Στοιχεία - σοκ για την παιδική κακοποίηση στη χώρα μας από την έρευνα του ΑΠΘ - Στο 93% των περιπτώσεων δράστης ήταν γνωστός του θύματος
Συνολικά 229 παιδιά, ηλικίας από τριών μηνών έως και 17 ετών (μέσος όρος ηλικίας 11,25 έτη), που υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση στην δεκαετία 2005-2015, εντοπίστηκαν από καταγγελίες που έγιναν στη Θεσσαλονίκη και τους όμορους νομούς, στο πλαίσιο έρευνας της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ.
Σχεδόν τα μισά θύματα (49,8%) ήταν ηλικίας 13-18 ετών, ενώ το 36,3% ήταν ηλικίας έξι ως 12 ετών και το 13,9% παιδιά προσχολικής ηλικίας (πέντε ετών ή και μικρότερα).
Δράστης στο 93% των περιπτώσεων ήταν κάποιος τον οποίο γνώριζε το θύμα και ο οποίος το προσέγγισε είτε αναπτύσσοντας σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης είτε δωροδοκώντας το. Καταγγέλλουσες στο 59% των περιπτώσεων ήταν η μητέρα, η γιαγιά και η αδελφή του θύματος, ενώ πολύ πολύ συχνά (24,7%) η καταγγελία έγινε από το νοσηλευτική ή εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο φρόντισε για οποιοδήποτε λόγο το παιδί και στο 15,2% περιπτώσεων η καταγγελία έγινε από το ίδιο το παιδί. Επειδή όμως οι καταγγελίες δεν έγιναν άμεσα, σε μεγάλο ποσοστό απέβη αρνητική η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών για σωματικές κακώσεις και για τυχόν ευρήματα ενδεικτικά σεξουαλικής κακοποίησης οποιασδήποτε μορφής.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την παιδίατρο Ελισάβετ Αντωνιάδου στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής, με τίτλο: «Η κακοποίηση στην παιδική ηλικία. Επιδημιολογική διερεύνηση του φαινομένου βάσει ιατροδικαστικών εκθέσεων και ευρημάτων» που εκπονήθηκε, υπό την επίβλεψη του καθηγητή του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ, Θεόδωρου Δαρδαβέση. Βασίστηκε σε στοιχεία από τα αρχεία του Εργαστηρίου της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ και της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναφορικά με καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στα Αστυνομικά Τμήματα και την Εισαγγελία του νομού Θεσσαλονίκης και των όμορων νομών.
Επισημαίνοντας την ανάγκη της πρόληψης της παιδικής σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης, αλλά και της παραμέλησης του παιδιού, ο κ.Δαρδαβέσης ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η Κοσμητεία της Σχολής Επιστημών Υγείας θα ξεκινήσει από τον προσεχή Μάρτιο μια σειρά δράσεων ουσιαστικής ενημέρωσης για τα θέματα αυτά σε Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων καθώς και σε αθλητικούς συλλόγους που εκπαιδεύουν παιδιά.
"Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τα παιδιά που κακοποιούνται, δυστυχώς στην ενήλικη ζωή πολλά από αυτά κακοποιούν με τη σειρά τους. Είναι ίσως ένας ψυχολογικός φαύλος κύκλος αλλά είναι μια διάσταση που πραγματικά έχει μία τραγικότητα. Γι' αυτό και τέτοια περιστατικά θα πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα" πρόσθεσε ο κ. Δαρδαβέσης.
Αποφεύγεται η καταγγελία αν δεν έχει ολοκληρωθεί η πράξη
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας ο μεγαλύτερος όγκος των καταγγελιών κακοποίησης (65,2%) αφορά σε περιστατικά, στα οποία τα θύματα ή οι φροντιστές τους ισχυρίζονται ότι είχε πραγματοποιηθεί, με κάποιο τρόπο, ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη με το δράστη, ενώ σε μικρότερο ποσοστό (34,8%) αυτές αφορούν σε θωπείες, φιλιά κ.ά. Σε 18,3% περιπτώσεις οι καταγγελίες ήταν συγκεχυμένες και λιγότερο σαφείς. Ειδικότερα, η κατά φύση και παρά φύση συνουσία υποστηρίχθηκε στο 30,1% και 17,9% των καταγγελιών αντίστοιχα, ενώ υπήρξε και ένα ποσοστό 5,2% στο οποίο τα θύματα ισχυρίζονται ότι είχαν υποστεί και τις δύο μορφές κακοποίησης.
Το προφίλ του δράστη που είναι συνήθως γνώριμος του θύματος
Στη συντριπτική πλειονότητα τα παιδιά γνώριζαν τον δράστη (93,0%) και μόνο στο 7% των περιπτώσεων ο δράστης τους ήταν άγνωστος. Στο 38,2% των καταγγελιών ο υπαίτιος της κακοποίησης φαίνεται να είχε σχέση συγγένειας με το παιδί. Ειδικότερα, ως δράστης παρουσιάζεται ο πατέρας του παιδιού (15,1%) και στο 19,6% κάποιος άλλος συγγενής του (θείος, ξάδερφος κ.ά.). Ορισμένες καταγγελίες κακοποίησης αφορούν στη μητέρα του παιδιού ως δράστη (1,5%).
Στο σύνολό τους οι δράστες είναι άντρες (98%) και στο 14,6% των περιπτώσεων ο υπαίτιος της κακοποίησης είναι ανήλικος. Οι καταγγελίες αφορούν σε δράστες ενήλικες, που είχαν αναπτύξει σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με το παιδί (41,7%) και μόνο 7,5% των καταγγελιών σχετίζονται με ενήλικα άτομα, τα οποία ήταν άγνωστα στο παιδί. Σε 17,6% περιπτώσεις οι δράστες είναι περισσότεροι του ενός, ενώ σε 13,1% η πληροφορία αυτή είναι άγνωστη.
Τρόποι προσέγγισης του θύματος
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, συχνότερο τρόπο προσέγγισης του θύματος αποτελεί η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του παιδιού (47,3%) από συγγενικά του άτομα (πατέρας, θείος, νονός) ή άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός του (πατριός, φίλος γονέων). Άλλος τρόπος, που φαίνεται να εφαρμόζουν οι δράστες είναι η αρχική γνωριμία του παιδιού με οποιονδήποτε τρόπο και στη συνέχεια η κακοποίησή του με την άσκηση σωματικής βίας ή με τη χρήση κατασταλτικών ουσιών, όπως είναι η αλκοόλη και οι ναρκωτικές ουσίες (18,8%). Ο βιασμός του παιδιού με την άσκηση σωματικής βίας παρατηρήθηκε λιγότερο συχνά, ενώ στο 11,8% και το 5,4% των περιπτώσεων η συναίνεση του θύματος εξασφαλίσθηκε με τη σύναψη σχέσης και την εξαγορά του, αντίστοιχα. Τέλος, υπάρχουν και ένα 18,8% περιπτώσεων, στις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης των δραστών.
Παιδιά τα οποία κακοποιούνταν κατ' επανάληψη φαίνεται να καθυστερούσαν να αποκαλύψουν το συμβάν, σε σχέση με εκείνα που κακοποιήθηκαν μία φορά. Επίσης, τα περισσότερα παιδιά, που δεν γνώριζαν και δεν είχαν αναπτύξει προηγουμένως σχέσεις με το δράστη, κατήγγειλαν άμεσα το γεγονός (76,9%).
Αρνητική η ιατροδικαστική εξέταση στις περισσότερες περιπτώσεις
Η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών για σωματικές κακώσεις, σε ένα μεγάλο ποσοστό (79%) απέβη αρνητική, όπως επίσης και για τυχόν ευρήματα, ενδεικτικά σεξουαλικής κακοποίησης οποιασδήποτε μορφής (51,3%). Συγκεκριμένα, ενδεικτικά ευρήματα για κατά φύση και παρά φύση συνουσία εντοπίσθηκαν στο 28,6% και 7,6% των παιδιών αντίστοιχα. Επιπλέον, στο 3,6% των περιστατικών η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε ευρήματα συμβατά, όχι μόνο κατά φύση συνουσίας, αλλά και παρά φύση. Στο 8,9% των περιστατικών διαπιστώθηκαν μη ειδικά ευρήματα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικά ασέλγειας, χωρίς όμως να είναι διαγνώσιμα, ενώ στο 51,3% των περιπτώσεων δεν ήταν δυνατό να ανιχνευθεί κάποιο στοιχείο κακοποίησης.
Απογευματινές ώρες, στο σπίτι του δράστη, στο αυτοκίνητο ή ακόμα και στην οικία του παιδιού
Αν και ο χρόνος του συμβάντος είναι άγνωστος σε πολλές περιπτώσεις (59,8%) στις καταγγελίες στις οποίες υπάρχει αυτή η πληροφορία φαίνεται ότι οι απογευματινές-νυχτερινές ώρες υπερέχουν κατά πολύ (72,8%) σε σχέση με τις πρωινές (8,7%) και τις μεσημβρινές (18,5%). Ο τόπος στον οποίο η κακοποίηση λάμβανε χώρα αναφέρεται ότι είναι στο 32,4% των περιπτώσεων το σπίτι του δράστη, στο 15,8% το αυτοκίνητο, στο 28,1% η οικία του παιδιού και στο 23,7% περιπτώσεις σε διάφορους άλλους χώρους. Στο 39,3% των αναφορών δεν υπάρχει πληροφορία.
Άσκηση βίας στα μεγαλύτερα παιδιά
Η βία φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες ως μέσο επίτευξης της κακοποίησης συχνότερα σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας από ό,τι μικρότερης. Στα μικρότερα παιδιά οι υπαίτιοι της κακοποίησης πιθανότατα να χρησιμοποιούν άλλα μέσα, όπως είναι η δωροδοκία ή η αποπλάνηση, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συναίνεση του παιδιού.
Επανάληψη κακοποίησης και στο παρελθόν
Ο χρόνος καταγγελίας του περιστατικού κακοποίησης σχετίζεται με την επανάληψη του συμβάντος στο παρελθόν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που κατήγγειλαν άμεσα (εντός τριών ημερών) το συμβάν στις αρχές, είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά για πρώτη φορά (76,9%), σε αντίθεση με εκείνα τα οποία είχαν κακοποιηθεί πολλαπλές φορές στο παρελθόν (23,1%).