναμη τις εξαγωγές. Ειδικά στην Ευρώπη, αλλά όχι μόνο, αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις προσπέρασαν το οικονομικό κόστος της λιτότητας (πτώση της κατανάλωσης) επενδύοντας στις εξαγωγές, με τις αχανείς αγορές των ΗΠΑ και της Κίνας να προσφέρουν το καταναλωτικό κοινό που αδυνατεί πλέον να βρεθεί στο εσωτερικό λόγω ανεργίας, πτώσης μισθών και αυξημένης φορολογίας. Μέχρι που έρχεται η ώρα της …κρίσης κι η επιδημία της κρίσης και της λιτότητας περιορίζει το βάθος κι αυτών των αγορών. Τότε είναι που η κρίση εξαπλώνεται, πλήττοντας μάλιστα την αιχμή του δόρατος κάθε ανεπτυγμένης οικονομίας που είναι η εξαγωγική βιομηχανία!
ΓΥΜΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ
Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι η «κινέζικη γρίπη» (που θα γίνει πολύ πιο επικίνδυνη όταν η υποτίμηση κινέζικου νομίσματος που ανακοινώθηκε στις 11 Αυγούστου θα αρχίσει να επηρεάζει το διεθνές της εμπόριο) απειλεί οργανισμούς πολλαπλά επιβαρυμένους. Αρκεί μια ματιά στις επιδόσεις της ευρωζώνης, όπου το δεύτερο τρίμηνο το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,3%, όταν το πρώτο τρίμηνο είχε αυξηθεί κατά 0,4%. Επί της ουσίας πρόκειται για στασιμότητα, η οποία μάλιστα παρατηρείται παρά τους πακτωλούς ρευστού που ρίχνονται κάθε μήνα στην οικονομία της ευρωζώνης, ύψους 60 περίπου δισ. ευρώ, στο πλαίσιο των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ από τον Μάρτιο του 2015. Η ίδια κατάσταση «υποβοηθούμενης αναπνοής» παρατηρείται και στις ΗΠΑ, με τηνομοσπονδιακή τράπεζα να εφαρμόζει πολιτική μηδενικών επιτοκίων όπως κι η ΕΚΤ. Μάλιστα σχέδια αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων το Σεπτέμβριο, για πρώτη φορά μετά την κρίση το 2008, μετατίθενται για το απώτερο μέλλον καθώς κατά κοινή ομολογία πιθανή αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου θα μπορούσε να αποτελέσει την θρυαλλίδα αναπάντεχων, αρνητικών, εξελίξεων. Αυτή η ιδιότυπη ομηρία των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη από τα φαντάσματα της κρίσης του 2008, όπως εκφράζεται στην αύξηση των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών κατά 10 τρις. δολ. μετά την κρίση του 2008, δημιουργεί την μεγαλύτερη ανασφάλεια για το μέλλον, καθώς περιορίζει ασφυκτικά τα περιθώρια δράσης. Στην πραγματικότητα βαδίζουμε γυμνοί! Με τα επιτόκια στο μηδέν και τους κρουνούς του ρευστού να δουλεύουν ήδη στο 100% (Ευρώπη) ή να έχουν στερέψει (ΗΠΑ), τα παραδοσιακά μέσα δράσης έχουν προ πολλού εξαντληθεί. Οι αβεβαιότητες μάλιστα επιτείνονται αν δούμε ότι πλέον ότι εισέρχεται κι η Κίνα στη χορεία των οικονομιών που αναπνέουν με μηχανικά μέσα, όπως δηλώνει η απόφασή της κυβέρνησης να ρίξει στην αγορά των μετοχών τις τελευταίες 7 εβδομάδες 200 δις. δολ. Μια απόφαση που μπορεί να μην απέτρεψε το ξεπούλημα των μετοχών επιβράδυνε ωστόσο τους ρυθμούς του. Παρόλα αυτά η συνέχεια είναι εύκολα προβλέψιμη καθώς κι άλλες χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις ενεργοποίησαν μηχανισμούς ανάσχεσης με περιορισμένα αποτελέσματα. Τότε θα δούμε κατά πόσο οι καθησυχαστικές φωνές πολιτικών όπως η Μέρκελ κι ο Ολάντ έχουν πραγματικό αντίκρισμα…
Πηγή: Επίκαιρα