«Στη δουλειά & στον αγώνα»: Από την «Κόκκινη Πρωτομαγιά» του Σικάγο στο... τροχαίο του Αλέκου Παναγούλη (βίντεο)

Η 25η εκπομπή, «Στη δουλειά & στον αγώνα», που παρουσιάζει και επιμελείται ο Γιώργης Χρήστου και μεταδίδεται από το ραδιόφωνο της ΕΡΤopen στους 106,7 FM, έχει επετειακό χαρακτήρα, με αναφορές από την Εργατική Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο, την «Κόκκινη Πρωτομαγιά», μέχρι τον πρώτο εορτασμό της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα το 1893, την Πρωτομαγιά στη Θεσσαλονίκη το 1936, την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών το 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και το «περίεργο» θανατηφόρο τροχαίο του Αλέκου Παναγούλη το 1976.

Η εκπομπή μεταδόθηκε στις 02-05-2016.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Από τον αμερικανικό εμφύλιο μέχρι την Εργατική Πρωτομαγιά του Σικάγο

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Από την πρώτη εν Ελλάδι εργατική Πρωτομαγιά μέχρι το... τροχαίο του Παναγούλη



ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ


«Στη δουλειά και στον αγώνα», και σήμερα, από την εκπομπή για τον κόσμο της εργασίας, που επιμελείται και παρουσιάζει ο Γιώργης Χρήστου, και μεταδίδεται από το ραδιόφωνο της ΕΡΤopen, την ελεύθερη φωνή της κοινωνίας. Στη ρύθμιση των ήχων ο Μανώλης Σάλλας.

Το ραδιόφωνο της ΕΡΤopen ακούγεται: από τους 106,7 FM στην Αττική, τους 97,3 και το ραδιοφωνικό σταθμό του Σωματείου Εργαζομένων Αλουμινίου σε Βοιωτία, Φωκίδα και Βόρεια Πελοπόννησο, τους 96,5 και από το ραδιοφωνικό σταθμό του Εργατικού Κέντρου της Εύβοιας, και τέλος από τους 1.134 χιλιόκυκλους στα μεσαία στην περιοχή των Χανίων. Επιπλέον, το πρόγραμμα του ραδιοφώνου της ΕΡΤopen μπορείτε να το παρακολουθήσετε, να το ακούσετε μέσω της ιστοσελίδας www.ertopen.com.

Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΕΡΓΙΑ

Στη σημερινή εκπομπή που θα διαρκέσει δύο ώρες το θέμα θα είναι ένα και μοναδικό: Η Εργατική Πρωτομαγιά, η οποία είναι επέτειος με παγκόσμιο χαρακτήρα προς τιμήν των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας, των εργαζομένων δηλαδή, των συνταξιούχων αλλά και των άνεργων. Με συγκεντρώσεις και πορείες, η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον.
Η Πρωτομαγιά είναι ΑΠΕΡΓΙΑ, λοιπόν, και όχι αργία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου.

Είναι απεργία και ημέρα αγωνιστικής μνήμης των εργαζομένων όλου του κόσμου για να τιμηθούν τα θύματα της εργατικής τάξης στην πολύχρονη και διαρκή πάλη για την κοινωνική της απελευθέρωση, αλλά και ημέρα αγωνιστικής διεκδίκησης και πάλης για την αντιμετώπιση της επίθεσης του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν και για την επίλυση των οξυμένων προβλημάτων της, κυρίως της ανεργίας, της λιτότητας, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της συρρίκνωσης των εργασιακών και κοινωνικών της δικαιωμάτων.

Και ουδείς έχει το δικαίωμα να τη μεταφέρει λογίζοντάς την σαν αργία, όπως έκανε φέτος η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με απόφαση του υπουργείου Ανεργίας, Κοινωνικής Απασφάλισης και Κοινωνικού Εξευτελισμού και όχι υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως θέλετε να λέγεται.

ΠΟΤΕ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ ΩΣ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Aν και ουσιαστικά η Πρωτομαγιά «φύτρωσε» το 1886 στις HΠA, ως εργατική γιορτή, καθιερώθηκε στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Παρίσι, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου 1886, που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας, ξεσηκωμός που κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας. Aυτή ήταν η σημαντικότερη απόφαση που πήραν στο Παρίσι οι 400 περίπου εκπρόσωποι των εργατών από 20 χώρες.

Στη σχετική απόφαση αναφέρεται: «... Θα οργανωθεί μια μεγάλη διεθνής εκδήλωση για μια καθορισμένη ημερομηνία, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εργάτες σε όλες τις χώρες και σε όλες τις πόλεις ν’ απευθύνουν ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη μέρα, προς τις δημόσιες αρχές, ένα αίτημα για να καθοριστεί η εργάσιμη μέρα σε οκτώ ώρες και να τεθούν σε ισχύ οι άλλες αποφάσεις του Διεθνούς Συνεδρίου του Παρισιού. Eνόψει του ότι μια τέτοια εκδήλωση έχει ήδη αποφασιστεί από την Aμερικανική Oμοσπονδία Eργασίας στο συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1888 στο Σεντ Λούις για την 1η του Mάη 1890, η μέρα αυτή γίνεται δεκτή σαν η μέρα για τη διεθνή εκδήλωση. Oι εργάτες των διαφόρων χωρών θα πρέπει να οργανώσουν την εκδήλωση με τρόπο ανάλογο προς τις συνθήκες της χώρας τους».


ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ 130 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Σήμερα, 130 χρόνια μετά την εξέγερση των εργατών στο Σικάγο και την κατάκτηση με το αίμα τους μιας σειράς εργατικών δικαιωμάτων, όπως το 8ωρο, βιώνουμε μια άνευ προηγουμένου επιστροφή στην πριν της Πρωτομαγιάς του 1886 εποχή.

Η επέλαση του νεοφιλελεύθερου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η επέλεση των ιμπεριαλιστών ξηλώνει κατακτήσεις που είχαν κερδηθεί με αγώνες από την εργατική τάξη σε όλο το ιστορικό προτσές. Το κράτος και το κεφάλαιο σαν οδοστρωτήρες περνούν πάνω από τις ζωές του κόσμου της εργασίας και του λαού, εκμεταλλευόμενα την απουσία ισχυρού εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος.

Από τη Μεταπολίτευση και μετά και ειδικά σήμερα, στη χώρα μας, τα συνδικάτα και κυρίως τα δευτεροβάθμια και τα τριτοβάθμια, όπως η ΓΣΕΕ, έχουν γεμίσει από γραφειοκράτες συνδικαλιστές, απεσταλμένους από τα κόμματα τους, εργατοπατέρες, οι οποίοι έπαιξαν και παίζουν το ρόλο του κεφαλαίου, το ρόλο του ξεπουλήματος των εργατικών αγώνων. Πρωτοβάθμια σωματεία, που θα έπρεπε να είναι το ζωντανό «κύτταρο» της πάλης των εργαζομένων, έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες για να αναπαράγουν τη θέση τους κάποια κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη και να διαιωνίζουν μεταξύ τους την εξουσία τους σε όλους τους βαθμούς της συνδικαλιστικής πυραμίδας. Όπως είναι πασιφανές, τα απονεκρωμένα συνδικάτα και τα επίσης άδεια εργατικά κέντρα δεν μπορούν να είναι εστίες εργατικής αντίστασης, καθώς οι από τα κάτω της κοινωνίας δεν βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτά.

Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται είναι η οργάνωση του κόσμου της εργασίας, των συνταξιούχων, των άνεργων, της νεολαίας στη βάση της κοινωνίας, από κάτω, σε πρωτοβάθμια ταξικά σωματεία και ομοσπονδίες αλλά και σε άλλες κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες, αντιρατσιστικές, αντιφασιστικές και νεολαιίστικες οργανώσεις, μακριά από «πουλημένες» συνδικαλιστικές ηγεσίες με έναν και μόνον στόχο: την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, των μνημονιακών πολιτικών και όλων όσοι τις υπηρετούν, όπως η σημερινή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Και επαναλαμβάνω: μακριά από τη «χούφτα» εκείνη των συνδικαλιστών που ξεπούλησαν το εργατικό κίνημα, τους εργατικούς αγώνες και δεν αγωνίζονται -όπως είναι φυσικό- για συλλογικές συμβάσεις εργασίας και για τα δικαιώματα των εργαζομένων και δεν επιδιώκουν δυναμικές απεργίες με ορίζοντα την γενική πανεργατική απεργία διαρκείας, με τη συμμετοχή του λαού, αλλά μόνο κάτι 24ωρες ή 48ωρες απεργίες - τουφεκιές που μόνο ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της οργής των εργαζομένων και του λαού λειτουργούν.

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ 8ΩΡΟΥ

Και πριν περάσουμε στα γεγονότα του Σικάγο του 1886, να σας πω εν τάχει για τις απαρχές του αιτήματος για καθιέρωση του 8ωρου και τις απεργίες των αμερικανών σιδηροδρομικών το 1877.

Οι απαρχές του αιτήματος για 8ωρη εργασία εντοπίζονται τη δεκαετία του 1860 εν μέσω του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Ο χαρισματικός συνδικαλιστής και πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Μεταλλεργατών Γουίλιαμ Σέλβις κατήγγειλε τους βιομηχάνους μετάλλου για υπερκέρδη λόγω του πολέμου, ενώ ταυτόχρονα έδιναν μισθούς πείνας στους μεταλλεργάτες. Η καθιέρωση της 8ωρης εργασίας δε θα βελτίωνε απλώς την ποιότητα ζωής των εργατών, αλλά θα τους παρείχε τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο για την μόρφωσή τους, με σκοπό να είναι σε θέση να δημιουργήσουν ένα συνεταιριστικό σύστημα παραγωγής που θα καταργούσε το καταναγκαστικό και ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα.

Οι ιδέες αυτές είχαν σχηματοποιηθεί από τον εργατοτεχνίτη Άιρα Στιούαρτ ο οποίος προσέβλεπε στη χειραφέτηση του μισθωτού εργάτη. Μαζί με τους οπαδούς του ο Στιούαρτ ιδρύει συνδέσμους για το 8ωρο και το 1866 ιδρύονται η Εθνική Ένωση Εργασίας και ο Γενικός Σύνδεσμος για το 8ωρο στο Σικάγο. Στα συνέδρια της ΕΕΕ διακηρύσσεται η εργατική ενότητα μακριά από διακρίσεις ράτσας ή εθνικότητας. Με τη συντονισμένη πίεση προς το Ρεπουμπλικανικό και δημοκρατικό κόμμα πετυχαίνεται η νομοθέτηση της οκτάωρης εργασίας. Ο νόμος αυτός, ωστόσο, δε θα εφαρμοζόταν ποτέ.

Την ημέρα της υποτιθέμενης εφαρμογής του, 1 Μαΐου 1867, οι εργοδότες αρνήθηκαν μονομερώς την εφαρμογή του και οι απεργίες και πορείες που εκδηλώθηκαν σε απάντηση κατεστάλησαν βίαια με τη χρήση εθνοφρουράς και αστυνομίας.

Μετά την ήττα του 1867 και λίγο μετά το θάνατο του Σίλβις, ο αγώνας για το οκτάωρο ατόνησε. Στα χρόνια που ακολούθησαν σημειώθηκαν αγώνες από άνεργους με το πρωτοφανές τότε αίτημα για το «δικαίωμα στην εργασία» και με μαχητικές κινητοποιήσεις για την κατάργηση του νόμου κλεισίματος των μπαρ τις Κυριακές.

Το καλοκαίρι του 1877 ξεσπάει απεργία στο Μάρτινσμπουργκ της Δυτικής Βιρτζίνια απο μηχανοδηγούς τρένου που αντιδρούσαν σε περικοπές μισθών. Οι απόπειρες απεργοσπασίας από την εθνοφρουρά οδήγησαν στο θάνατο έναν εργάτη και έναν εθνοφρουρό. Οι ταραχές επεκτείνονται στη Βαλτιμόρη όπου δολοφονούνται ακόμη 10 εργάτες από την εθνοφρουρά. Η πόλη στρατιωτικοποιήθηκε πλήρως με εθνοφρουρά και οπλισμένους πολίτες-βοηθούς αστυνόμων.

Η καταστολή υπήρξε αμείλικτη: 30 νεκροί απεργοί μεταξύ τους και παιδιά και καμία απώλεια για τις δυνάμεις καταστολής. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη εξέγερση μετά τον εμφύλιο η οποία θα προκαλούσε την αναβάθμιση των δυνάμεων καταστολής, αριθμητικά και τεχνολογικά. Ακολούθησαν εκλογικές αναμετρήσεις στο δήμο. Οι εκλογικές ήττες του Πάρσονς αλλά και νοθείες τον έκαναν να θυμηθεί αργότερα πως «τότε ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη ματαιότητα της πολιτικής μεταρρύθμισης».

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ 1860-1890

Για να γίνει αντιληπτό το περιβάλλον στο οποίο έδρασε το συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής πρέπει να σημειώσουμε κάποια πράγματα για το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον της περιόδου εκείνης. Το Σικάγο, την περίοδο 1860-1890, ήταν ένας διεθνής πόλος έλξης εργατικού δυναμικού. Κάθε δέκα χρόνια από το 1860 μέχρι το 1890 ουσιαστικά διπλασίαζε τον πληθυσμό του εξαιτίας της αθρόας μετανάστευσης βασικά Ευρωπαίων οικονομικών μεταναστών κυρίως από τη Γερμανία, Ιρλανδία, την Τσεχία, τις Σκανδιναβικές χώρες, την Ελλάδα κ.α.

Είναι χαρακτηριστικό πως τη δεκαετία του 1870 οι μετανάστες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού και το 56% του εργατικού δυναμικού ενώ τη δεκαετία του 1880 μόλις το ένα πέμπτο των κατοίκων του Σικάγο ήταν γηγενείς προτεστάντες. Μεγάλο μέρος της ομάδας των εργατών μεταξύ των οποίων και εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην στρατολόγηση, προπαγάνδιση και οργάνωση των εργατών ήταν μετανάστες από τη Γερμανία (όπως π.χ. ο Όγκαστ Σπάις, ο Γιόχαν Μόστ, ο Μάικλ Σουάμπ). Οι μετανάστες εργάτες οργανώθηκαν κοινωνικά συστήνοντας αντίστοιχες γειτονιές.

Τα καπιταλιστικά κέρδη φυσικά δεν μοιράζονταν με αποτέλεσμα το Σικάγο να αποτελεί ουσιαστικά δύο πόλεις, μια για τους πλούσιους προνομιούχους και μια για τους φτωχούς, άνεργους ή εργαζόμενους εργάτες. Οι οικονομικές κρίσεις επίσης δεν έλειπαν μέσα σε αυτά τα χρόνια και κατά τη διάρκειά τους η ανεργία και η ανέχεια τσάκιζε τους εργάτες. Οι εργατικές διεκδικήσεις, όπως προανέφερα, αντιμετωπίστηκαν ήδη από τα χρόνια του εμφυλίου με καταστολή. Εξαναγκασμός για επιστροφή στη δουλειά από το στρατό, μαύρες λίστες για τους συνδικαλισμένους εργάτες και ταμπέλες εθνοπροδοσίας για τους απεργούς.

sikago1866-protagonistes

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1886: Η «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ»

Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των καναδών συντρόφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.

Γράφει μεταξύ άλλων ο Χρ. Ριζόπουλος στην εφημερίδα «Σημερινή» της Τρίτης 30 Απριλίου του 1946:«Η εργατική πρωτομαγιά εγεννήθη από την πάλην της εργατικής τάξεως διά την διεκδίκησιν του οκταώρου εργασίας. Και είναι ηλικίας 60 ετών. Εγεννήθη, ακριβώς, την 1η Μαίου 1886, εις το Σικάγον. Επεκράτησε δε να λέγεται και “Κόκκινη Πρωτομαγιά”, διότι η πρώτη οργανωμένη εργατική εκδήλωσις υπήρξε μία ημέρα αίματος και θανάτου».

Να υπενθυμίσω σε αυτό το σημείο ότι ήταν τον Οκτώβριο του 1884, όταν η Αμερικανική Ομοσπονδία των Εργατικών Ενώσεων στο Συνέδριό της στο Σικάγο υιοθέτησε το σύνθημα 8-8-8, δηλαδή: «Οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ανάπαυσις, μόρφωσις και ψυχαγωγία, οκτώ ώρες ύπνος» και όρισε την 1η Μαΐου 1886 ως ημέρα γενικής απεργίας.

Συνεχίζει ο Ριζόπουλος στην εφημερίδα «Σημερινή» για την Πρωτομαγιά του 1886: «Αι Εργατικαί Ενώσεις προητοιμάζοντο εντατικώς δια την “μεγάλην ημέραν” και το εργατικό κίνημα προσέλαβε τοιαύτην έκτασιν, ώστε πολλοί εργοδόται εδέχοντο εκ των προτέρων την συμφωνίαν των 8 ωρών. Την οριοθετειθείσαν ημέραν εξερράγησαν 5.000 απεργίαι και έλαβον χώραν επιβλητικαί διαδηλώσεις εις όλας τας μεγάλας πόλεις της Αμερικής».

«Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος της λίμνης, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ένας δυνατός ήλιος. Όλα ήταν ήσυχα, τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι, οι οικοδομές παρατημένες, δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.

»Ήταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής… Έξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων, έτοιμοι να επιβάλουν “το νόμο και την τάξη”. Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα και άλλα σύνεργα πολέμου. Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν.

»Σε ένα κεντρικό κτήριο γραφείων μαζεύτηκαν ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Πολιτών. Συνεδρίαζαν όλη την ημέρα και έπαιρναν αναφορές από έξω για την επικείμενη σύγκρουση. Αυτοί ήταν το γενικό επιτελείο που συντόνιζε τη μάχη για τη διάσωση του Σικάγου από το κομμουνιστικό οχτάωρο», αναφέρεται στο το βιβλίο «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε.

Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων. Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους. Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης, των εργοδοτών επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισε πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης. Να σημειωθεί ότι επικεφαλής της ομάδας περιφρούρησης της απεργίας ο Αύγουστος Σπις, o Σαμουήλ Φίλντεν και Αλμπερ Πάρσον οι οποίοι έβγαλαν πύρινους λόγους.

Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν διά της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.

Διαβάζω από το βιβλίο «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε: Ξαφνικά φωνές ακούστηκαν: «Προσοχή! Η αστυνομία!». Από το τέρμα του δρόμου φάνηκαν οι 180 αστυφύλακες σε στρατιωτικό σχηματισμό, με τα γκλομπ στα χέρια. Επικεφαλής ήταν ο αστυνόμος Μπόνφιλντ και ο αστυνόμος Γουόρντ. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Γουόρντ σταμάτησε μπρος στο βαγόνι και είπε στον κατάπληκτο Φίλντεν: «Εν ονόματι του λαού της πολιτείας του Ιλινόις, διατάζω να διαλυθεί αμέσως και ειρηνικά αυτή η συγκέντρωση». «Μα, Αστυνόμε», είπε ο Φίλντεν με σβησμένη φωνή, «είμαστε ειρηνικοί». Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μέσα στη νύχτα ακουγόταν ο θόρυβος των ποδιών που έτρεχαν. Ξαφνικά ένα κόκκινο φως έλαμψε και ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Ακολούθησε φοβερή σύγχυση. Η αστυνομία πυροβολούσε άγρια προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι έπεφταν στη γη, πολλοί είχαν τραυματιστεί, άλλοι έτρεχαν, έβριζαν, βογκούσαν καθώς τους ποδοπατούσαν ή τους χτυπούσαν με τα γκλομπ οι μανιασμένοι αστυνομικοί, ένας από τους οποίους είχε σκοτωθεί και εφτά ήταν βαριά τραυματισμένοι.

«ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!»

Την άλλη μέρα το Σικάγο και όλη η χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση. «Με την έκρηξη της βόμβας», γράφει ο Ντέιβιντ στην αναφορά του στα γεγονότα της Χέιμάρκετ, «ο Τύπος έχασε και το τελευταίο ίχνος αντικειμενικότητας… Ενας χαρακτηριστικός τίτλος ούρλιαζε: «ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!.. Μια βόμβα που ρίχτηκε στις γραμμές της αστυνομίας εγκαινιάζει το έργο του θανάτου». Η Νιου Γιορκ Τρίμπιουν έγραφε: «… ο όχλος έμοιαζε να έχει χάσει τα λογικά του, διψούσε για αίμα. Μένοντας σταθερά στη θέση, έριξε καταιγισμούς πυρών στους αστυνομικούς». Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Έπρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Οσο περισσότεροι ταραχοποιοί παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο.

Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886, με δικαστή τον Τζόζεφ Γκάρι. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι' αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.

Η απολογία του Σπις είναι ιστορική: «Κύριοι δικασταί, αν σκέπτεσθε σοβαρώς ότι με τις κρεμάλες μπορείτε να σταματήσετε το κίνημα, που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεσιν εργατών προς την εξέγερσιν, είσθε, μα την αλήθεια, «πτωχοί τω πνεύματι». Τότε, θα μας κρεμάσετε με το δίκηο σας. Έπειτα, αυτό είναι το καλύτερο που έχετε να κάμετε. Κρεμάστε μας! Αλλά, η κατάληξις, ποια θα είναι; Εάν δεν την βλέπετε, εγώ σας την αγγέλλω. Γύρω σας, κάτω σας, δίπλα σας, πάνω σας, από όλες τις μεριές σας, θεριεύει μια φωτιά. Το έδαφος σαλεύει κάτω από τα πόδια σας. Βαδίζετε, κυριολεκτικώς, επάνω σε μια υπόγεια φωτιά. Θέλετε να την αγνοήτε; Δεν θα την αποφύγετε. Θέλετε να απαλλαγήτε, άπαξ δια παντός, από όλους τους "συνωμότας"; Απαλλαγήτε από τους αυθέντας της βιομηχανίας, οι οποίοι εδημιούργησαν την ανήθικον περιουσίαν των από το κλεμμένο αντίτιμον της εργασίας που δεν επληρώθη. Καταργήσατε τον εαυτό σας Κύριοι Προνομιούχοι. Διατί; Διότι σεις, με την συμπεριφοράν σας, είσθε οι πρώτοι υποκινηταί της επαναστάσεως. Καταργήσατε την αρπαγήν και την λεηλασίαν, Κύριοί μου. Αλλά, αυτή είναι η απασχολησίς σας. Είναι η ανήθικος αποστολή μιας εκατοντάδος ανθρώπων, οι οποίοι προτιμούν ν’ απολαμβάνουν το παν, χωρίς να κάμνουν τίποτε...»

Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους.

Διαβάζω και πάλι από το βιβλίο «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Το πρωί όμως της 5ης του Μάη, αλλά και πολλές μέρες αργότερα, δεν ήταν φρόνιμο να εκφράζονται τέτοιες σκέψεις. “Συνάντησα πολλές παρέες και άκουσα τις συζητήσεις τους γύρω από τα γεγονότα της  προηγούμενης νύχτας”, γράφει ένας κάτοικος του Σικάγο εκείνης της εποχής. Όλοι ήταν σίγουροι ότι δράστες του φοβερού εγκλήματος ήταν οι ομιλητές της συγκέντρωσης και άλλοι υποκινητές των εργατών. “Κρεμάστε τους πρώτα και μετά τους δικάζετε”, ήταν μια φράση που άκουγα συνέχεια… Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από θυμό, φόβο και μίσος..Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Έπρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Όσο περισσότεροι ταραχοποιοί παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο. “Το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού”, έλεγε η Σικάγκο Τρίμπιουν, “απαιτεί οι ευρωπαίοι δολοφόνοι Ογκαστ Σπάις, Μάικλ Σβαμπ (ένα άλλο μέλος του ΔιεθνούςΣυνδέσμου Εργαζομένων) και Σάμιουελ Φίλντεν να συλληφθούν, να δικαστούν και να απαγχονιστούν για φόνο… Απαιτεί ακόμα να συλληφθεί ο εγκληματίας Α. Ρ. Πάρσονς, που ντρόπιασε τη χώρα με τη γέννησή του σ’ αυτήν, να δικαστεί και να απαγχονιστεί για φόνο”».

Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.

Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.

1893: ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη. Έτσι, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα.

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης, στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι. Η «Εφημερίς» τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της: «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».

Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα το οποίο είχε ως εξής: «Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν: Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται. Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν. Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των. Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν».

Το ψήφισμα επεδόθη, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη. Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ανήλθε στη συνέχεια στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».

Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης. Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.

Τον επόμενο χρόνο, οι σοσιαλιστικές ενώσεις επανέλαβαν τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με ομιλητές τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη. Στα αιτήματα προστέθηκε και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, οι αρχές έκαναν συλλήψεις και ο εορτασμός της «εργατικής Πρωτομαγιάς» απαγορεύτηκε.

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1911: ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕ 19 ΠΟΛΕΙΣ ΜΕΤΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΝ

Στην Ελλάδα, θα χρειαστεί να περάσουν δεκαεπτά χρόνια, έως ότου επιχειρηθεί εκ νέου η οργάνωση εργατικών εκδηλώσεων την Πρωτομαγιά. Την 1η Μαΐου του 1911, η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, οργανώνει συλλαλητήριο. Στην Αθήνα, την ίδια μέρα, πραγματοποιείται συγκέντρωση στο Μετς με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής ομάδας του Νίκου Γιαννιού και σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο».

Στη Θεσσαλονίκη, επεμβαίνει η Αστυνομία και συλλαμβάνονται οι ηγέτες της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια, Σαμπετάι Λεβί και Σαμουήλ Γιονά. Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς θα γίνει ταυτόχρονα σε δώδεκα πόλεις το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς επαναλαμβάνονται τα επόμενα χρόνια, με κοινό χαρακτηριστικό τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, τη χαμηλή συμμετοχή των εργαζομένων και την καταστολή.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1936: ΤΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΚΑΓΟ» ΚΑΙ Ο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»

Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης την Πρωτομαγιά του 1936, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το «ελληνικό Σικάγο». Η διεθνής ύφεση του 1929 είχε προκαλέσει σημαντική πτώση στις εξαγωγές του καπνού και της σταφίδας. Η πτώχευση του 1932 είχε επιδεινώσει την κατάσταση και από τις αρχές του 1936, ξεσπούν απεργιακές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, στην Καλαμάτα, στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα και στην Ξάνθη. Από την αρχή του έτους και έως την επιβολή της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου, είχαν προκηρυχθεί περισσότερες από 200 τοπικές και γενικές απεργίες.

Ειδικότερα, στη Βόρεια Ελλάδα η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του καπνού είχε επιφέρει μεγάλη ανεργία στον κλάδο. Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που αναζητούσαν εργασία είχε μειώσει τις αμοιβές των καπνεργατών, τουλάχιστον κατά 50%, ενώ η συλλογική σύμβαση του κλάδου δεν είχε ανανεωθεί από το 1924. Οι καπνεργάτες αποτελούσαν στη βόρεια Ελλάδα ένα συμπαγή κλάδο, ο οποίος αριθμούσε την εποχή εκείνη περισσότερους από 40.000 εργαζομένους με αναπτυγμένη συνδικαλιστική συνείδηση, ήδη από την εποχή της Φεντερασιόν.

Στις 29 Απριλίου ο κλάδος ξεκίνησε γενική απεργία. Τα βασικά αιτήματα ήταν η αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, το οποίο είχε φθάσει τις 65 έως 70 δραχμές για τους άνδρες και τις 24 έως 30 για τις γυναίκες. Η εφαρμογή του νόμου «περί Τόγκας» όριζε υψηλότερες κατώτερες αμοιβές, τη βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς» και τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος 500 δραχμών στους άνεργους καπνεργάτες ενόψει των εορτών του Πάσχα. Στις διεκδικήσεις είχαν ενταχθεί και πολιτικά αιτήματα, όπως «η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξορίστους και καταδικασμένους και ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών».

Από την 1η και έως τις 8 Μαΐου, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις επεκτείνονται στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στον Βόλο και στην Καρδίτσα. Ταυτόχρονα οι βιομήχανοι και οι έμποροι καπνού έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους κηρύσσοντας λόκ άουτ. Στις 9 Μαΐου ξεκινά γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετέχουν και άλλοι κλάδοι σε ένδειξη συμπαράστασης στους καπνεργάτες. Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες, ενώ η Χωροφυλακή προσπαθεί να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο (το κτίριο που στεγάζεται σήμερα η γραμματεία Μακεδονίας Θράκης).

Τα επεισόδια ξεκίνησαν από τη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, όπου το συνδικάτο των αυτοκινητιστών είχε στήσει οδόφραγμα. Οι αυτοκινητιστές προσπάθησαν να απελευθερώσουν συνάδελφό τους που είχε συλληφθεί και η χωροφυλακή απάντησε με πυροβολισμούς. Σκοτώθηκε ο Τάσος Τούσης. Ο νεκρός μεταφέρεται πάνω σε μια πόρτα από διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το Διοικητήριο και οι ταραχές γενικεύονται.

Ο απολογισμός είναι 16 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων μετατρέπονται με μαζικές διαδηλώσεις. Στις 11 Μαΐου κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 Μαΐου πανελλαδική απεργία.

Η αναταραχή τερματίζεται την επομένη, με σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά των καπνεμπόρων, ενώ το κράτος υπόσχεται να χορηγήσει συντάξεις στις οικογένειες των θυμάτων.

Ο θρήνος της μητέρας πάνω από το νεκρό γιο της απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό και ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο έργο «Επιτάφιος».

ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΑ

Τον Ιούλιο ξεσπούν νέες απεργίες και μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, το οποίο καθιστά υποχρεωτική την διαιτησία σε κάθε περίπτωση εργατικής διαφοράς, τα συνδικάτα κηρύσσουν γενική πανελλαδική απεργία για τις 5 Αυγούστου του 1936. Με αφορμή την απεργία αυτή, ο Ιωάννης Μεταξάς ζητά από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β' την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος, που προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες και στις 4 Αυγούστου επιβάλλει δικτατορία.

Οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες απαγορεύονται και επιβάλλεται κρατικός έλεγχος στα συνδικάτα. Λίγους μήνες αργότερα, στις 7 Απριλίου του 1937, με τον Αναγκαστικό Νόμο 606/1937 το καθεστώς καθιερώνει την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου σαν «Εβδομάδα Εργατικής Αλληλεγγύης» και την 1η Μαΐου σαν «Ημέρα Εορτασμού της Εργασίας».

Ο νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ηθικές αμοιβές σε εργαζόμενους αλλά και σε εργοδότες, οι οποίοι θα κριθούν από τους υπευθύνους της Εργατικής Εστίας αν έχουν προσφέρει στην βελτίωση της εθνικής παραγωγής, «ώστε να απονέμονται αι προσήκουσαι τιμαί εις την εργασίαν εν τη εθνική ιδεολογική και πραγματική αυτής έννοια λαμβανομένης». Οι αμοιβές απονέμονται την 1η Μαΐου παράλληλα με οργανωμένες εκδρομές εργαζομένων στην ύπαιθρο και πολιτιστικές εκδηλώσεις στα εργατικά κέντρα. Επιβάλλεται, επίσης, ειδική εισφορά στους εργοδότες προς την Εργατική Εστία, πέντε δραχμών ανά μισθωτό, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες για τις δραστηριότητες αυτές.

1η ΜΑΪΟΥ 1944: Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ 200 ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ

Κατά την περίοδο της τριπλής κατοχής, και συγκεκριμένα το 1942 και το 1943 τα παράνομα συνδικάτα επιχειρούν να σπάσουν τις απαγορεύσεις των αρχών κατοχής με μικρές κινητοποιήσεις σε ορισμένους κλάδους, όπως τα μηχανουργεία, με συμβολικούς κυρίως στόχους. Η πρωτομαγιά του 1944 θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη, όχι λόγω των εργατικών κινητοποιήσεων, αλλά εξαιτίας ενός τρομερού εγκλήματος, το οποίο συνδέεται, με την «Εργατική Πρωτομαγιά».

Στις 27 Απριλίου του 1944 διμοιρία του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου σκοτώνει, σε ενέδρα στον δρόμο Μολάων Σπάρτης στη Λακωνία, τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Σε αντίποινα, ο στρατός κατοχής αποφάσισε «την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης».

Παρά τις προσπάθειες των οργανώσεων του ΕΑΜ και του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για τη διάσωσή τους, η απόφαση υλοποιήθηκε και οι εκτελέσεις των 200 έγιναν την 1η Μαΐου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Από αυτούς, οι 170 ήταν πρώην κρατούμενοι των φυλακών της Ακροναυπλίας και οι 30 πρώην εξόριστοι από την Ανάφη, που είχαν συλληφθεί για «κομμουνιστική δράση» πριν από την Κατοχή. Ανάμεσά τους πολλά συνδικαλιστικά στελέχη και ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Στέλιος Σκλάβαινας.

Η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά μετά τον πόλεμο γίνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σχεδόν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, ο εορτασμός γίνεται με πολλές δυσκολίες, κυρίως σε κλειστούς χώρους, καθώς υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις και την πολιτική δράση. Οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονται από τα δικαστήρια, τακτική που θα συνεχισθεί έως τη Μεταπολίτευση και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αυτήν.

21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 67: ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΘΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Με την κήρυξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου του 1967, επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος και απαγορεύτηκε κάθε συγκέντρωση. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου του 1968, το καθεστώς καθιερώνει την Πρωτομαγιά ως αργία με τον Αναγκαστικό Νόμο 380/68. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του νόμου, η πρωτομαγιά μπορεί να κηρύσσεται υποχρεωτική αργία με απόφαση του υπουργού Απασχόλησης, διαφορετικά εντάσσεται στις προαιρετικές αργίες.

Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας θα γίνει τον Μάιο του 1975. Η 1η Μαΐου συνέπιπτε με τη Μεγάλη Παρασκευή και η διοίκηση της ΓΣΕΕ με το Εργατικό Κέντρο όρισαν σαν ημέρα του εορτασμού τις 9 Μαΐου. Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε μπροστά από το δημαρχείο της Αθήνας και ήταν ιδιαίτερα μαζική. Ανάλογη συγκέντρωση έγινε και στη Θεσσαλονίκη μπροστά στο Εργατικό Κέντρο της Πόλης.

panagouλis-nea

ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ

Εφέτος, συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από το θάνατο του αντιστασιακού ήρωα του Αλέκου Παναγούλη. Ξημερώματα Σαββάτου Πρωτομαγιάς του 1976 το αυτοκίνητο του 38χρονου βουλευτή Αλέξανδρου Παναγούλη τρέχει με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης κατευθυνόμενο προς τη Γλυφάδα, ενώ δίπλα του ένα ή δύο αυτοκίνητα μοιάζουν σαν να κάνουν κόντρα μαζί του. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται ένας μεγάλος κρότος και ένα σύννεφο καπνού και σκόνης απλώνεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Οι πρώτοι περαστικοί που πλησιάζουν στο ατύχημα για να βοηθήσουν βρίσκουν τον Αλέκο Παναγούλη ετοιμοθάνατο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξεψυχάει. Από την επόμενη ημέρα ο όρος «πολιτική δολοφονία» είναι σε όλα τα στόματα. Ο «μοναδικός αντιστασιακός» δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο, μέσα στο έντονο πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής.

Και ο εισαγγελέας της υπόθεσης Δημήτρης Τσεβάς μιλούσε στην αρχή για εγκληματική ενέργεια: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα». Όλοι ψάχνουν τα άγνωστα «Πεζώ» «Φορντ» «Αλφα Ρομέο» ή «Τζάγκουαρ» που τον έβγαλαν από την πορεία του, ενώ κάποιοι μιλάνε για σφαίρα με αναισθητικό που τον ακινητοποίησε. Η σύγχυση επιτείνει η εμφάνιση του Μιχάλη Στέφα στις 3 Μαΐου, ο οποίος ισχυρίζεται πως προκάλεσε χωρίς δόλο το ατύχημα με ένα ξαφνικό φρενάρισμά του, το οποίο λόγω μεγάλης ταχύτητας ο Παναγούλης δεν μπόρεσε να αποφύγει. Η παρουσία του αυτόκλητου Στέφα, που παρουσιάζεται από τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες σαν μέλος του «Ρήγα Φεραίου», αλλά και η δυσκολία να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του στην αναπαράσταση που γίνεται, πείθει μόνο αυτούς που είναι έτοιμοι να πειστούν και πεισμώνει αυτούς που δεν θέλουν να δεχτούν τη θεωρία του ατυχήματος. Όλοι έχουν από ένα δικό τους ερώτημα, ένα δικό τους σενάριο.

Η κηδεία γίνεται στις 5 Μαΐου και μεταβάλλεται σε πάνδημο δημοκρατικό συλλαλητήριο με συνθήματα κατά του Αβέρωφ, ενώ ακούγεται συνέχεια μια κραυγή που θα κοσμούσε τους τοίχους της πόλης για πολλά χρόνια: «ZEΙ». Σε αυτή την παλλαϊκή διακομματική συγκέντρωση – κηδεία δεν παρίστανται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Καραμανλής, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις δεν στέλνουν επίσημο εκπρόσωπο.

Λίγο διάστημα μετά, ένας παρακρατικός με το όνομα Γεώργιος Λεονάρδος είχε μιλήσει για κάποιαοργάνωση «Αράχνη» που δολοφόνησε τον Παναγούλη, αλλά στη δίκη που έγινε κατέπεσαν όλοι οι ισχυρισμοί του και καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Υπήρξε δικαστική καταδίκη για τον θάνατο του Παναγούλη, μόνο που αυτή δεν ήταν για δολοφονία, αλλά για αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο Στέφας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 11 μηνών και η ποινή εξαγοράστηκε προς 150 δρχ. την ημέρα.

Για τα ΜΜΕ της εποχής, ο θάνατος του Παναγούλη ήταν η σημαντικότερη είδηση μετά την επάνοδο της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες που δεν υπήρχαν εφημερίδες λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της Κυριακής, Από τη Δευτέρα 3 Μαΐου που κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες, παρουσιάστηκαν όλες οι απόψεις, που στην ουσία ήταν οι εξής δύο: δολοφονία ή ατύχημα.

Να θυμίσω πως μετά την ηρωική απόπειρά του να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο και τα βασανιστήρια τα οποία υπέστη ο Παναγούλης εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, πάλεψε κατά των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας με συνέπεια την παραίτησή του από το κόμμα. Συνέχισε απτόητος τον αγώνα του για απομόνωση των συνεργατών της επταετίας, μέχρι το μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο έχασε τη ζωή του, την Πρωτομαγιά του 1976, λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη του φακέλου σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ).
Η αποκάλυψη του φακέλου δεν έγινε τελικά ποτέ.
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54